Είναι πράγματι μακρύς ο κατάλογος των μελών της ποντιακής διανόησης που ευεργέτησαν τον Ελληνισμό στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αξίζει να φέρουμε στο φως έναν επιπλέον άγνωστο και αφανή στην Ελλάδα ευπατρίδη, τον Παναγιώτ Ακρίτα του Γεωργίου (1880-1976). Ο Παναγιώτ Ακρίτας καταγόταν από το τουρκόφωνο χωριό Μπεστασένι της Τσάλκας της Νοτίου Γεωργίας. Γεννήθηκε το 1880 σε οικογένεια αγροτών, με προγονική καταγωγή από τον Ανατολικό Πόντο. Έχοντας έφεση στα γράμματα, μετά το σχολείο κατάφερε να σπουδάσει γεωγραφία και ιστορία στο κρατικό πανεπιστήμιο της Τιφλίδας και κατόπιν έκανε διδακτορικό στην ιστορία. Ο Παναγιώτ Ακρίτας αγωνιούσε ιδιαίτερα για την κατάσταση των ομογενών της ΕΣΣΔ και περισσότερο από όλους για την μοίρα των Ποντίων της Τσάλκας, οι οποίοι όντες τουρκόφωνοι και ζώντες τότε σε εξαιρετικά δύσκολες βιοτικές συνθήκες κινδύνευαν να αφελληνιστούν.
Για τον λόγο αυτό, στις αρχές του 1920 ο Ακρίτας ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της ιδέας της μετανάστευσης των Ποντίων από την Τσάλκα στην Ελλάδα.
Την εποχή εκείνη, οι Έλληνες της Γεωργίας συνέστησαν ειδική επιτροπή μετοικεσίας. Η επιτροπή αυτή, στην οποία ήταν και ο Παναγιώτ Ακρίτας, ταξίδεψε στην Ελλάδα για να συνεννοηθεί σχετικά με την ελληνική κυβέρνηση. Άλλα γνωστά πρόσωπα της επιτροπής ήταν οι Νικολάϊ Πολίτοβ, Θεόφιλος Κολπαχτσή και Μιχαήλ Αντριάνοβ. Η επιτροπή ταξίδεψε με πολλές ταλαιπωρίες από τη Γεωργία στην Ελλάδα, όπου παρέμεινε μισό χρόνο στην περιοχή της Μακεδονίας, προκειμένου να ευρεθεί μέρος για την εγκατάσταση των Ποντίων από την Τσάλκα. Κατόπιν τελικής συμφωνίας με την ελληνική κυβέρνηση, η επιτροπής επέστρεψε πίσω στην Τσάλκα για να εκκινήσει τις διαδικασίες της μετανάστευσης. Σχέδιο ήταν οι Τσαλκαλήδες να ακολουθήσουν τους Καρσλήδες πρόσφυγες μέχρι το Βατούμ και από εκεί να πλεύσουν για την Ελλάδα. Σημειωτέον ότι η επιτροπή έτυχε πανηγυρικής υποδοχής στην Τσάλκα, με χορούς και τραγούδια. Οι Πόντιοι της Τσάλκας επιθυμούσαν να φύγουν στην Ελλάδα από παλαιότερα, από την εποχή ακόμα του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Την εποχή που έδρασε ο Ακρίτας, οι Έλληνες της Τσάλκας αριθμούσαν περί τους 50.000. Την περίοδο εκείνη όμως, επικράτησε στην Γεωργία η μπολσεβίκικη επανάσταση, η οποία απαγόρευσε την φυγή των Ποντίων από την Τσάλκα.
Παρά την αποτυχία της μαζικής αυτής μετανάστευσης, ορισμένοι Τσαλκαλήδες διέφυγαν λάθρα. Έτσι, με την επιβολή του κομμουνισμού και το κλείσιμο των συνόρων, κάποιες οικογένειες χωρίστηκαν, πράγμα που έγινε και με την οικογένεια του Ακρίτα, αφού ο αδελφός του, ο Μιχαήλ Ακρίτας, είχε φύγει στην Ελλάδα, ενώ η σύζυγός του έμεινε στην Τσάλκα και ζεύγος δεν επανενώθηκε ποτέ. Για την δράση του αυτή ο Παναγιώτ Ακρίτας υπέπεσε σε δυσμένεια και κατηγορήθηκε για οργάνωση «ελληνικής συνομωσίας». Το καθεστώς τον έκρινε άξιο διώξεων επειδή ήθελε να φέρει τους Πόντιους της Τσάλκας στην Ελλάδα, με συνέπεια την απώλεια για το κράτος χιλιάδων εργατικών χεριών. Έτσι, την επόμενη δεκαετία ο Ακρίτας κρυβόταν στο χωριό Καρακόμ της Τσάλκας, όπου τον φυγάδευσαν οι ντόπιοι Έλληνες. Ήταν τόσο συμπαθής μορφή, ώστε παρά την επικήρυξη τολμούσε να εμφανίζεται δημοσίως στο χωριό, χωρίς ποτέ κάποιος να τον είχε καταδώσει. Αναγκάστηκε επίσης να φυγαδευτεί σε σπήλαιο του Ουντουγκέτι, όπου επιβίωσε πάλι με την βοήθεια των χωρικών. Αργότερα ο φυγάς μετακινείτο προς την Μόσχα και προς άλλες πόλεις, δίχως να παραμένει ίδια θέση, φοβούμενος την καταδίωξη από τους πράκτορες του καθεστώτος. Γύρισε έτσι την Σοβιετική Ένωση ζώντας σε βαγόνια τραίνων, αλλάζοντας προορισμούς, αποφεύγοντας τους τελικούς σταθμούς και στέλλοντας γράμματα στους συγγενείς του με ένδειξη αποστολέα: τραίνο Νο1. Τελικά ο Παναγιώτ Ακρίτας αναγκάστηκε να φύγει από την περιοχή της Τσάλκας και να εγκατασταθεί μόνιμα στον Βόρειο Καύκασο, διότι εκεί οι πολιτικές συνθήκες ήταν γι’ αυτόν λιγότερο επικίνδυνες.
Στον Βόρειο Καύκασο ο Ακρίτας αφιέρωσε την ζωή του στην επιστημονική έρευνα ως Καυκασιολόγος, με μεγάλη συμβολή στην επιστήμη. Έγινε διάσημος αρχαιολόγος και εθνογράφος, με συμμετοχές σε πολλές αρχαιολογικές ανασκαφές και συγγραφή άρθρων και βιβλίων σχετικών με τον πολιτισμό των λαών του Καυκάσου. Την περίοδο ο Ακρίτας 1943-1953 δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Πιατιγκόρσκ. Τα έτη 1953–1961 διετέλεσε διευθυντής του τομέα αρχαιολογίας του πανεπιστημίου της Καμπαρντίνο-Μπαλκάρια. Όλα αυτά είναι ενδεικτικές μόνο αναφορές για τις πολλές και ποικίλες επιστημονικές του δραστηριότητες. Στην ρωσική βιβλιογραφία ο Ακρίτας είναι μέχρι σήμερα γνωστός με το παραφθαρμένο του όνομα: Παναήτ Ακρίτας (Панаит Акритас). Η δε σύγχρονη επιστημονική κοινότητα της Ρωσίας αναγνωρίζει την τεράστια συμβολή του στην ιστορία, αρχαιολογία και εθνογραφία του Καυκάσου, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι το έργο του δεν αναγνωρίστηκε από το κράτος στον βαθμό που έπρεπε λόγω της δυσμένειας από το προηγούμενο καθεστώς. Παρά τις περιπέτειες που πέρασε τις δεκαετίες του 30 και 40, ο Παναγιώτ Ακρίτας συνέχισε ακάθεκτος τον αγώνα του υπέρ των Ελλήνων της ΕΣΣΔ, καθώς την δεκαετία του 1950, απτόητος, αιτείται από την σοβιετική κυβέρνηση την συγκρότηση αμιγών ελληνικών οικισμών, την ίδρυση ελληνικών σχολείων, ελληνικού πανεπιστημίου κ.α.
Από τις δημοσιεύσεις του Ακρίτα σχετικά με τον ποντιακό Ελληνισμό γνωστές σήμερα είναι οι υπό τον τίτλο «Έλληνες του Καυκάσου’’ σε συλλογικό τόμο, ‘’Γαμήλια έθιμα των Ελλήνων της Αμπχαζίας’’ και ‘’Γαλακτοκομική παραγωγή στην Τσάλκα’’». Στις μελέτες του ο Ακρίτας διαπίστωνε την αρχαία ελληνική προέλευση ηθών και εθίμων των Ελλήνων της ΕΣΣΔ και του Πόντου, καθώς και την ομοιότητά τους ασχέτως της γεωγραφικής θέσης των κοινοτήτων τους.
Ο Παναγιώτ Ακρίτας απεβίωσε στις 14 Ιουνίου του 1976 στο Πιατιγκόρσκ της Ρωσίας, όπου και δίδασκε. Ήταν παντρεμένος με την Ελληνίδα Μαρία Σαρίεβα του Θεοδώρου και μαζί είχαν μια κόρη την Ευγενία. Είναι γνωστό ότι συγγενής του είναι η διάσημη σήμερα και πολυβραβευμένη στην Ρωσία Ελληνίδα εικαστικός, Αλμπίνα Ακρίτας. Θα άξιζε ίσως οι οργανωμένες συλλογικότητες των Ποντίων της Ελλάδας και του εξωτερικού να μεριμνήσουν ώστε το όνομά του να μην λησμονηθεί και να κοσμήσει οδούς και πλατείες περιοχών πυκνής διαβίωσης Ποντίων και μη.
Σπάρτακος Τανασίδης
Πηγές:
- П. Г. Акритас, Греки Кавказа, στο: С. П. Толстов (ред.), Народы кавказа [Народы мира. Этнографические очерки], τ. ΙΙ, Издательство Академии Наук СССР, Москва 1962, σσ. 421-432.
- В. А. Фоменко, Кавказовед Панаит Георгиевич Акритас, Вестник Кабардино-Балкарского института гуманитарных исследований 2/29 (2016) 7-12.
- Κ. Φωτιάδης, Ο Ελληνισμός της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης [Ιστορία / Πολιτισμός 5], Εκδοτικός Οίκος Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2003.
- Γ. Κ. Σκαλιέρης, Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Τραπεζοῦντος, Κίμων Θεοδωρόπουλος καὶ Σία, Ἀθῆναι 1921.
- В. А. Шахбазов, Цалка – найденная и потерянная родина. Караком – в судьбе моей и моих предков, Кавказская здравница, Минеральные Воды 2004.