Μια μέρα σαν σήμερα, 18 Μαΐου του 1821 γίνεται η Μάχη των Δολιανών, η οποία ήταν η πρώτη μάχη της Ελληνικής Επανάστασης που διεξήχθη εντός οικισμού και όχι σε ανοιχτό πεδίο. Στη μάχη των Δολιανών ξεχώρισε για την ανδρεία και το πολεμικό πάθος του ο Νικήτας Σταματελόπουλος, ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, όπως τον είπαν μετά τη μάχη. Αυτόν, τον απόλυτο ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης, το κράτος τον τίμησε όταν ήρθε η ώρα όπως γνωρίζει να τιμά και να εκφράζει την ευγνωμοσύνη του στους ήρωες: Τον φυλάκισε, του κατέστρεψε την υγεία και τέλος του έδωσε άδεια να ζητιανεύει!
Ας επιστρέψουμε όμως στη μάχη που διεξήχθη σαν σήμερα: Στα Δολιανά διασώζονται ακόμα και στις μέρες μας τα περισσότερα από τα 13 σπίτια στα οποία οχυρώθηκαν οι έλληνες αγωνιστές, μαζί και αυτό στο οποίο ταμπουρώθηκε ο ίδιος ο Νικηταράς, το οποίο σήμερα είναι διατηρητέο κτήριο και λειτουργεί ως μουσείο.
Στις 17 Μαΐου και μετά από εντολή του θείου του, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο Νικήτας Σταματελόπουλος πήγε στα Δολιανά με 100 άντρες και τελικό προορισμό το Άργος και το Ναύπλιο για πολεμικές προμήθειες, αλλά και προς ενίσχυση άλλων οπλαρχηγών. Στις 18 Μαΐου τα ξημερώματα, ισχυρή τουρκική δύναμη (4.000 άνδρες και κανόνια, κατά τον Σπυρίδωνα Τρικούπη) υπό τον Κεχαγιάμπεη, βγήκε από την Τριπολιτσά, με στόχο τη διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου στα Βέρβενα. Ένα μέρος του τουρκικού στρατεύματος κινήθηκε προς τα Δολιανά. Οι κάτοικοι, αντιλαμβανόμενοι την εχθρική κινητικότητα, προσέτρεξαν στον Νικηταρά για να τον ενημερώσουν και να του ζητήσουν να υπερασπιστεί το χωριό τους. Ένα τυχαίο γεγονός είχε οδηγήσει τους άνδρες του Νικηταρά και τον ίδιο να φύγουν το προηγούμενο βράδυ από τα Δολιανά. Ο έλληνας οπλαρχηγός επέστρεψε με τους άνδρες του και οχυρώθηκε στα σπίτια του χωριού.
Οι Έλληνες κατάφεραν, αν και κατά πολύ λιγότεροι να σταματήσουν την προέλαση των Τούρκων, προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες, σε μία μάχη που διήρκεσε όλη την ημέρα. Οι Τούρκοι στο τέλος της ημέρας τράπηκαν σε φυγή και κλείστηκαν στην Τριπολιτσά, αφήνοντας πίσω του εβδομήντα νεκρούς και δύο κανόνια. Η μάχη των Δολιανών ματαίωσε τη διάλυση του στρατοπέδου στα Βέρβενα και το σχέδιο των Τούρκων. Επίσης τόνωσε το ηθικό των επαναστατών και άνοιξε το δρόμο για την άλωση της Τριπολιτσάς.
Δεν ήθελε λάφυρα!
Η ιστορία του Νικηταρά προκαλεί έκπληξη. Όταν άλλοι οπλαρχηγοί αλληλοσκοτώνονταν για τα «γρόσια» εκείνος, μετά την άλωση της Τριπόλεως δεν θέλησε να πάρει ούτε ένα λάφυρο. Μάλιστα ένα αδαμαντοκόλλητο σπαθί που του προσφέρθηκε, το δώρισε στην κυβέρνηση! Αργότερα ήταν από εκείνους που συνέβαλαν στη νίκη στα Δερβενάκια. Πολέμησε μαζί με τον Υψηλάντη και τον Παπαφλέσσα και απέκρουσαν τον τουρκικό στρατό στη χαράδρα του Αγίου Σώστη.
Όταν τελείωσε η μάχη, οι πολεμιστές άρχισαν να μοιράζουν τα λάφυρα. Αναζήτησαν τον Νικηταρά. Αυτός είχε αποτραβηχτεί. Τον βρήκαν και τον ρώτησαν τι θέλει κι αυτός τους απάντησε: «Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη». Με το ζόρι του χάρισαν ένα άλογο μεγαλόσωμο και ένα σπαθί! Και τα χρόνια πέρασαν και με αίμα και δάκρυα η Ελλάδα ξαναπάτησε στο ρημαγμένο τόπο της. Κι ήρθε η ώρα των ηρώων της…
Το 1839, ο Νικηταράς, έκανε απόπειρα σύστασης Εταιρείας με την ονομασία «Φιλορθόδοξος Εταιρεία» με σκοπό την απελευθέρωση της υπόλοιπης Ελλάδας. Οι πράξεις της Εταιρείας κατ’ επίφασιν είχαν σκοπό την απελευθέρωση της Μακεδονίας, στην πραγματικότητα όμως απέβλεπαν στον εξαναγκασμό του βασιλιά Όθωνα σε παραίτηση. Ο Νικηταράς αφελής για το τι συμβαίνει είχε πέσει σε παγίδα του Ρώσου πρεσβευτή. Η ελληνική Κυβέρνηση, φοβούμενη ότι το ρωσόφιλο Κόμμα επεδίωκε να εκθρονίσει τον Όθωνα, συνέλαβε το Νικηταρά το 1839 και τον καταδίκασε – αν και αθώο – σε ενάμιση χρόνο φυλάκιση, την οποία εξέτισε στις φυλακές της Αίγινας. Βγήκε από τη φυλακή σχεδόν τυφλός και πάμπτωχος. Η υγεία του ήταν εξασθενημένη από τις κακουχίες που υπέστη. Το ζάχαρο τον είχε καταβάλει και είχε επηρεάσει την όρασή του.
Τους επόμενους μήνες, σχεδόν τυφλός, ο Νικηταράς, ο άλλοτε Τουρκοφάγος των Δολιανών και πολέμαρχος στα Δερβενάκια, ζητιάνευε για να ζήσει έξω από τον ναό της Ευαγγελίστριας του Πειραιά κάθε Παρασκευή! Έξι χρόνια πριν από τον θάνατό του, ο Νικηταράς, πήρε τιμητική σύνταξη και τον βαθμό του Αντιστράτηγου. Ο Νικηταράς είχε δανείσει στο Ελληνικό έθνος 12.225 φοινίκια και 105.000 γρόσια, τα οποία διεκδικούσε και διεκδίκησε και η οικογένειά του μετά το θάνατό του, αλλά ποτέ δεν έλαβαν!
Ο Νικηταράς πέθανε στις 25 Σεπτεμβρίου 1849 σε ηλικία 62 ετών και τάφηκε – σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του – δίπλα στον θείο του, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Ρώτησε κάποτε τον Νικηταρά ο Τερτσέτης πώς κι έμεινε φτωχός και δεν πήρε ποτέ του λάφυρα από τις μάχες. Ο Νικηταράς απάντησε: «Πραματευτής δεν ήμουνα. Η μοίρα μου το θέλησε να γίνω καπετάνιος. Μα δε θα ήτανε σωστό να κάμω πραμάτεια το καπετανιλίκι μου για να καζαντίσω…»!
Πηγή : ethnos.gr