Ο Άγιος Αθανάσιος γεννήθηκε το 930 μ.Χ. στην Τραπεζούντα, έχοντας το όνομα Αβράμιος. Η αγάπη του για την εκκλησία προήλθε από το γεγονός πως μεγάλωσε με μοναχή, φίλη της μητέρας του, καθώς έμεινε ορφανός πολύ μικρός.
Συγκεκριμένα, ο πατέρας του πέθανε πριν γεννηθεί και η μητέρα του λίγο μετά τη γέννησή του. Κοντά, λοιπόν, στη μοναχή που τον μεγάλωσε, η οποία έφυγε από τη ζωή όταν εκείνος ήταν 7 ετών, έμαθε και αγάπησε τον χριστιανισμό.
Τα πρώτα του γράμματα τα διδάχθηκε στην Τραπεζούντα και συνέχισε τη μόρφωσή του στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμεινε στο σπίτι μιας ξαδέλφης του, η οποία ήταν παντρεμένη με έναν αξιωματικό που ονομαζόταν Ζεφινεζέρ. Στην Κωνσταντινούπολη φοίτησε στη σχολή του Αθανάσιου, ο οποίος θεωρούνταν σοφός δάσκαλος. Στην ίδια σχολή δίδαξε μετέπειτα και ο ίδιος με μεγάλη επιτυχία αποκτώντας μεγάλη φήμη.
Σημαντικός σταθμός της ζωής του ήταν η γνωριμία του με τον Όσιο Μιχαήλ τον Μαλεΐνο, ο οποίος ήταν ηγούμενος στη Μονή Κυμινά στη Βιθυνία της Μικράς Ασίας, καθώς και με τον ανηψιό του, Νικηφόρο Φωκά, ο οποίος μετά από μερικά χρόνια έγινε αυτοκράτορας. Ο Αβράμιος, όντας ενθουσιασμένος με τον Όσιο Μιχαήλ, τον ακολούθησε στη Μονή Κυμινά, όπου έγινε μοναχός παίρνοντας το όνομα Αθανάσιος. Τέσσερα χρόνια μετά τη χειροτονία του ως μοναχός, έφυγε από το μοναστήρι και πήγε στην έρημο προκειμένου να ασκητέψει. Εκεί έμεινε μέχρι τη στιγμή που ο Όσιος Μιχαήλ τον όρισε πνευματικό πατέρα του Νικηφόρου Φωκά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μεγαλώσει η φήμη του, κάτι το οποίο δεν επιθυμούσε. Προτιμούσε να μην είναι γνωστός και να συνεχίσει ήσυχα την μοναχική ζωή του. Προκειμένου να «γλυτώσει» από την αναγνωρισιμότητα που είχε, πήγε στο μοναστήρι του Ζυγού στον Άθω, όπου παρουσιάστηκε με το όνομα Βαρνάβας. Δυστυχώς για τον ίδιο, η ταυτότητά του έγινε γνωστή και ο Νικηφόρος Φωκάς ζήτησε να τον δει, εκδηλώνοντας την επιθυμία του να γίνει μοναχός. Του ζήτησε, μάλιστα, να κτίσει στον Άθω μια εκκλησία και ένα ησυχαστήριο, στέλνοντάς του για το σκοπό αυτό αρκετό χρυσάφι.
Έτσι ο Αθανάσιος έκτισε το 963 τη Μονή Μεγίστης Λαύρας στην άκρη του Άθω. Το έτος αυτό θεωρείται και το έτος έναρξης του μοναστηριακού κοινοβιακού βίου στο λεγόμενο, πλέον, «Άγιον Όρος». Γύρω από το καθολικό της μονής χτίστηκαν κελιά, μαγειρείο, τράπεζα, νοσοκομεία, ξενώνες, υδραγωγείο, μύλος. Πολλοί μοναχοί ήρθαν να ζήσουν στη μονή υπό την καθοδήγηση του Αγίου Αθανασίου, ο οποίος εφάρμοσε καινοτομίες στο μοναστικό βίο του Αγίου Όρους. Οι μοναχοί άρχισαν να καλλιεργούν την γη και να συνδυάζουν την προσευχή με την εργασία και τη δημιουργία, καθώς μέχρι τότε ζούσαν περισσότερο ασκητικό, αναχωρητικό βίο.
Στη μονή αυτή έμεινε ο Άγιος Αθανάσιος για σαράντα χρόνια, μέχρι, δηλαδή το τέλος της ζωή του. Υπάρχουν δυο εκδοχές για τον τρόπο που έφυγε από την ζωή. Σύμφωνα με την πρώτη, ο θάνατός του προήλθε κατά τη διάρκεια οικοδόμησης μιας εκκλησίας, όπου κατέρρευσε ένα τμήμα του τρούλου και τον καταπλάκωσε, ενώ μια εκδοχή αναφέρει πως βρήκε τραγικό θάνατο όταν μαζί με άλλους μοναχούς έπεσαν από την κόγχη του Ιερού. Η μνήμη του τιμάται στις 5 Ιουλίου.