Στην κατάμεστη αίθουσα «Δαμιανός Ποιμενίδης» της Ένωσης Ποντίων Πειραιώς-Κερατσινίου-Δραπετσώνας και σε άκρως χριστουγεννιάτικο κλίμα, πραγματοποιήθηκε η παρουσίαση του δίσκου «Τα κάλαντα στον Πόντο», της Παραδοσιακής Ορχήστρας «1919», την Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021.
Ο κόσμος είχε ξεκινήσει να έρχεται από νωρίς καθώς για την διεξαγωγή της εκδήλωσης τηρήθηκαν όλα τα υγειονομικά πρωτόκολλα (μάσκες, αποστάσεις) και για την αποφυγή συχγρωτισμού κατά τον έλεγχο στην είσοδο (η είσοδος επιτρεπόταν μόνο με την επίδειξη πιστοποιητικού εμβολιασμού/νόσησης και ταυτότητας).
Η αρχή έγινε με την παρουσιάστρια και συντονίστρια της εκδήλωσης, Κατερίνα Ασιατίδου η οποία καλωσόρισε όλους τους παρευρισκόμενους και κάλεσε στο βήμα την πρόεδρο της Ένωσης Ποντίων Πειραιώς-Κερατσινίου-Δραπετσώνας, Αναστασία Ποιμενίδου για έναν σύντομο χαιρετισμό.
Μετά κάλεσε τον υπεύθυνο της ορχήστρα Χάρη Παπαδόπουλο ο οποίος ευχαρίστησε όλους όσους στήριξαν και βοήθησαν στην υλοποίηση αυτού του δίσκου με ειδική μνεία στις Εκδόσεις «Κυριακίδη» που έκδοσαν και τον δίσκο κάνωντας πραγματικότητα αυτό το όμορφο εγχείρημα.
Τέλος κάλεσε τον τραγουδιστή του συνόλου Γιάννη Μιχαηλίδη ο οποίος έκανε μια αναφορά για την όλη έρευνα πάνω στη δουλειά αυτή των καλάντων.
Διαβάστε παρακάτω ένα απόσπασμα:
Τα «Κάλαντα στον Πόντο» είναι μία εργασία που παρουσιάζει τα κάλαντα όπως ψάλλονταν στον Πόντο την περίοδο του Δωδεκαημέρου, δηλαδή από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι και τα Φώτα. Η συλλογή του υλικού είναι απότοκο μακροχρόνιας έρευνας που πραγματοποιήθηκε από μέλη της Ορχήστρας μας και βασίστηκε σε αξιόπιστες πηγές. Ανατρέξαμε στο «Αρχείον Πόντου» της ιστορικής Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, στο αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών, στο αρχείο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στα «Λαογραφικά Κοτυώρων» του Ξ. Άκογλου, σε πρωτογενείς μαρτυρίες από τις παλιότερες γενιές Ελλήνων Ποντίων, ενώ για την έρευνά μας ήταν ιδιαίτερα σημαντικό το αξιόλογο πόνημα του καθηγητή κ. Κωνσταντίνου Μάρκου για τα Ελληνικά Κάλαντα.
Μέσα από την έρευνα αυτή καταφέραμε να ανακαλύψουμε πτυχές και σημεία από τον «αθέατο» Πόντο και νοερά να μεταφερθούμε στη ζωή μιας «άλλης» εποχής, γνήσιας και αυθεντικής, που ξεχωρίζει για την απλότητα, την πηγαιότητα, την αμεσότητα και την αγνότητα στην καθημερινή ζωή και τις αντιλήψεις των ανθρώπων και της κοινωνίας. «Ένα ταξίδι χιλίων χιλιομέτρων, αρχίζει με ένα βήμα» και σ’αυτό το ταξίδι ξεκινήσαμε κυριολεκτικά από το μηδέν. Σκεφτήκαμε, οργανωθήκαμε, ψάξαμε, ρωτήσαμε, ακούσαμε, είδαμε, «χαθήκαμε» πολλές φορές, για να γνωρίσουμε και να θαυμάσουμε εντέλει την ομορφιά και το μεγαλείο που αναβλύζει η παράδοσή μας. Καταλάβαμε – ίσως, με τον καλύτερο τρόπο – ότι η παράδοση δεν είναι το λιμάνι, αλλά ο φάρος, δεν είναι κάτι μνημειακό, αλλά κάτι που ζει και αναπαράγεται, υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει στο πέρασμα των χρόνων. Το κίνητρο να δημιουργήσουμε ήταν μεγάλο και η φιλοδοξία μας να καταγράψουμε και να φέρουμε στην επιφάνεια με μια ολοκληρωμένη εργασία τα κάλαντα την περίοδο του Δωδεκαημέρου στον Πόντο ακόμα μεγαλύτερη, γι’ αυτό και προσπαθήσαμε η μουσική προσέγγιση να γίνει με ευθύνη, συνείδηση, σεβασμό και σεμνότητα, προσθέτοντας συνάμα την εκδοχή του «σήμερα», τον προσωπικό ήχο της ορχήστρας και της γενιάς του 21ου αιώνα των Ποντίων της μεταπροσφυγικής σημερινής Ελλάδας και του αστικού περιβάλλοντος, σε έναν συγκερασμό το παλαιού με το νέο.
Στο ταξίδι αυτό βρήκαμε συνοδοιπόρο τις ιστορικές «Εκδόσεις Κυριακίδη», που μας «αγκάλιασαν» από την πρώτη στιγμή, μας στήριξαν αναλαμβάνοντας την έκδοση και μοιράστηκαν μαζί μας κάθε ανησυχία, κυρίως, όμως, πίστεψαν στο όνειρό μας και αφουγκράστηκαν τη μεγάλη μας επιθυμία να φτιάξουμε ένα αρχείο που θα μείνει για κάθε επόμενη γενιά.
Ύστερα ήταν η σειρά των καλεσμένων ομιλητών να μιλήσουν για τον δίσκο της ορχήστρας «1919». Την αρχή έκανε η Διδάκτωρ Λαογραφίας Μυροφόρα Ευστρατιάδου η οποία ξεκίνησε εκφράζοντας την χαρά της που έχει από μικρή όταν κρατάει στα χέρια της πρωτογενές υλικό που έχει σχέση με την ποντιακή μουσική. Η λαχτάρα της όταν άνοιγε τις κασέτες μικρή ήταν η ίδια με αυτήν ενός καινούργιου βιβλίου.
Συνέχισε εξηγώντας τι είναι τα κάλαντα. Χαρακτηριστικά ανέφερε «Κάλαντα λοιπόν. Λαϊκά ή λόγια θρησκευτικά τραγούδια.» και συνέχισε λέγοντας «Το έθιμο των καλάντων είναι σαν θεατρική παράσταση αν το καλοσκεφτούμε. Έχει συγκεκριμένο σκηνικό (τα σπίτια, τους ανθρώπους στους δρόμους), συγκεκριμένους ρόλους, «ηθοποιούς» που έχουν υπογράψει ένα άγραφο συμβόλαιο —άγραφους νόμους δηλαδή— που προστάζουν πως πρέπει να δρούμε αυτές τις μέρες γιατί έχουμε ρόλους. Άλλος ο ρόλος του σπιτονοικοκύρη, άλλος ο ρόλος της γυναίκας του σπιτιού και άλλος ο ρόλος των παιδιών που λένε τα κάλαντα. Είναι διακριτοί όλοι αυτοί οι ρόλοι και όλοι συντεταγμένα συμμετέχουν στα έθιμα που τους παραδόθηκαν διαμορφώνοντας τα ήθη κάθε εποχής».
Τελειώνοντας την ομιλία της αναφέρθηκε ότι ο δίσκος αυτός που ετοίμασαν τα μέλη της ορχήστρας από Λαογραφικής απόψεως είναι πολύ όμορφη δουλειά καθώς «την επιστήμη της Λαογραφίας δεν την ενδιαφέρουν γενικά τα κάλαντα στον Πόντο (σαν γεωγραφική έννοια), αλλά τα κάλαντα στην Κερασούντα, στην Ινέπολη, στο Κιορτούζ, στην Κρένασα, στον Κοσμά, στην Λυβερά και σε άλλες περιοχές του Πόντου. Αυτά είναι η ουσία για την Λαογραφία.»
Τον λόγο μετά πήρε ο Αλέξανδρος Καψοκαβάδης, Δρ. Εθνομουσικολογίας και ΕΕΠ στο τμήμα Μουσικών Σπουδών του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών ο οποίος όπως ανέφερε είχε να πει αρκετά πράγματα τα οποία αναφέρθηκαν από την Μυροφόρα Ευστρατιάδου οπότε μίλησε από καρδιάς.
Επίσης ανέφερε ότι εκ πείρας από τις παρουσιάσεις δίσκων που έχει παρευρεθεί έχει καταλήξει ότι το πιο βαρετό μέρος της παρουσίασης είναι αυτό των ομιλιών οπότε και ήταν αρκετά σύντομος για να απολαύσει την παρουσίαση των κομματιών. Αυτό που τον συνδέει περισσότερο με την ορχήστρα είναι ο θεσμός του μουσικού σχολείου. Παρόλες τις διαφορές που έχουν όλα τα άτομα που συνδέονται με αυτό τον θεσμό (τόπος καταγωγής, διαμονής, ηλικία, μουσικά ακούσματα), ο ένας αλληλοεπιδρά με τον άλλον, ο ένας επηρεάζει τον άλλον, όπου η μουσική είναι μια καθημερινή πράξη και φυσιολογική.
Κλείνοντας, έπληξε το εγκώμιο στα μέλη της ορχήστρας «1919». Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι «βλέπω ανθρώπους οι οποίοι έχοντας βαθιά γνώση λόγιων αλλά και παραδοσιακών γνώσεων της Μεσογείου, των Βαλκανίων, κάποιοι της Βόρειας Αφρικής και της Εγγύς Ανατολής, όχι μόνο να μπορούν να ενσωματώσουν στην ποντιακή μουσική γλώσσα στοιχεία, αλλά και να κάνουν την ποντιακή μουσική στοιχείο προς επιρροή των άλλων μουσικών» και τόνισε πως αυτό το σχήμα το οποίο «δεν αποτελείται μόνο από Πόντιους αλλά από παιδιά τα οποία αγαπούν τον ακουστικό ήχο, σέβονται την παράδοση και την ποντιακή μουσική, είναι αυτά που θα κάνουν το άνοιγμα που χρειάζεται η ποντιακή μουσική».
Το κομμάτι των ομιλιών έκλεισε ο Ηλίας Πετρόπουλος, Τακτικός Πρωτοβάθμιος Καθηγητής, Πρόεδρος του Τμήματος Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξείνιων Χωρών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και μέλος του ΔΣ της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών ο οποίος αφού ευχαρίστησε —στην ποντιακή διάλεκτο— τα μέλη της ορχήστρας για την πρόσκληση και ιδιαιτέρως τον τραγουδιστή Γιάννη Μιχαηλίδη, εξέφρασε τον προβληματισμό του για το τι θα μπορούσε να πει στην παρουσίαση όταν θα ερχόταν στη σειρά του. Με την βοήθεια και την επιμονή όμως Γιάννη —όπως ανέφερε— πείστηκε και αποφάσισε να μιλήσει για την βυζαντινή μουσική σε σχέση με τα κάλαντα.
Ξεκίνησε με την αναφορά της συνεργασίας του Χρύσανθου και του Χριστόδουλου Χάλαρη σε 12 δίσκους όπου χαρακτηριστικά ανέφερε ότι η μουσική του Χάλαρη πατάει πάνω ακριβώς στην Βυζαντινή (πχ Οι Δροσουλίτες, Μάνα μ’).
Συνέχισε λέγοντας ότι είναι «πολύ ελληνικό το Ύφος των καλάντων και κυρίως των ποντιακών καλάντων για έναν πολύ σημαντικό λόγο. Οι πρώτοι ήχοι των Ποντιακών καλάντων Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς είναι σε πρώτο ήχο Ουσάκ (ο ρυθμός που ακούμε στο Σώσον Κύριε τον Λαόν σου). Όπου φαντάζομαι ότι οι Έλληνες Πόντιοι ορμώμενοι από την θρησκευτικότητά τους καθώς η θρησκεία αποτελούσε το κύριο όπλο τους εκεί, και πριν την Οθωμανοκρατία αλλά και κατά την διάρκειά της. Οπότε ήταν αδύνατον να γραφτούν ποντιακά κάλαντα σε άλλο ήχο.»
Συνέχισε εξηγώντας πως ο Πρώτος ήχος όμως δεν είναι ένας απλός ήχος της Βυζαντινής μας μουσικής, είναι ο ήχος των Αρχαίων Ελλήνων, ο λεγόμενος «Δώρειος», ο κατεξοχήν ελληνικός ήχος. Πριν από 2.500 χρόνια ρωτήθηκε ο Πλάτωνας την εποχή που η Αθήνα είχε αρχίσει να νοθεύει, (είχε χαθεί η Αττική διάλεκτος, καθώς είχε ξεκινήσει να εισρέουν πολύ μη ελληνόφωνοι) «ποιος είναι ο κατεξοχήν ελληνικός μουσικός δρόμος (ήχος) τον οποίο πρέπει να διαφυλάξουμε και να κρατούμε;». Ο Πλάτωνας απάντησε «Ο Δώρειος ήχος»
Κατέληξε λέγοντας ότι «η Βυζαντινή μουσική και το μέλος των ποντιακών καλάντων εκπορεύονται από πολύ βαθύτερες ρίζες. Από τον Δώρειο ήχο των αρχαίων Ελλήνων.
Κατόπιν, ήρθε η ώρα για μουσική. Τα μέλη της «1919» ανέβηκαν στη σκηνή και παρουσίασαν 5 τραγούδια καλάντων που εμπεριέχονται στον δίσκο. Συγκεκριμένα ερμήνευσαν τα: Χρηστός Γεννέθεν’, Αρχή Κάλαντα, Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά, Άναρχος Θεός, Από της Ερήμου ο Πρόδρομος.
Παρακολουθήστε στιγμιότυπα από την παρουσίαση των καλάντων:
Μεταξύ άλλων, στην εκδήλωση παρευρέθηκαν: Εκπρόσωποι της Μητρόπολης Πειραιά, εκπρόσωποι ποντιακών σωματείων και φορέων, μέλη και φίλοι της Ένωσης και της ορχήστρας.
Τον δίσκο μπορείτε να τον αγοράσετε εδώ.
Κείμενο: Πέτρος Παναγιωτόπουλος, Φωτογραφίες: Γιάννης Καρνεσιώτης, Βίντεο: Παραδοσιακή Ορχήστρα «1919»