«Σκαιούς γαρ έφη είναι και αγροίκους τους Μακεδόνας και την σκάφην σκάφην λέγοντας». Κάποτε, κατά τον Πλούταρχο, κάποιοι πολιτισμένοι και «με καλούς τρόπους» Ολύνθιοι παραπονέθηκαν στον Φίλιππο, βασιλιά της Μακεδονίας, ότι κάποιοι από το περιβάλλον του τούς σέρνουν βαριές κατηγορίες, τους λένε προδότες. Και ο Φίλιππος τους λέει, τι να κάνουμε, οι Μακεδόνες δεν είναι σαν κι εσάς τους Ολύνθιους —που ήταν Αθηναίοι άποικοι—, οι Μακεδόνες είναι χωριάτες, είναι σκαιοί και αγροίκοι και λένε την σκάφη σκάφη, λένε την αλήθεια απροκάλυπτα, χωρίς περιστροφές, χωρίς να δίνουν σημασία στην «πολιτική ορθότητα».
Έτσι κι εγώ, ως άξεστος Μακεδόνας που είμαι, θα πω μερικά λόγια όχι βέβαια για προδότες αλλά για κάποιους αδιανόητα απερίσκεπτους γύρω μας.
Αναφέρομαι στις διοικήσεις κάποιων ποντιακών σωματείων που κήρυξαν ανεπιθύμητους όσους βουλευτές ψήφισαν υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ξεκαθαρίζω ευθύς εξ αρχής ότι θεωρώ ιστορικό λάθος την Συμφωνία, όχι διότι δήθεν παραχωρεί εθνότητα και γλώσσα στους σκοπιανούς —αυτά είναι προφάσεις εν αμαρτίαις εκείνων που πρόθυμα παραχωρούσαν το όνομα— αλλά διότι παραχωρήθηκε το όνομα, ασεβώντας απέναντι σε μια ιστορία τεσσάρων χιλιάδων ετών αποκλειστικής ελληνικότητας της Μακεδονίας, με κάποιες διαλείψεις ιστορικής και γεωγραφικής μερικότητας, που δεν αίρουν την ουσία και τη συνέχεια. Επομένως θεωρώ ότι δικαιολογούνται πλήρως οι λαϊκές αντιδράσεις στην Συμφωνία, αλλά μόνο ενόσω βρίσκονται σε λογικά πλαίσια.
Προσωπικά, πριν ένα χρόνο, στις 8/1/2018, έστειλα e-mail σε πολύ φίλο βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας, όπου εξέφραζα την απελπισμένη αγωνία μου για το γεγονός ότι υπήρχε ένα ομολογημένο ή ανομολόγητο consensus omnium (συμφωνία όλων) του πολιτικού κόσμου για σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό. Τότε όλοι θεωρούσαν εκπληρωθείσα την προφητεία τού μετά Χριστόν προφήτη Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ότι σε δέκα χρόνια δεν θα θυμάται κανείς το Μακεδονικό —αν βρισκόμασταν στην αρχαία Ελλάδα θα δικαζόταν για παραπρεσβεία. «Παραπρεσβείας γραφή», κατηγορία με την οποία έστειλε στο δικαστήριο ο Δημοσθένης τον Αισχύνη, διότι ενώ το συμβούλιο των αρχηγών των κομμάτων το 1992 απέκλειε παντελώς τη χρήση του ονόματος Μακεδονία στην ονομασία των Σκοπίων, αυτός, παραβαίνοντας τις πολιτειακές εντολές, έλεγε στους Ευρωπαίους ομολόγους του ότι η χώρα μας δεν θα επιμείνει στο θέμα του ονόματος, ότι τζιριμόνιες και τσαλίμια κάνουμε…— νόμιζαν, λοιπόν, όλοι τότε, τον Ιανουάριο του 2018, ότι ο κόσμος ήταν αδιάφορος και θεωρούσαν δεδομένη και αναντίλεκτη τη σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό.
Ήρθε όμως ως κεραυνός εν αιθρία το βροντώδες συλλαλητήριο του Φεβρουαρίου του 2018 και ανέτρεψε την «ομαλή» και προδιαγεγραμμένη από τους πάντες πορεία παράδοσης του ονόματος. Επαναλαμβάνω λοιπόν ότι είμαι κατά της Συμφωνίας όχι για κάποιον άλλο, ανύπαρκτο κατ΄ εμέ, λόγο αλλά διότι παραχωρεί το όνομα. Και θα πω το εξής: Με την Συμφωνία δεν παραχωρείται μακεδονική εθνότητα στους Σκοπιανούς και θα έλεγε κανείς ότι αντιθέτως αφαιρείται από αυτούς «εθνότητα», μια επίπλαστη, δηλαδή, μακεδονικότητα που πήγαν να φτιάξουν εδώ και 25 χρόνια κάποιοι ανόητοι Σκοπιανοί εθνικιστές. Από την στιγμή που διευκρινίζεται στην Συμφωνία ότι αυτοί είναι Σλάβοι και δεν έχουν καμιά σχέση με την αρχαία Μακεδονία του Φίλιππου και του Αλέξανδρου, δεν υπάρχει αναγνώριση μακεδονικού έθνους, υπάρχει, απεναντίας, κατάργηση της φαντασίωσης των Σκοπιανών ότι οι πρόγονοί τους ήταν οι αρχαίοι Μακεδόνες. Αλλά ας υποθέσουμε ότι η Συμφωνία αυτή αφήνει έδαφος να υποστηριχθεί η άποψη ότι παραχωρείται μακεδονική εθνικότητα στους Σκοπιανούς. Ποιος έχει συμφέρον να υποστηρίζει αυτήν την ερμηνευτική εκδοχή; Φυσικά μόνο οι Σκοπιανοί. Αντιθέτως, είναι τρέλα να υποστηρίζουμε εμείς ότι υπάρχει στη συμφωνία παραχώρηση εθνότητας!
Διότι, αν μετά από χρόνια βρεθούν πάλι οι εθνικιστές στην κυβέρνηση των Σκοπίων, αν μια τέτοια κυβέρνηση διεκδικήσει πάσης φύσεως εθνοτικά δικαιώματα, βάσει της Συμφωνίας, για παράδειγμα αναγνώριση «μακεδονικής» μειονότητας κάποιων σλαβόφωνων όπως του Ουράνιου Τόξου, αν τότε βρεθούν στην δική μας κυβέρνηση εκείνοι που τώρα υποστηρίζουν ότι η Συμφωνία αναγνωρίζει στους Σκοπιανούς μακεδονική εθνότητα, τι θα απαντήσουν τότε στις ιταμές αξιώσεις των εθνικιστών Σκοπιανών; Ότι η Συμφωνία δεν αναγνωρίζει μακεδονική εθνότητα; Θα γίνουν καταγέλαστοι και στους Σκοπιανούς και στους αρμόδιους διεθνείς παράγοντες, διότι όλοι με ένα στόμα θα τους θυμίσουν ότι άλλα υποστηρίζατε όταν επικυρώνονταν η Συμφωνία και ότι γιαυτό, επειδή παραχωρούσε εθνότητα, την καταψηφίσατε! Αυτό θα τους πουν τότε οι Σκοπιανοί, με ολέθριες ίσως συνέπειες για τη χώρα μας. Δυστυχώς δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία μας που σκεφτόμαστε μόνο το παρόν, το παροδικό πολιτικό συμφέρον, για ζητήματα που κυρίως αφορούν το μέλλον. Δείχνουμε μια απερισκεψία που πολλές φορές την πληρώσαμε πολύ ακριβά, η μικρασιατική καταστροφή, της οποίας είμαστε θύματα και εμείς οι Πόντιοι, στην ουσία ήταν αποτέλεσμα εθνικής απερισκεψίας σε βαθμό παράκρουσης…
Και άντε να δεχθούμε προς στιγμήν ότι η Συμφωνία παραχωρεί εθνότητα και γλώσσα στους Σκοπιανούς, ότι είναι επιβλαβής για τη χώρα μας. Σε αυτήν τη περίπτωση, ποια είναι τα λογικά όρια λαϊκής αντίδρασης; Σίγουρα δικαιολογούνται απολύτως τα συλλαλητήρια, πολύ περισσότερο που ο λαός περιφρονήθηκε από την κυβέρνηση, ενώ με χίλιους τρόπους έδειχνε ότι αποδοκιμάζει την Συμφωνία. Αφού δεν έγινε δημοψήφισμα για να εκφρασθεί νόμιμα ο λαός, αφού στην ουσία τού αφαιρέθηκε η κορυφαία συνταγματική αρμοδιότητά του, ήταν φυσικό να αντιδράσει ο κόσμος, ακόμη και με μια δόση βιαιότητας, που εξηγείται. Εκείνο όμως που δεν δικαιολογείται, είναι η ηθική ενοχοποίηση της γνώμης. Και εδώ τίθεται το θέμα της αποκήρυξης από ορισμένα ποντιακά σωματείων των βουλευτών που ψήφισαν την Συμφωνία των Πρεσπών, μια αποκήρυξη που όταν παίρνει τη μορφή εμπράκτου αποκλεισμού αυτών των βουλευτών από τις εκδηλώσεις αυτών των σωματείων, τότε από αποκήρυξη γίνεται επικήρυξη, τότε στρώνεται ο δρόμος για βίαιες πράξεις εναντίον αυτών των βουλευτών! Μη γένοιτο!
Δυστυχώς ήδη ένα μέρος του λαού λόγω συγκεκριμένης κομματικής προτίμησης —ο νοών νοείτο— έχει περιπέσει σε πολιτικό και, ορισμένως, σε κοινωνικό αποκλεισμό. Θα αποκλείσουμε τώρα και την ηγεσία ενός άλλου μέρους του λαού και ακολούθως —επειδή αυτοί οι αποκλεισμοί γρήγορα εισχωρούν και στο κοινωνικό σώμα— θα αποκλείσουμε τον ίδιο το λαό που ακολουθεί τέτοια ηγεσία; Θα ξαναπούμε τους αριστερούς του ΣΥΡΙΖΑ μιάσματα, όπως έλεγε τους πατέρες τους ο βασιλιάς Κωνσταντίνος στο διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό το 1965, στην αποστασία, με τις γνωστές καταστροφικές συνέπειες; Και αυτό σε μια ιστορική και γεωπολιτική συγκυρία σαν τη σημερινή, που απαιτεί, είπερ ποτέ και νυν, εθνική ενότητα; Και αναδεικνύονται πρωταγωνιστές στη δημιουργία τέτοιας κατάστασης ποιοι; Οι Πόντιοι; Τα σωματεία τους; Εμείς για τους οποίους κάποιοι κακόβουλοι αμφισβητούν ακόμα και την ολοκλήρωση τής εθνικής ενσωμάτωσής μας; Και πότε; Τώρα; Στα εκατοντάχρονα της γενοκτονίας; Θα έρχονται δηλαδή βουλευτές και υπουργοί εκπρόσωποι της παρούσας «προδοτικής» κυβέρνησης και θα τους διώχνουμε κακούς κακώς ως ανεπιθύμητους; Και θα ζητούμε ύστερα από τους ίδιους στήριξη στα διεθνή φόρα του αιτήματος αναγνώρισης της γενοκτονίας; Θα τιμήσουμε τα εκατοντάχρονά της με αποκλεισμό από τις εκδηλώσεις τής δημοκρατικά εκλεγμένης ηγεσίας του τόπου; Επειδή είχε μια γνώμη διαφορετική από τη δική μας και αυτή την γνώμη την έκανε πολιτική πράξη; Μου φαίνεται επαλαλώθαμ’ εντελώς! Παίζουμε επικίνδυνα εν ου παικτοίς…
Πριν μπουν και άλλα ποντιακά σωματεία στο χορό των αποκλεισμών από τις εκδηλώσεις τους των βουλευτών που ψήφισαν την Συμφωνία των Πρεσπών, οφείλουν, νομίζω, οι υπερκείμενοι φορείς, κυρίως οι ομοσπονδίες μας, να εξετάσουν το θέμα, να πάρουν την όποια θέση, υπέρ ή κατά του αποκλεισμού, και να παρέμβουν αναλόγως, συμβουλευτικά έστω, στα σωματεία. Αυτός και τέτοιοι παρόμοιοι και σοβαροί είναι οι λόγοι ύπαρξης των ομοσπονδιών μας και όχι μόνο το ντίβριμ ντίβριμ.
Γιάννης Αποστολίδης, πρώην πρόεδρος Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης