Όλα τότε ξεκίνησαν…
Φωτιά … πόνος … πόνος… φως, φωτιά….
Κάποτε δεν πονούσα…
Κάποτε ήμουν ένα δέντρο στο όρος Μαχμάλ… ναι! Το θυμάμαι… Είχα οικογένεια και φίλους. Είχα τα πουλιά που μου τραγουδούσαν… Αχ… αυτό το τραγούδι! Εμένα πάντα μου άρεσε το τραγούδι… (Το όνειρό μου ήταν να μπορούσα κι εγώ να τραγουδήσω…).
Μια μέρα λοιπόν, εκεί που απολάμβανα το εξαίσιο και μαγευτικό κελάηδημα των μικρών μου τραγουδιστών, ξαφνικά ακούω ένα θόρυβο… Βλέπω έναν άνθρωπο… Ξυλοκόπος ήταν… Εγώ και όλα τα δέντρα της περιοχής φοβόμασταν απίστευτα τους ανθρώπους και κυρίως τους ξυλοκόπους… Ναι! Αυτό το είδος ζωντανού οργανισμού είναι άκαρδο… Ό,τι θέλει το έχει και ΠΑΝΤΑ κυριαρχεί ΠΑΝΤΟΥ!
Εκείνη τη μοιραία μέρα λοιπόν, τη στιγμή που άκουγα και έβλεπα τον ξυλοκόπο να με πλησιάζει με ένα τσεκούρι, κατάλαβα τις διαθέσεις του! Τότε άρχισα να βάζω με το μυαλό μου τα χειρότερα∙ πως πιθανόν να με κάψουν στη φωτιά ή να με τεμαχίσουν, να με κάνουν ροκανίδι για τον στάβλο. Ναι! Ξέρω πως οι κατσίκες του κυρ-Παναή κρυώνουν πολύ τον χειμώνα και ευχαριστιούνται όταν ο κυρ-Παναής, ο καλός βοσκός τους, τους προσφέρει την πολυτέλεια να ξαπλώνουν στο ζεστό και απαλό ροκανίδι… Χίλιες δυο σκέψεις και πιθανά βασανιστήρια τριγύριζαν στο μυαλό μου…
Για να μην τα πολυλογώ, ο ξυλοκόπος, μια, δυο… τρεις και μπουμ! Έπεσα μονομιάς στο χώμα… Αυτό το χώμα που πιθανόν να μην το ξαναδώ! Όταν ο άνθρωπος με κουβαλούσα για να με πάει στην καλύβα του, εγώ κοιτούσα γύρω μου, παρατηρούσα για τελευταία φορά το θαύμα της φύσης! Όλα γύρω μου ήταν χρωματιστά και ζωντανά… Εγώ όμως, εγώ δεν ένιωθα ζωντανό. Ένιωθα να χάνω το όμορφο χρώμα μου, δεν είχα τη δύναμη να χαιρετήσω ούτε οικογένεια, ούτε φίλους… Ήμουν καταδικασμένη…
Κι όμως, κάτι νιώθω, πονάω ! Όπως σας είπα στην αρχή…
Φωτιά… πόνος… πόνος… φως… φωτιά… ΦΩΣ!
Αφού νιώθω, είμαι ζωντανή…. Αλλά δεν είμαι όπως ήμουν…
Η ζωή δεν τελείωσε όταν με έκοψε ο ξυλοκόπος! Μετά από έναν μακρύ ύπνο, έναν λήθαργο, ένιωθα ότι ξαναζώ!
Ένιωθα τους ανθρώπους να με κόβουν, να με σκάβουν, να με σμιλεύουν, να με “πλάθουν”, να με γυαλίζουν, να με βάφουν, να με στολίζουν με στοργή και αγάπη….
Η ζωή μου είχε αλλάξει. Ευτυχώς προς το καλύτερο, θα έλεγαν πολλοί από εσάς… Εγώ όμως λέω ότι η ζωή μου είχε αλλάξει προς το “μουσικότερο”… Αυτή η λέξη με εκφράζει, περιγράφει όλα τα όμορφα συναισθήματα, όπως η χαρά, η αγάπη και η ζεστασιά. Πια έβλεπα με άλλα μάτια, με τα μάτια μια ΛΥΡΑΣ ! Επιτέλους το όνειρό μου είχε πραγματοποιηθεί! Τώρα είχα φωνή να τραγουδώ! Τώρα εγώ και η μουσική ήμασταν ένα!
Μετά από τη μεταμόρφωσή μου, ο οργανοποιός με μετέφερε σπίτι του. Με τύλιξε με πολύχρωμα χαρτόνια και κορδέλες και με ακούμπησε σε ένα κρεβάτι. Έπειτα από κάποια ώρα, άκουσα τον κρότο της πόρτας της καλύβας… Ύστερα ακούστηκαν γοργά βήματα και χαχανητά. Ξάφνου μπαίνει στο δωμάτιο μια μικρή κοπελίτσα, η Συμέλα! Με εντόπισε και άρχισε να πηδάει από χαρά! Έτρεξε στο μέρος μου και μ’ αγκάλιασε !
–Αχ… επιτέλους! Η λύρα μου! είπε η Συμέλα γεμάτη χαρά!
Ήταν τόσο χαρούμενη, που μέχρι και τα μάτια της γελούσαν. Εγώ ένιωθα με πλημμυρίζει η αγάπη! Ένιωθα πως μαζί με το κοριτσάκι αυτό, θα δώσουμε στον κόσμο λίγο χρώμα μουσικής. Ένιωθα πως τα μπλε μάτια του ψηλόλιγνου κοριτσιού με τα ξανθά μαλλιά, ήταν τα παράθυρα της καρδιάς μου. Μέσα απ’ αυτά μπορούσα να δω πως εγώ ήμουν φτιαγμένη γι’ αυτή και αυτή ήταν πλασμένη για εμένα. Από την πρώτη στιγμή που την είδα, κατάλαβα πως ήμασταν πλέον υπεύθυνοι για να σκορπάμε γύρω μας τη μουσική και να ζεσταίνουμε μ’ αυτήν τις ψυχρές καρδιές των στενόμυαλων ανθρώπων, που έχουν καταλήξει να μην μπορούν να δουν πέρα απ΄ τη μύτη τους.
Μουσική, χαρά, χορός
Οι μέρες περνούσαν και η μικρή μου Συμέλα γίνονταν όλο και καλύτερη στη λύρα. Με άγγιζε με τα απαλά της δάχτυλα και έπαιζε ήχους υπερφυσικούς, ήχους που συγκινείσαι όταν ακούς, διότι σού θυμίζουν το παρελθόν και το παρόν, τη χαρά και τη λύπη .
Στο χωριό, στη Σκαλίτσα, συνήθιζαν όποτε έχουν κάποια γιορτή ή κάποιο πανηγύρι, να γλεντάνε με τις ώρες και να χορεύουν παραδοσιακούς χορούς όπως ο πυρρίχιος. Ο πυρρίχιος είναι ο αρχαιότερος ελληνικός πολεμικός χορός. Μάλιστα η Συμέλα μού λέει πως στην πολιορκία της Τροίας, ο Αχιλλέας πριν κάψει τον νεκρό Πάτροκλο, χόρεψε τον πυρρίχιο. Επίσης, σύμφωνα με τη μυθολογία, η θεά Αθηνά ήταν η πρώτη που χόρεψε τον χορό αυτόν τη στιγμή που ξεπήδησε απ΄ το κεφάλι του Δία με πλήρη πολεμικό εξοπλισμό. Τέλος, πρέπει να σας αναφέρω πως τον χορό αυτό συνοδεύουν πνευστά και έγχορδα όργανα, μέσα στα οποία είμαι και εγώ, η σημαντικότατη λύρα.
Έφτανε η γιορτή της Παναγίας Σουμελά. Για τους Ποντίους η Σουμελά δεν είναι απλά ένας προορισμός, είναι ένα απ’ τα ταξίδια ζωής, που όταν πραγματοποιηθούν, μετατρέπονται σε ταξίδια μνήμης και συγκίνησης. Η Μονή Σουμελά είναι ένα πασίγνωστο χριστιανικό μοναστήρι και πάνω απ’ όλα είναι το σύμβολο του Ποντιακού Ελληνισμού για 16 αιώνες. Βρίσκεται πάνω στους απόκρημνους βράχους του όρους Μελά, λίγα χιλιόμετρα μετά απ΄ το δρόμο που οδηγεί απ’ την Τραπεζούντα στη Ματσούκα. Η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων. Την είχε εικονογραφήσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς τον 1ο αιώνα, έχει μεταφερθεί με θαύμα από την Αθήνα στον Πόντο και ακόμη και σήμερα συνεχίζει να κάνει θαύματα.
Για την ιστορία της Ιεράς βασιλικής, Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής μονής της Παναγίας Σουμελά θα μπορούσαν να γραφτούν τόμοι βιβλίων. Εγώ όμως ξέρω ελάχιστα πράγματα και αυτά τα άκουσα που τα ’λεγε στη Συμέλα μου ο ψηλόλιγνος ασπρομάλλης με γερακίσια μάτια και φρύδια παππούς της. Ο παππούς της είναι απόμακρος και λιγομίλητος άνθρωπος, όμως όταν ανοίγει το στόμα του, στάζει μέλι… Αγράμματος άνθρωπος και όμως σοφότατος, σκληραγωγημένος και έμπειρος. Μόλις τον δεις και τον ακούσεις, ξεχνάς έγνοιες, δυσκολίες και προβλήματα.
Σ’ αυτό το πανηγύρι λοιπόν, όλοι χορεύουν, τραγουδούν, τρώνε και γλεντάνε. Η μικρή μου Συμέλα, όπως είπε και στην οικογένειά της ένα κυριακάτικο πρωινό, ήθελε να παίξει και εκείνη με τη λύρα της στο πανηγύρι. Η οικογένειά της την περιγέλασε και προσπάθησε να της εξηγήσει πως αυτό που επιθυμεί είναι σχεδόν αδύνατον. Η Συμέλα μου τότε στενοχωρήθηκε και πείσμωσε. Δεν τα έβαλε κάτω και συνέχισε τις πρόβες. Καθημερινά εξασκούνταν και το πείσμα και η θέλησή της την ωθούσαν στην επιτυχία! Εγώ χάζευα τη μικρή, ζήλευα τη θέλησή της για ζωή και το πάθος της για τη μουσική.
Ο καιρός περνούσε τόσο γρήγορα… Τόσο γρήγορα, που εύκολα κανείς θα πίστευε πως μάλλον κάποιος κυνηγάει τον χρόνο και κείνος φοβισμένος τρέχει να σωθεί. Έφτασε λοιπόν και η περίφημη μέρα του πανηγυριού της Παναγίας Σουμελά. Απ’ το χάραμα, πριν ακόμα προλάβει να ξυπνήσει και ο ήλιος, ακούγονταν χαρμόσυνες καμπάνες. Όλος ο Πόντος γλεντάει και τραγουδάει!
Αρχικά, όλοι πάνε στην εκκλησία, στη Σουμελά, για τη χαρμόσυνη Θεία Λειτουργία. Ναι, πάνε όλοι φορώντας τα καλά τους, και ο παππούς και η μικρή και ο πατέρας. Μόνο εγώ δεν μπαίνω μέσα στον ναό, μένω έξω μαζί με τα άλλα όργανα. Όταν όμως τελειώσει η Λειτουργία, όλοι βγαίνουν έξω, οι οργανοπαίκτες κουρδίζουν τα όργανά τους και κάνουν τις τελευταίες πρόβες. Οι χορευτές ετοιμάζονται και αυτοί φορώντας τις στολές τους.
Η μικρή μου Συμέλα είχε πολλή υπερένταση. Ήταν μέσα στην αγωνία και όλο έκανε άσκοπες κινήσεις. Ο πατέρας της βάλθηκε να την ηρεμήσει και να της πάρει το άγχος μιλώντας της και ενθαρρύνοντάς την. Βλέπετε, λογικά η μικρή τον έπεισε για το πόσο το ήθελε, του είχε δείξει την αξία της, το πείσμα της και τις ικανότητές της.
Ο πατέρας της μικρής, αγράμματος και αυτός, είναι μαθημένος στα δύσκολα. Η μητέρα του πέθανε όταν ήταν βρέφος ακόμα. Ήταν αναγκασμένος να μην πάει σχολείο και να δουλεύει από παιδί για να βγάλει τα προς το ζην. Αρχικά δούλευε ως οδοκαθαριστής, μετά τσαγκάρης και ξυλοκόπος. Λόγω των ταπεινών επαγγελμάτων που έκανε, όλοι στο χωριό τον κοιτάνε με οίκτο. Όμως, όπως λέει και η Συμέλα μου, η δουλειά δεν είναι ντροπή, η τεμπελιά είναι… Για να μην πολυλογώ όμως, είναι απαραίτητο να σας πω πως, αν και αγράμματοι, παππούς και πατέρας, έχουν πείρα ζωής και είναι σκληραγωγημένοι, μαθημένοι στα δύσκολα, πράγμα πολύ καλό, γιατί ό,τι λένε και κάνουνε, είναι πάντοτε στοχαστικότατο και σοφότατο, από την πιο απλή τους πράξη καταλαβαίνεις τι είδους άνθρωποι είναι.
Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα να αρχίσει το πανηγύρι, η μικρή με άρπαξε στην αγκαλιά της και άρχισε να τρέχει προς την οικογένειά της. Είχε φορέσει ένα κατακόκκινο φόρεμα και μια γαλάζια κορδέλα στα κατάξανθα μαλλιά της. Μετά από κάποια λεπτά το πανηγύρι άρχισε, με τους ιερείς και τους προύχοντες να οδηγάνε πρώτοι τον χορό. Τα όργανα ξεκίνησαν και η μικρή τ’ άκουσε και έτρεξε να πάρει τη θέση της. Έκατσε σε ένα βράχο, με έπιασε με μαεστρία στα χέρια της και άρχισε να παίζει μαζί με τους υπόλοιπους λυράρηδες. Όλοι, μεγάλοι και μικροί την κοιτούσαν αρχικά με ένα υποτιμητικό βλέμμα, σαν να της έλεγαν πως είναι πολύ μικρή για να παίζει μαζί με τους έμπειρους λυράρηδες. Όμως με τη μελωδία της και τη μαεστρία της άλλαξε τη γνώμη όλων. Όντως η μικρή μου έπαιζε σαγηνευτικά! Όλη της η οικογένεια είχε συγκινηθεί.
Αφού πέρασαν δύο ώρες συνεχόμενες τραγουδιού και χορού, ξαφνικά μού σπάει μία χορδή! Σημάδι ήταν αυτό για κάτι κακό; Η Συμέλα ήταν τόσο ευτυχισμένη, που μου πήρε τον πόνο και τις αρνητικές σκέψεις… Όμως, είχα ένα κακό προαίσθημα…
Τότε όλα σκοτείνιασαν
Βράδιασε σιγά σιγά και το πανηγύρι τελείωσε. Η οικογένεια της Συμέλας και εγώ είχαμε μείνει μαζί με δυο τρεις ανθρώπους. Αυτοί καθαρίζανε και εγώ καθόμουν να αναρρώσω… Έφτασαν μεσάνυχτα, ακόμα έξω ήμασταν. Μόλις τελείωσαν το συγύρισμα. Η μικρή νύσταζε πολύ, εγώ φοβόμουν το σκοτάδι. Φοβόμουν, διότι κάτι μέσα μου μ’ έτρωγε… Βλέπετε, μπορεί να έφταιγε πως είχα ακούσει να συζητάνε παππούς και πατέρας, λίγες μέρες πριν για την εξάπλωση των Νεότουρκων στις περιοχές του Πόντου, για τους πολέμους και για τους θανάτους. Έλεγαν πως πλησίαζαν την Σκαλίτσα τις τελευταίες μέρες και πως “από μια κλωστή κρεμόμαστε όλοι”. Αλήθεια, τι σημαίνει πόλεμος; Έχετε αναρωτηθεί ποτέ; Εγώ, απ’ όσα έχω ακούσει, πόλεμος σημαίνει φόβος, θάνατος και σκοτάδι. Τρεις λέξεις τόσο βαριές και ασήκωτες για όλους.
Όταν φτάναμε στο σπίτι, γύρω στη μία μετά τα μεσάνυχτα, ξαφνικά ακούστηκε καλπασμός αλόγων, άγριες φωνές και πυροβολισμοί. Όλο το χωριό ξύπνησε και άρχισαν να χτυπάνε οι καμπάνες του χωριού για να σημάνουν τον κίνδυνο. Οι περισσότεροι ήξεραν τι συμβαίνει και τι επρόκειτο να συμβεί, και όσοι δεν ήξεραν, κατάλαβαν. Όλοι άρχισαν να φωνάζουν, να τρέχουν και να ουρλιάζουν. Η μικρή μου ρώτησε τον πατέρα της, ο οποίος μαζί με τον παππού είχαν παγώσει από τον φόβο τους: “Πατέρα, αυτό ήταν πυροβολισμός;”. Ύστερα από λίγο, πριν προλάβει να της απαντήσει, ξαναρώτησε με φόβο: “Ήρθαν οι Τούρκοι; Θα μας σκοτώσουν; Τι τους κάναμε;”. Τότε ο πατέρας άρπαξε τον παππού και τη μικρή και έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε… Έτρεξε, μήπως μπορέσει να ξεφύγει από το σκοτάδι…
Εγώ έμεινα πίσω… Όσο αφορά το τι απέγινε η μικρή, ο πατέρας, ο παππούς και οι υπόλοιποι συγχωριανοί, δεν γνωρίζω. Το μόνο που ξέρω είναι πως οι Τούρκοι είχαν εισβάλει στο χωριό μας. Το μόνο που ξέρω είναι πως τα μάτια μου είδαν πολύ αίμα, πολύ θάνατο, πολύ φόβο και σκοτάδι… Γι’ αυτό προτίμησα να τα κλείσω και μόνο άκουγα… Άκουγα τις φωνές, τα κλάματα, τη φωτιά να κατακαίει το χωριό, να γκρεμίζουν με μανία την εκκλησιά, φωνές, κλάματα, σκοτάδι…
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Χρειάστηκαν μόνο λίγα χρόνια ώστε να γίνει εφικτό αυτό που οι Οθωμανοί Τούρκοι δεν είχαν καταφέρει από αιώνες. Να σβήσουν το ελληνικό στοιχείο από τον Πόντο. Με πρωτοφανή βαρβαρότητα και ακόμη πιο σοκαριστική μεθοδικότητα και σχεδιασμό, οι Νεότουρκοι αφάνισαν τον Ποντιακό Ελληνισμό από την περιοχή. Συγκεκριμένα, στις 19 Μαΐου 1919, ο Μουσταφά Κεμάλ πατάει το πόδι του στη Σαμψούντα και ξεκινάει και τυπικά η τελευταία και πιο άγρια φάση του σχεδίου εξόντωσης.
Λίγες μέρες αργότερα, δίνει εντολή για διενέργεια μαζικών επιχειρήσεων κατά του Ποντιακού πληθυσμού. Μετά τη γενοκτονία των Αρμενίων, το 1916, οι σφαγές, οι πυρπολήσεις χωριών και οι εκτοπίσεις πληθυσμού γίνονταν πλέον χωρίς έλεος. Στην περιοχή της Σκαλίτσας, όπου ζούσαμε μαζί με την Συμέλα, το 90% του πληθυσμού θανατώθηκε. Οι Τούρκοι προχώρησαν σε αναγκαστικές αποσπάσεις παιδιών από τις οικογένειές τους, τα οποία τα έδιναν στα χαρέμια Ευρωπαίων Τούρκων. Μέχρι το 1923, η επιχείρηση είχε ολοκληρωθεί. Βαμμένη στο αίμα εκατοντάδων χιλιάδων αθώων.
Μπορεί αριθμητικά να το κατάφεραν, απέτυχαν παταγωδώς ωστόσο να σβήσουν την Ποντιακή ψυχή και την ιστορική μνήμη για τη γενοκτονία των Ποντίων.
Ελπίδα
Εγώ ήμουν στο σκοτάδι για 10 χρόνια…. Μέχρι τη στιγμή που είδα φώς… Μέσα από τα συντρίμμια των σπιτιών που κατέστρεψαν οι Τούρκοι, κάποιο παιδί με ξέθαψε. Τον λέγαν Χασάν και ήταν Τούρκος. Όταν με ξέθαψε, με πήρε σπίτι του, με καθάρισε, με γυάλισε, μου άλλαξε τις χορδές, με έκανε κτήμα του. Αρχικά νόμιζα πως ο Χασάν και η οικογένειά του ήταν μουσουλμάνοι, σαν αυτούς που κατέστρεψαν το χωριό, όμως μετά από καιρό συνειδητοποίησα πως ήταν κρυπτοχριστιανοί, βλέποντας τις συνήθειές τους, ακούγοντας τις προσευχές τους και τις κρυφές Θείες Λειτουργίες που κάνανε στο υπόγειο. Για την ακρίβεια, ο Χασάν είχε και χριστιανικό όνομα, τον λέγανε Δοσίθεο.
Έμαθα να ζω μαζί τους. Ο Δοσίθεος έπαιζε καθημερινά λύρα με τραγούδια τούρκικα μα και ελληνικά. Πριν συναντήσω την οικογένεια αυτή των κρυπτοχριστιανών, πίστευα πως όλα είχαν τελειώσει για μένα, πίστευα πως η μουσική μου δεν θα έδινε πια χρώμα στον κόσμο, πως όλα γύρω μου θα ήταν σκοτεινά, πίστευα πως δεν θα ξαναδεθώ με κανέναν άνθρωπο. Όμως, έκανα λάθος…
Έτσι κύλησαν τα χρόνια και οι δεκαετίες. Εγώ μέσα στην κρυφή κοινότητα των Τούρκων κρυπτοχριστιανών συνέχισα να αλλάζω χέρια από παππού σε παιδί. Να παίζω τη μουσική στις χαρές και τις λύπες….
Τρεις γενιές πέρασαν, μπορεί το ξύλο μου να πάλιωσε, το δοξάρι φθάρθηκε, αλλά η όρεξή μου για μουσική έμεινε τόσο ζωντανή, όσο ήταν και με τα τραγούδια της Συμέλας.
Τότε, τον Δεκαπενταύγουστο του 2010, με πήραν για ένα ταξίδι…. Μετά από ώρα φτάσαμε στην Παναγία Σουμελά! Δεν μπορούσε να χωρέσει στο μυαλό μου… Εδώ που τότε, πριν 90 χρόνια γινόταν εκείνο το πανηγύρι…. Έβλεπα και τώρα, σαν άλλοτε χιλιάδες πιστούς να έρχονται απ’ όλα τα μέρη του κόσμου για την πρώτη επίσημη θεία Λειτουργία μετά τη Γενοκτονία του Πόντου….
Η κοινότητα των κρυπτοχριστιανών ήταν πολύ προσεκτική, μην τους καταλάβουν. Ήταν όμως και πολύ συγκινημένοι, επιτέλους αντίκριζαν αδελφούς χριστιανούς γύρω από το ποτήριο της Θείας Κοινωνίας. Ήμουν για πρώτη φορά μέσα στον ναό και εγώ! Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη και χαρούμενη!
Ξάφνου, μέσα στο πλήθος των πιστών, βλέπω κάποια γνώριμα μάτια. Κάτι μου θύμιζε αυτό το φλογερό βλέμμα… Έμοιαζε με αυτό της Συμέλας μου…. Ναι, αυτή ήταν, 85 χρόνια μετά από εκείνη την ημέρα του ξεριζωμού! Τα μάτια της είχαν την ίδια ζωντάνια όπως τότε, όμως ήταν πια υπερήλικας, ροζιασμένα χέρια, καθισμένη σε αναπηρικό καροτσάκι. Εκείνη τη στιγμή λοιπόν που την ξαναείδα, ένιωσα γεμάτη… Γεμάτη από ζωή, αν και υπερήλικας και εγώ… Ένιωσα γεμάτη από αναμνήσεις που είχα σχεδόν ξεχάσει…
Το βλέμμα τις γιαγιάς πια Συμέλας πλανήθηκε στον χώρο και έπεσε επάνω μου. Η όψη της άλλαξε, με είχε αναγνωρίσει, έλαμπε από χαρά, λες και ξανάνιωσε. Και για πρώτη φορά μετά από τόσες δεκαετίες ξαναείδα το ίδιο χαμόγελο της μικρής μου Συμέλας!
Σιγά-σιγά, με το καροτσάκι πλησίασε την παρέα των Τούρκων κρυπτοχριστιανών… Τους έπιασε ευγενικά κουβέντα, κάθισαν παραπέρα και μίλησαν για πολλή ώρα. Η γιαγιά Συμέλα τούς έδωσε κάποια στιγμή, κρυφά, έναν σταυρό και μία εικονίτσα, και εκείνοι με έδωσαν σε αυτή. Ήμουν μετά από 85 χρόνια πάλι πίσω στη “μικρή μου” Συμέλα. Τι ευτυχία!
Η ζωή μου ήταν μεγάλη, είδα πολλά, ένιωσα τη χαρά της μουσικής και του να ανήκεις σε ανθρώπους που σε αγαπάνε, την πίστη, τη χαρά του πανηγυριού και της παράδοσης, ένιωσα τον πόνο, τον πόλεμο, τον ξεριζωμό χιλιάδων Ποντίων από τις πατρογονικές τους εστίες, το σκοτάδι… Μετά το σκοτάδι όμως ήρθε το φως, η επιστροφή, η πρώτη θεία Λειτουργία στον Πόντο, η ελπίδα…
Όπως εγώ μετά από κοντά 100 χρόνια βρήκα την οικογένειά μου, έτσι έχω ένα προαίσθημα βαθιά μέσα μου, πως οι απόγονοι των Ποντίων θα ξαναγυρίσουν, θα ξαναχτίσουν, θα ξανατραγουδήσουν, θα ξαναχορέψουν τον Πυρρίχιο, θα ξαναπαίξουν οι λυράρηδες, θα ξαναγλεντήσουν μεγαλόπρεπα στη δική τους –πια– Παναγία Σουμελά έναν Δεκαπενταύγουστο…
Πηγή : prostiniki.gr