ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ.gr | Ο Αιμίλιος Χατζηγεωργίου-Καδίογλου και το σχέδιο σωτηρίας για τους συγχωριανούς του
Ο Αιμίλιος Χατζηγεωργίου-Καδίογλου και το σχέδιο σωτηρίας για τους συγχωριανούς του
(Φωτ.: ert.gr)
12 Μάι
0
Σχόλια

Ο Αιμίλιος Χατζηγεωργίου-Καδίογλου και το σχέδιο σωτηρίας για τους συγχωριανούς του

Ο Αιμίλιος Χατζηγεωργίου-Καδίογλου δημιούργησε μαζί με τον Στέλιο Κοσμίδη (Ιστίλ Αγά) τις πρώτες ανταρτικές ομάδες στην περιοχή της Σαμψούντας το 1919-1921. Σ’ αυτή τη μικρή ιστορία δεν θα πούμε ούτε για τους αγώνες του Αιμίλιου, ούτε για μάχες πάνω στα βουνά που λίγο πολύ όλοι τις έχουμε ακούσει. Αλλά θα αναφέρουμε μια ιστορία που έμελλε να στιγματίσει την μετέπειτα ζωή του.

Τα ανταρτικά σώματα του Πόντου ήταν μία από τις μορφές αντίστασης του Ποντιακού Ελληνισμού κατά των Τούρκων του του Κεμάλ.

Με την αρχή των εχθροπραξιών των Τούρκων κατά των Ελλήνων, πολλοί Έλληνες άρχισαν να εγκαταλείπουν τα χωριά τους και τις εστίες τους και να φεύγουν προς τα σκληροτράχηλα βουνά του Πόντου. Είχε γίνει πλέον γνωστό σε όλους το σχέδιο των Νεότουρκων. Έτσι και ο Αιμίλιος σαν οπλαρχηγός που ήταν, έπεισε στους συγχωριανούς του να ξεσηκωθούν και αυτοί, για να γλιτώσουν από τη σφαγή και τους βιασμούς των Τούρκων. «Να καταφύγουμε προσωρινά στα βουνά. Να μην πάμε προς το λιμάνι της Σαμψούντας και να πάρουμε τα πλοία, γιατί ήταν γεμάτο Τούρκους και πάρα πολύ επικίνδυνο. Θα μας σκοτώσουν όλους. Καλύτερα ήταν να καταφύγουμε στα βουνά και από εκεί να φύγουμε από άλλο λιμάνι στην Ελλάδα», τους έλεγε. Αυτό ήταν το σχέδιο του, για να σώσει τους συχωριανούς του. Τα βουνά τα ήξερε καλά και είχαν τρόφιμα για αρκετές μέρες. Από τα ορεινά μονοπάτια δεν θα τους έπαιρναν είδηση οι Τσέτες, αυτό είχε πάντα στο νου του. Και ενώ όλοι οι συγχωριανοί του είχαν συμφωνήσει ότι θα ακολουθήσουν αυτό το σχέδιο, τότε επενέβη ένας συγχωριανός τους και τους πείθει να μην ακολουθήσουν αυτό το ριψοκίνδυνο σχέδιο και ότι θα ήταν φρονιμότερο να πάνε όλοι μαζί με ασφάλεια στη Σαμψούντα. Για να τους πείσει μάλιστα έθεσε το επιχείρημα, ότι αυτός ήταν ένας μορφωμένος και αποδεκτός από την τοπική κοινωνία, ενώ ο Αιμίλιος ήταν απλά ένας αμόρφωτος αντάρτης των βουνών. «Μην ακούτε τον Αιμίλιο τον αμόρφωτο, δεν ξέρει τίποτα αυτός, τι πάει να πει ότι είναι καπετάνιος του ανταρτικού σώματος; Εδώ σας μιλάει ένας μορφωμένος, που έχει πολλές γνωριμίες», έλεγε σε όλους τους συχωριανούς του. Κατάφερε να τους πείσει. Άδικα ο Αιμίλιος τους φώναζε και τους παρακαλούσε να τον ακολουθήσουν. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τον μέγα κίνδυνο που τους παραμόνευε και πως δεν ήταν αυτό το σωστό σχέδιο σωτηρίας. Από όλους τους συγχωριανούς του, τον ακολούθησε μόνο ένας φίλος του. Έτσι οι δύο φίλοι πήραν το δρόμο για το βουνό χαιρετώντας τους χωριανούς τους, αφού προσπάθησε να τους μεταπείσει μέχρι την έσχατη ώρα. Άδικα όμως. Ίσως θα έπρεπε να επιμένει περισσότερο…

Έτσι οι δυο φίλοι ακολούθησαν διαφορετική διαδρομή. Η ιστορία θα έγραφε πλέον ποιος είχε δίκιο. Μετά από εξαντλητικό ποδαρόδρομο πάνω στα ορεινά μονοπάτια έφτασαν έξω από το χωριό Καρμούτ, στα περίχωρα της Τραπεζούντας. Το βράδυ κουρασμένοι, αποφάσισαν να κοιμηθούν σε μια χαράδρα. Δεν πρόφτασαν να κοιμηθούν, όταν παραδίπλα άκουσαν ομιλίες και σιγοτραγουδίσματα. Αφού αφουγκράστηκαν για λίγο, κατάλαβαν ότι πρόκειται για πατριώτες. Μιλούσαν και τραγουδούσαν ποντιακά. Ήταν τα αδέρφια Σπύρος, Γιωρίκας και Κώστας Σπυρίδης που γυρνούσαν από τις δουλειές τους στο χωριό. Όταν τους είδαν τα αδέρφια έτσι οπλισμένους με τα άρματα και τα φυσεκλίκια, τρόμαξαν. Δεν ήξεραν τι συμβαίνει. Ο Σπύρος τους πρότεινε να κρύψουν τα όπλα στο δάσος για ώρες ανάγκης, ώστε να μην καταλάβαιναν τίποτα οι Τούρκοι. Στο χωριό τους δεν είχαν προβλήματα ακόμη, με τους Τούρκους. Έτσι αυτοί τους πήρανε μαζί τους μέσα στο χωριό και τους κρύψανε στα σπίτια τους. Στο Καρμούτ τα πράγματα ήταν ακόμα ήσυχα. Κατά την διάρκεια της παραμονής του ο Αιμίλιος στο χωριό, δεν έπαψε να προσπαθεί να μάθει νέα για την τύχη των συγχωριανών του. Ανήσυχο πνεύμα όπως ήταν ρωτούσε τον κάθε ξένο που έβρισκε μπροστά. Είχε κακό προαίσθημα, που τους άφησε να παν στη Σαμψούντα, στο στόμα του λύκου. Έτσι μια μαύρη μέρα έμαθε ότι όλοι οι συγχωριανοί του σκοτώθηκαν και οι γυναίκες αφού βασανίστηκαν και βιάστηκαν, θανατώθηκαν. Μια μέρα που θα μείνει βαθιά μες το μυαλό του σαν τον χειρότερο εφιάλτη που μπορεί να γνωρίσει ένας άνθρωπος. Κλαίγοντας έλεγε και ξανάλεγε, πως έπρεπε να προσπαθήσει με όλες του τις δυνάμεις να μεταπείσει τους συγχωριανούς του. «Γιατί να μην ακούσετε τον Αιμίλιο γιατί !!» έλεγε κι ξανάλεγε κάθε λεπτό, κάθε ώρα, κάθε μέρα.

O οικογενειακός τάφος του Αιμίλιου Χατζηγεωργίου-Καδίογλου

Ο φίλος του Αιμίλιου αποφάσισε να μείνει στο Κορμούτ και να παντρευτεί. «Ο χρόνος γιατρεύει τα πάντα» έλεγε. Τα πράγματα άρχισαν να αγριεύουν παντού. Οι εξελίξεις έτρεχαν πολύ γρήγορα. Αποφάσισαν να φύγουν για την Ελλάδα. Δεν είχαν άλλη επιλογή. Πριν φύγουν όμως αποφάσισαν οι δυο φίλοι, να παντρευτούν και μετά να φύγουν. Ο Στέλιος Κοσμίδης παντρεύεται και ακολουθεί το παράδειγμα του και ο Αιμίλιος, που παντρεύεται με τη Χαρίκλεια Ευθιμιάδου. Για ένα χρονικό διάστημα μένουν στο Καρμούτ. Περιμένοντας μάταια βέβαια μήπως και καλυτερεύσουν τα πράγματα. Αντ’ αυτού προκύπτει ανταλλαγή πληθυσμών. Έτσι αναγκάζονται να φύγουν και αυτοί για την Ελλάδα. Στην Ελλάδα για πρώτη φορά μετά από πολλές ταλαιπωρίες εγκαταστάθηκαν στην Καβάλα. Εκεί ο Αιμίλιος δούλεψε σαν επιστάτης στα καπνο-μάγαζα της περιοχής. Παντρεμένος με την Χαρίκλεια κάνουν το πρώτο τους παιδί, την Στέλλα. Μετά άρχισαν να αναζητούν τους συγγενείς τους. Στο Ανατολικό (Ίνελι) Πτολεμαΐδας βρήκαν το σόι της Χαρίκλειας. Ο Αιμίλιος έψαξε κι αυτός για συγγενείς. Για φίλους. Για συγχωριανούς. Δεν βρήκε κανένα. Επισκέπτονται το Ανατολικό για να δουν τους συγγενείς τους και αποφασίζουν να εγκατασταθούν εκεί. «Το αίμα τραβάει». Παίρνουν αγροτικό κλήρο και κάνουν άλλα 5 παιδιά.

Ο Αιμίλιος πέθανε σε ηλικία 81 ετών στις 10 Μαΐου 1977 στο Ανατολικό, εξιστορώντας σε μας τους νεότερους τις παλιές ιστορίες για την πατρίδα. Αυτή η ιστορία είχε στιγματίσει την μετέπειτα ζωή του. Ατέλειωτα γιατί πλημμύριζαν την ψυχή του. Μήπως δεν επέμενα πολύ; Δεν προσπάθησα πολύ; Ήμουν αγράμματος τελικά; Τι έφταιξε; Ο καημός του Αιμίλιου μεγάλος. Ο βάρος της συνείδησης τεράστιο, οι εφιάλτες πολλοί. Δεν μιλούσε πολύ γι’ αυτό και όταν μιλούσε, έκλαιγε μερόνυχτα. Για τον ήρωα αντάρτη του Πόντου θα έρθει κάποτε η μεταθανάτια ηθική αμοιβή από την Ελληνική πολιτεία και το Ελληνικό κράτος.
Ας είναι ελαφρύ το Ελληνικό χώμα της πατρίδας που τον σκεπάζει.

ΥΓ. Την ιστορία αυτή, την εμπιστεύτηκε ο γιος του Αιμίλιου, Γεώργιος Αιμ. Χατζηγεωργίου στους γονείς του Ιωάννη Ζυρμπιάδη και δημοσιεύτηκε το Μάιο του 2010 στην σχολική εφημερίδα του Δημοτικού Σχολείου Ανατολικού.

ΣΧΟΛΙΑ
Συνεχίζοντας σε αυτό τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση των cookies στη συσκευή σας όπως περιγράφεται στην πολιτική cookies.