Όταν ξέσπασε ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, ο Παντελής Αναστασιάδης (Παντέλ Αγά), ήταν ακόμη μαθητής γυμνασίου στη Σαμψούντα. Τον Μάιο του 1913, πριν γίνουν οι εξετάσεις, τα σχολεία έκλεισαν λόγω της γενικής επιστράτευσης. Τότε δημιουργήθηκαν τα πρώτα αντάρτικα από του Πόντιους, καθώς δεν ήθελαν να πολεμήσουν για την οθωμανική αυτοκρατορία, προσπαθώντας, παράλληλα, να προστατέψουν τα ελληνικά χωρία από τις τούρκικες επιθέσεις.
Στην περιοχή έφθασε (μετά τη σφαγή των Αρμενίων) και ο Αρμένιος Ανδρανίκ πασάς μαζί με άλλους, μετά τη μάχη που έδωσαν με του Τούρκους στο Πατμάν Καλέ. Μαζί τους ήταν και ο καπετάνιος Στυλιανός Κοσμίδης (Ιστίλ αγά) και ο Χρήστος Παπαδόπουλος. Διέφυγαν με καΐκια στη Τραπεζούντα όπου μετά από λίγο έφθασαν τα ρωσικά στρατεύματα. Από τότε και έως το πέρασμα της εξουσίας στα χέρια των Μπολσεβίκων, οι Πόντιοι αντάρτες προμηθεύονταν πολεμοφόδια και οπλισμό και από τους Ρώσους, ενώ συγκέντρωναν πληροφορίες για το ρώσικο επιτελείο στρατού.
Τον Ιούνιο του 1913 ο Παντελής Αναστασιάδης πήγε στη Τραπεζούντα και επέστρεψε στη Σαμψούντα, ανήλικος ακόμη, μαζί με άλλα παιδιά και 25 όπλα.
Οι μετακινήσεις αυτές γίνονταν με ρωσικά αντιτορπιλικά και σκοπός ήταν η συγκέντρωση στρατού και χωροφυλακής για μελλοντική κατάληψη της περιοχής του Πόντου από τους Ρώσους. Όλοι οι καπεταναίοι διατελούσαν υπό την αρχηγία του Χαραλαμπίδη (Τσιμενλή), ο οποίος διαβίβαζε τα έγγραφα στο επιτελείο Τραπεζούντος.
Οι πρώτες μάχες
Βλέποντας αυτά οι Τούρκοι, άρχισαν να συγκεντρώνουν στρατό στη Σαμψούντα, Τσαρσαμπά και Έρπαα, με σκοπό να επιτεθούν. Στις 16 Νοεμβρίου 1914, άρχισαν οι κινήσεις του τουρκικού στρατού στα λημέρια των ανταρτών. Επειδή η περιοχή δε ήταν κατάλληλη για μάχη, οι αντάρτες τη νύχτα της 16ης προς 17ης Νοεμβρίου αναδιπλώθηκαν προς Αγιού Τεπέ.
Ξημερώνοντας φάνηκαν και τα πρώτα τουρκικά τμήματα. Γύρω στις 5 με 6 το πρωί οι αντάρτες βρέθηκαν περικυκλωμένοι διακρίνοντας με τηλεσκόπιο πως οι Τούρκοι τοποθετούσαν κανόνια και μυδράλια και μεγάλο όγκο στρατού, περίπου 8.000-10.000.
Στην επίθεση που ξεκίνησε οι Πόντιοι αντάρτες έκαναν οικονομία στις σφαίρες τους, κρατώντας άμυνα. Μετά το μεσημέρι η μάχη έγινε μανιώδης. Έβλεπαν Τούρκους αξιωματικούς να πυροβολούν όποιον Τούρκο στρατιώτη ήθελε να υποχωρήσει. Ο αριθμός των οπλισμένων Ποντίων ήταν 47, ενώ τα γυναικόπαιδα που ήταν μαζί τους ανέρχονταν στις 2.500. Ο τόπος σειόταν από τις ομοβροντίες και τα αυτιά τους βούιζαν. Τελικά, προς το βράδυ, με αιματηρή έφοδο οι Τούρκοι έφθασαν σχεδόν στη μια πλευρά του υψώματος, όπου πολεμούσε ο Δημοσθένης, γιός του αρχηγού Χαραλαμπίδη. Κατά τη μάχη και ενώ απέκρουε την επίθεση με χειροβομβίδες, μια σφαίρα τον βρήκε στο μέτωπο και έπεσε ηρωικώς.
Βλέποντας ο αρχηγός τον κίνδυνο της τουρκικής εφόδου, διέταξε τον Παντελή Αναστασιάδη να ανοίξει πάση θυσία δίοδο από κατάλληλο μέρος για να διαφύγουν τα γυναικόπαιδα από τον τουρκικό κλοιό. Μαζί του πήρε το πρωτοπαλίκαρο της μάχης και συγχωριανό του, τον Γεώργιο Καπαθανάση, με άλλα 8 παιδιά. Με την κάλυψη των πυρών από τους 8 συμπολεμιστές τους, οι δυο Πόντιοι αντάρτες κατέβηκαν από το λόφο και πιάνοντας θέσεις στα δεξιά και αριστερά του δρόμου, αφού σκόρπισαν τον εχθρό, ο οποίος νόμιζε ότι κυκλώθηκε, κατάφεραν μέσα σε μισή ώρα να περάσουν όλα τα γυναικόπαιδα και να τα οδηγήσουν προς μια δασώδη ρεματιά προς τους μύλους του Καράπερτζιν.
Τότε άρχισαν να κατεβαίνουν και οι υπόλοιποι αντάρτες της ομάδας. Ο Παντελής Αναστασιάδης μαζί με τον Γιώργο Καπαθανάση ανέβηκαν ξανά στο ύψωμα για να συναντήσουν τον αρχηγό Χαραλαμπίδη. Και οι τρεις ερεύνησαν προσεκτικά για να βεβαιωθούν ότι δεν είχε μείνει κανένας πίσω από τους αμάχους, όταν βρήκαν το νεκρό σώμα του Δημοσθέση Χαραλαμπίδη. Μέχρι τότε ο αρχηγός δεν γνώριζε για το θάνατο του παιδιού του. Τότε σταμάτησε στηριζόμενος στο όπλο του και με δακρυσμένα μάτια άναψε τσιγάρο, έκανε το σταυρό του και είπε, «Άραγε ποια τύχη περιμένει κ εμάς! Αιωνία σου η μνήμη παλικάρι μου».
Πήραν μόνο το όπλο του γιατί οι Τούρκοι συνέχισαν να σφυροκοπούν την περιοχή. Άρχισε να σκοτεινιάζει. Σε δυο λεπτά βρέθηκαν κι αυτοί έξω από το τούρκικο κλοιό, ενώ οι Τούρκοι, μην έχοντας αντιληφθεί την φυγή των Ποντίων, συνέχιζαν τη μαζική επίθεση στο ύψωμα, με κανόνια, μυδράλια και πολυβόλα όπλα.
Οι Πόντιοι αντάρτες με τα γυναικόπαιδα συνέχισαν την πορεία τους όλη τη νύχτα φτάνοντας το ξημέρωμα σε ένα βαθύ δάσος κοντά στο τουρκικό χωριό Κοβτζή Τερέ, χωρίς όμως να τους αντιληφθούν οι Τούρκοι. Όλη την ημέρα έμειναν εκεί τρώγοντας άγρια μούσμουλα και μήλα. Συνεχίζοντας έφτασαν στην περιοχή Τσαρσαμπά, Καζαντληλή, όπου υπήρχαν ακατοίκητα αρμένικα σπίτια μέσα στα δάση. Εκεί παρέμειναν για τρεις περίπου μήνες, έως τον Ιανουάριο του 1915, τρώγοντας μόνο κρέας χωρίς αλάτι και ψωμί.
Μόλις συνήλθαν και οι τραυματίες και εν όψει της άνοιξης, ξεκίνησαν πάλι να επιστρέψουν στα μέρη τους. Φτάνοντας μετά από τρεις νυχτερινές πορείες στην Αγιού Τεπέ, συνάντησαν τον Ευστάθιο Ταχτατζή και τον Ανέστη Πατμάν, καπετάνιο του χωριού Τσάμαλαν, οι οποίοι τους ενημέρωσαν για τις απώλειες των Τούρκων που τους πολέμησαν. 119 νεκροί Τούρκοι.
Οι Τούρκοι μετά τη μάχη και επί μια εβδομάδα, εξόντωναν γυναικόπαιδα στην περιοχή, οπότε αποσύρθηκαν αφού πήραν τους νεκρούς τους και τη λεία από τα ελληνικά χωριά. Ταυτόχρονα, όμως, ίδρυσαν στα χωριά κομιτάτα για να καταπολεμούν τους Πόντιους αντάρτες και να ληστεύουν και να ατιμάζουν τους αμάχους.
Πηγή: «Μνήμες του ποντιακού έπους 1913-1922», Παντελή Αναστασιάδη (Παντέλ αγά), καπετάνιο του ποντιακού αντάρτικου. Εκδόσεις «Ενωμένη Ρωμιοσύνη».
Επιμέλεια κειμένου: Ελληνικό ημερολόγιο