Ήταν αρχές του Φθινοπώρου του 1966, όταν ο δεκαεφτάχρονος Παναγιώτης Ξανθόπουλος, Έλληνας Πόντιος στη Σοβιετική Ένωση επιβιβάστηκε μαζί με την οικογένειά του και εκατοντάδες άλλους Έλληνες Πόντιους από το λιμάνι της Οδησσού στο πλοίο Latvia (το «βαπόρι μας», όπως έλεγαν) με προορισμό τον Πειραιά. Μόλις είχε τελειώσει το δεκατάξιο σχολείο μέσης εκπαίδευσης στο Τζετισαϊ του Καζακστάν, όπου η οικογένειά του, όπως και χιλιάδες άλλοι Έλληνες Πόντιοι, ζούσαν εξόριστοι από την περίοδο των σταλινικών διώξεων και τους είχε δοθεί το δικαίωμα παλιννόστησης. «Στον δρόμο για την εξορία, στα εμπορικά βαγόνια που μετέφεραν τους εξόριστους, πέθαναν όλα τα μωρά, ήμουν νεογέννητο, και κλινικά νεκρός και εγώ …Και ίσως να πέθαινα, αλλά διά θαύματος —έλεγε η μάνα μου— επέζησα», διηγείται. Έναν ολόκληρο μήνα περίμεναν να φανεί το καράβι που θα τους μετέφερε στην αγαπημένη —πλην άγνωστή τους— πατρίδα, την Ελλάδα, που σπαρασσόταν τότε από τα πολιτικά πάθη και στον ορίζοντα προέβαλαν τα σύννεφα της «καταιγίδας» που θα ερχόταν έναν χρόνο αργότερα, της δικτατορίας, η οποία θα μετέτρεπε το όνειρο του νεαρού Ξανθόπουλου και της οικογένειάς του σε εφιάλτη.
Για τη συμμετοχή του σε μια αντιχουντική διαδήλωση συνελήφθη, τον ανέκρινε ο διαβόητος συνταγματάρχης Λαδάς και απελάθηκε πίσω στη Σοβιετική Ένωση, όπου έπεσε στα «νύχια» της KGB, που τον έστειλε στα βάθη της Σιβηρίας.
Στην Αθήνα, ο Παναγιώτης, άριστος μαθητής στην ΕΣΣΔ, έμαθε γρήγορα τα ελληνικά και γράϕτηκε στην Ιατρική Σχολή «ανευ εξετάσεων», βάσει του νόμου για τους επαναπατριζόμενους Πόντιους και ταυτόχρονα ως αθλητής της ενόργανης γυμναστικής ίδρυσε στην Αγία Βαρβάρα τον πρώτο στην Ελλάδα Αθλητικό Σύλλογο Ενόργανης Γυμναστικής. «Εκτός σπουδών, δούλευα στις οικοδομές για ένα μεροκάματο, για να στηρίξω οικονομικά τη μητέρα μου με άλλα τρία αγόρια, μικρότερά μου», λέει, αφηγούμενος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ την περιπέτειά του. «Ο πατέρας μας, δυο μήνες μετά την άφιξή μας στην Ελλάδα, πέθανε. Ήταν άρρωστος από καιρό, οι γιατροί του έλεγαν, ότι δεν θα αντέξει το μεγάλο ταξίδι, αλλά αυτός επέμενε να ϕύγει στην Ελλάδα: “Καλύτερα να πεθάνω στην πατρίδα για να μείνω στο ελληνικό χώμα”, έλεγε». Ώσπου τον Απρίλιο του 1968, ήρθαν τα πάνω- κάτω για τον ίδιο και την οικογένειά του. «Ήταν 21 Απριλίου, πρώτη επέτειος του πραξικοπήματος και σε μια διαδήλωση που οργανώθηκε από τους φοιτητές του Πολυτεχνείου, στην είσοδο του κτιριακού συγκροτήματος, πήγαμε και πέντε άτομα από την Ιατρική. Συνολικά, συγκεντρωθήκαμε περίπου εκατό ϕοιτητές. Και παραταχθήκαμε στην αυλή, όπου εγώ κρατούσα ένα πλακάτ που έγραφε: «έξω η χούντα, ζήτω η ελευθερία! Κάποια στιγμή, με πλησίασε γεροδεμένος αστυνομικός, με πολιτικά (ότι ήταν αστυνομικός το κατάλαβα αργότερα) και με ρώτησε: “Και εσύ, που φωνάζεις με σπαστά ελληνικά, ποιος είσαι; Τι κάνεις εδώ;”. Του απάντησα, ομολογώ, με τον τσαμπουκά του 18χρονου: “Εσένα τι σε νοιάζει;”. Σήκωσε το χέρι του να με χτυπήσει στο κεφάλι, αλλά δεν πρόλαβε – του έδωσα μια γροθιά και έπεσε κάτω. Δεν ήξερα βέβαια ότι ήταν αστυνομικός. Όρμησαν εναντίον μου άλλοι τρεις, και τους έθεσα και αυτούς εκτός μάχης. Σίγουρα δεν είχα ϕόβο. Τα νιάτα… Ήμουν πεπεισμένος ότι είχα δίκιο. Με κυνήγησαν, με έπιασαν στα κάγκελα, με τη βία μου έβαλαν τις χειροπέδες», θυμάται.
Ο Ξανθόπουλος μεταφέρθηκε στα γραφεία της ασφάλειας, στον οδό Χαλκοκονδύλη 5, όπου έφεραν και τη μητέρα του, που μόλις τον αντίκρισε έβαλε τα κλάματα. «Μας συνόδεψαν στο δεύτερο όροφο. Εκεί ήταν το γραφείο του πολύ σκληρού συνταγματάρχη Ιωάννη Λαδά, του Γενικού Γραμματέα Δημόσια Τάξης στη κυβέρνηση της Χούντας», περιγράφει. «Με το που μπήκαμε στο γραφείο, είδα τον Συνταγματάρχη και δυο μαύρα, τεράστια σκυλιά, που στέκονταν δεξιά και αριστερά. Τα σκυλιά τα φοβήθηκα πραγματικά, παρακολουθούσαν την κάθε μου κίνηση. Ο Λαδάς, αϕού έμαθε ότι είμαι Πόντιος από τη Σοβιετική Ένωση, είπε: “Α, δεν χόρτασες κομμουνισμό, θέλεις και εδώ!”. Εγώ δεν απάντησα. Μου πρότεινε να υπογράψω ότι κατά λάθος βρέθηκα στην αντιδικτατορική εκδήλωση. “Δεν μπορούσες μόνος σου να έρθεις, κάποιοι σε παρέσυραν! Ποιοι ήταν αυτοί; Αν θα αποκηρύξεις τις απόψεις σου, θα σου δώσουμε διαβατήριο και θα σε στείλουμε στην Οξϕόρδη για σπουδές! Θέλεις;”, με ρωτούσε μια και δυο φορές. Του είπα ότι δεν μπορώ να πάω στην Οξϕόρδη, γιατί πρέπει να στηρίξω τη μάνα μου και τα τρία αδέλφια μου. Κάποια δευτερόλεπτα με έπιασαν αμφιβολίες. Δεν ήθελα να πάω φυλακή και να αφήσω την οικογένεια μόνη. Σίγουρα δεν σκόπευα να καταδώσω ϕίλους, αλλά μου πέρασε από το μυαλό μόνο να υπογράψω ότι βρέθηκα τυχαία στη διαδήλωση. Εκείνη τη στιγμή βλέπω τη μητέρα μου χλωμή να με κοιτάζει επίμονα και αυστηρά με σφιγμένα χείλη, μετά κούνησε ελαφρώς το κεφάλι της. Κατάλαβα ότι μου λέει σιωπηλά το “Όχι”, να μην υπογράψω τίποτα! Και δεν υπέγραψα», αφηγείται. Σε λίγες ώρες τον άφησαν ελεύθερο, ενώ φεύγοντας, ο Λαδάς του επανέλαβε απειλητικά: «Θέλεις κομμουνισμό- να πας εκεί από όπου ήρθες!». Αυτό έκαναν, τον έστειλαν πίσω.
Τον Μάρτιο του 1969, μαζί με την οικογένειά του, πήραν αναγκαστικά τον δρόμο της επιστροφής με διαβατήριο Laissez -Rasser, μόνο για ταξίδι προς την ΕΣΣΔ, με σφραγίδα: «χωρίς επιστροφή». Τέρμα οι σπουδές, τέρμα η Ελλάδα.
«Δεκατρείς Μαρτίου. Ήταν η τελευταία νύχτα στην Αθήνα. Αισθανόμουν παράξενα… Μόλις πριν από δυο χρόνια έφευγα από την Οδησσό με λαχτάρα για την Ελλάδα, και τώρα …πίσω, διωγμένος από τη Χούντα». Με το ίδιο πλοίο, το «Latvia», επέστρεψαν αργότερα στην Οδησσό και άλλοι Έλληνες Πόντιοι, μη αρεστοί στη δικτατορία. «Στην Οδησσό μόνο που δεν μας έστρωσαν κόκκινο χαλί. Μας έβλεπαν ως σύμβολο αντίστασης κατά της Χούντας. Εγώ, το απλό θαρραλέο αγόρι, στην υποδοχή στο λιμάνι της Οδησσού, αισθάνθηκα κάπως σαν ένα μικρός ήρωας, αλλά αυτή η ηρωική διάθεση γρήγορα εξαφανίστηκε, όταν στο τελωνείο, στις βαλίτσες μας βρήκαν την εικόνα της Παναγίας με τον Χριστό. “Δεν ντρέπεστε!”, φώναξε με μίσος και απέχθεια ο τελωνειακός. “Είναι της μητέρας μου”, του λέω. Εκείνος, όμως, αρπάζει την εικόνα και τη ρίχνει στο πάτωμα. Ζαλίστηκα από το θυμό, προσβλήθηκα τόσο πολύ, που ένιωσα χειρότερα από αυτό που ένιωθα στο γραφείο του Λαδά. Αν μπορούσα με το ίδιο πλοίο να ϕύγω πίσω στην Ελλάδα, θα έϕευγα την ίδια στιγμή! Εδώ για πρώτη ϕορά συνειδητοποιώ ότι σε αυτή τη χώρα (Σοβιετική Ένωση) που γεννήθηκα και μεγάλωσα και επέστρεψα, υπάρχουν πολλοί περισσότεροι “μαύροι συνταγματάρχες”», λέει. Στη Ρωσία, «εφοδιασμένος» με τη γνώση της ελληνική γλώσσας και την εμπειρία ζωής στην Αθήνα, έθεσε ως στόχο του, να συμβάλει στην αναγέννηση του ξεχασμένου Ελληνισμού της Ρωσίας.
«Μόλις γυρίσαμε, πήγα στη Μόσχα να ζητήσω μεταγραφή στο σοβιετικό πανεπιστήμιο και μου είπαν ότι μπορούν να με δεχθούν μόνο τα περιφερειακά πανεπιστήμια εκτός Μόσχας, Αγίας Πετρούπολης και Κίεβου. Έτσι γράφτηκα στο πανεπιστήμιο του Κράσνονταρ κοντά στο Σοχούμι της Αμπχαζίας, μια πόλη όπου ζούσαν οι παππούδες μου, μέχρι που τους εξόρισαν στο Καζακστάν και εγκαταστάθηκε η οικογένειά μου. Το γεγονός ότι ήρθα από την Αθήνα, με κατέστησε το επίκεντρο της προσοχής όλων των ελληνικής καταγωγής φοιτητών, που μου ζητούσαν να τους μιλήσω για την Ελλάδα, την Ακρόπολη… Το νέο διαδόθηκε γρήγορα στην πόλη, ότι κάποιος Ξανθόπουλος ήρθε από την Ελλάδα και ξέρει ελληνικά. Οι άνθρωποι “διψούσαν” για Ελλάδα. Άρχισαν να με καλούν σε γάμους για να χαιρετήσω τα νιόπαντρα ζευγάρια στην ελληνική γλώσσα. Ήταν συγκινητικό, δάκρυζαν, μόλις με άκουγαν να μιλάω ελληνικά, ενώ μερικοί καταλάβαιναν και λίγες λέξεις. Μόνο το άκουσμα της γλώσσας, τους έδινε μια απερίγραπτη περηφάνια, νόημα ύπαρξης», λέει. Στο Πανεπιστήμιο, οι ελληνικής καταγωγής φοιτητές γρήγορα συσπειρώθηκαν γύρω του. «Μου ζήτησαν να τους κάνω μαθήματα γλώσσας. Αλλά πού; Πώς; Σε ποιο χώρο; Δεν γινόταν, όμως κατά καλή μου τύχη, με βοήθησε ο καθηγητής και διευθυντής της έδρας ξένων γλωσσών στο Πανεπιστήμιο. Επέτρεψαν να κάνω μαθήματα στη ϕοιτητική εστία. Χρειαζόμουν έστω ένα Αλφαβητάριο -δεν είχαμε. Μετά θυμήθηκα το Αλφαβητάριο του μικρού μου αδελφού, που φέραμε μαζί από την Ελλάδα. Όταν όμως ο κοσμήτορος είδε στη σελίδα, μετά το εξώφυλλο, τον χουντικό φαντάρο της “21ης Απριλίου 1967”, μου είπε: “Δεν γίνεται να το χρησιμοποιήσεις ως εγχειρίδιο, μόνο αν θα εξαφανίσεις τον φαντάρο!”. Την ίδια στιγμή άνοιξα το βιβλίο και έσκισα τη σελίδα. “Δεν είναι σωστό να χαλάμε βιβλία, αλλά έτσι καλύτερα, εγώ όμως δεν είδα τίποτα!”, μου είπε με νόημα».
Καθώς πλησίαζε η Εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου, ο Παναγιώτης για πρώτη φορά μίλησε στους συμπατριώτες του για την ιστορική σημασία της ημέρας. «Κανείς δεν ήξερε την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης. Για πρώτη φορά άκουσαν οι φίλοι μου την ιστορία, μίλησα για τον Υψηλάντη, τη Φιλική Εταιρία. Κλείσαμε τις πόρτες και τα παράθυρα, βλέπαμε πάνω σ’ ένα απλωμένο σεντόνι την ταινία μου, που είχα κινηματογραφήσει, φεύγοντας από την Ελλάδα. Ήταν τόσο απλή και όμως τόσο σπουδαία για ανθρώπους που πρώτη φορά βλέπανε στην οθόνη την Αθήνα. Εικόνες από την Ακρόπολη, την αγορά, τους περαστικούς άγνωστους ανθρώπους αλλά και συναντήσεις με φίλους. Πολλοί έκλαιγαν συγκινημένοι. Την επομένη χρόνια, στις 25 Μαρτίου, μαζευτήκαμε δεκαπλάσιοι, γύρω στα 200 άτομα, το 1972 γίναμε 300 Έλληνες, το 1973 ήρθαν περισσότεροι από 450. Πόντιοι από τη Μόσχα, το Ροστόφ, το Ντον, το Σοχούμι, το Βατούμι και άλλες περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης κατέφθαναν για να πάρουν μια “γεύση” από Ελλάδα δεδομένου ότι το καθεστώς απαγόρευε οργανώσεις πλην των επισήμων κρατικών και ούτε λόγος βεβαίως για ελληνική σημαία».
Μια τέτοια δραστηριότητα όμως δεν θα μπορούσε να διαφύγει της προσοχής της πανίσχυρης και πανταχού παρούσας KGB.
«Ήταν μεγάλο ρίσκο, το ξέραμε. Επίσης ξέραμε ότι μας παρακολουθούν στενά, ειδικά εμένα οι άνθρωποι της KGB», λέει. «Ανήμερα της 25ης Μαρτίου», συνεχίζει, «εγώ και κάποιοι φίλοι μου στη Ρωσία, οργανώσαμε μια μεγάλη, αλλά μυστική εκδήλωση, στην οποία δήλωσαν ότι θα έρθουν περίπου 500 Έλληνες. Ήμασταν όλοι μέσα στη χαρά, καλέσαμε μουσικούς που ήξεραν κάποια τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, του Χατζηδάκη, από κασέτες και το ραδιόφωνο και είχαμε εξασφαλίσει και την αίθουσα της λέσχης που σιτίζονταν οι φοιτητές. Παραμονή της γιορτής, με επισκέφθηκε ένας πράκτορας της KGB και σε απειλητικό τόνο μου είπε: “Μόνο πέντε άτομα έχεις δικαίωμα να μαζέψεις και εσύ μιλάς για 500! Ακύρωσε αμέσως την εκδήλωση, διαφορετικά θα έρθεις μαζί μου!”. Ήταν πολύ δύσκολο να ακυρώσω την εκδήλωση, μια και θα έρχονταν με τόση χαρά για αντάμωμα οι Έλληνες από διάφορες περιοχές της Νότιας Ρωσίας. Αναγκάστηκα όμως να το κάνω υπό την απειλή της φυλάκισης. Δεν το βάλαμε όμως κάτω. Συγκεντρωθήκαμε μυστικά περίπου τριάντα άτομα στο σπίτι ενός ϕίλου, όπου όμως για κακή μας τύχη, ένας από αυτούς, ο γείτονας του φίλου ήταν πληροφοριοδότης της KGB, ο οποίος μας κάρφωσε. Το παράλογο ήταν ότι ο γείτονας–”κατάσκοπος”, όσο διαρκούσε η εκδήλωση και άκουγε το πάθος με το οποίο μιλούσαμε για την Ελλάδα, μόνο που δεν έκλαιγε από συγκίνηση. Μετά μας κατέδωσε».
Ο Ξανθόπουλος οδηγήθηκε στους ανακριτές της KGB, όπου προσπάθησε να τους πείσει ότι δεν ήταν «εχθρός του λαού» και της Σοβιετικής Ένωσης και πως στην εκδήλωση θα μιλούσαν εναντίον της Χούντας στην Ελλάδα και τους φυλακισμένους της. Γλίτωσε μεν τη φυλακή, αλλά ως «επικίνδυνο για την ασφάλεια της χώρας» τον «διόρισαν» γιατρό στα βάθη της Σιβηρίας. Αργότερα πήρε μετάθεση στα Ουράλια, όπου και εκεί βρήκε πολλούς συμπατριώτες του Έλληνες, απομεινάρια των διώξεων του Στάλιν. Μάλιστα, κατά την περίοδο 1979-1982, στην πόλη Σβερντλόϕσκ κατάφερε να ενώσει περίπου 200 Έλληνες, που ζούσαν και εργάζονταν στην περιοχή. «Το μόνο που ήθελα ήταν να είμαστε μαζί, ο ένας κοντά στον άλλον, να γιορτάζουμε κάθε χρόνο τις ελληνικές εθνικές γιορτές, την επέτειο της 25 Μαρτίου, την Ημέρα του “ΟΧΙ” αλλά και την Εξέγερση του Πολυτεχνείου, την κατάρρευση της χούντας και την αποκατάσταση ελευθεριών», λέει. Το 1989, ο Παναγιώτης Ξανθόπουλος παλιννόστησε για δεύτερη φορά στην Ελλάδα και σήμερα εργάζεται ως χειρουργός νεϕρολόγος στην Αθήνα.
Σοϕία Προκοπίδου
Πηγή: amna.gr