Χαρακτηριστικά της ποντιακής διαλέκτου σε σχέση με την αρχαία ελληνική γλώσσα¹
Η γεωγραφική (και συνεπώς και γλωσσική) απομόνωση των Ελλήνων στην ιστορική τους πατρίδα ανάμεσα στον Εύξεινο Πόντο και τα αδιαπέραστα βουνά της ποντιακής ενδοχώρας, μετέτρεψε τον ποντιακό χώρο σε κιβωτό διατήρησης πανάρχαιων πολιτιστικών και φυσικά γλωσσικών στοιχείων. Αυτό έγινε εξαιτίας της εισβολής πολύ λιγότερων λαών και πολιτισμών στην περιοχή του Πόντου, σε σχέση με τον υπόλοιπο μικρασιατικό χώρο. Έτσι η ποντιακή διάλεκτος διατήρησε πλήθος αρχαϊκών στοιχείων, όπως:
- Η διατήρηση της αρχαίας ιωνικής προφοράς του ηως ε. Π.χ. πεγάδιν (αντί πηγάδι), κεπία (αντί κήποι), νύφε (αντί νύφη), εμέτερον (αντί ημέτερον).
- Η διατήρηση της αρχαίας προφοράς του ω ως ο, όπου η κοινή ελληνική έχει ου. Π.χ. ζωμίν = ζουμί, καρβώνι = κάρβουνο, ρωθώνι = ρουθούνι.
- Η χρήση ψιλών συμφώνων (κ,π,τ) αντί δασέων (χ,φ,θ), ένδειξη της Ιωνικής προέλευσης της διαλέκτου. Π.χ. ασπαλίζω (αντί ασφαλίζω), σπίγγω αντί σφίγγω).
- Η χρήση του Ιωνικής προέλευσης ‘κι<οὐκὶ=οὐχί, αντί για το νεοελληνικό δεν<οὐδέν. Π.χ. ’κί θέλω = δεν θέλω, ’κ’ εξέρω = δεν ξέρω.
- Η διατήρηση πολλών αρχαϊκών στοιχείων στο τυπικό της γλώσσας, με χαρακτηριστικότερα:
- Τη διατήρηση της κατάληξης της ονομαστικής των ουδετέρων ονομάτων σε -ιον. Π.χ. παιδίον = παιδί, χωρίον = χωριό.
- Τη διατήρηση της κατάληξης των θηλυκών επιθέτων σε -ος. Π.χ. η άλαλος, η άνοστος, η έμορφος.
- Την κατάληξη της προστακτικής των ρημάτων σε -ον. Π.χ. γράψον = γράψε, άψον (του ρ. άφτω<ἀνάπτω) = άναψε, ποίσον (<ποίησον) = φτιάξε.
- Τον σχηματισμό του αορίστου της παθητικής φωνής σε -θα. Π.χ. εγαπέθα = αγαπήθηκα, εκοιμέθα = κοιμήθηκα, εστάθα = στάθηκα, σταμάτησα.
- Η διατήρηση πολλών αρχαϊκών στοιχείων στο λεξιλόγιο. Π.χ. σεύτελον <ιων. σεῦτλον = τεύτλον, ξύγαλαν < οξύγαλαν = γιαούρτι.
Σύγκριση: Νεοελληνική γλώσσα – Ποντιακή διάλεκτος²
Στη νεοελληνική έχουν χαθεί λέξεις που προέρχονται από την αρχαία ελληνική, ενώ διατηρήθηκαν στην ποντιακή διάλεκτο. Ειδικότερα, ως προς τα ρήματα: Το ρήμα «κλoτσώ» που προέρχεται από το λατινικό calcio=λάκτισμα αντικατέστησε το ρήμα «λακτίζω», που διατήρησε η ποντιακή ως «λαχτίζω» και «λάχτα», το ρήμα «ριγώ» διατηρήθηκε αυτούσιο στην ποντιακή, ενώ στη νεοελληνική αντικαταστάθηκε από το «κρυώνω», το «κρούω» διατηρήθηκε αυτούσιο στην ποντιακή, ενώ στη νεοελληνική αντικαταστάθηκε από το «χτυπώ». Ως προς τα ουσιαστικά: π.χ. ενώ στη νέα ελληνική χρησιμοποιείται η λατινικής προέλευσης λέξη «τσεκούρι» (securis =πέλεκυς), η ποντιακή χρησιμοποιεί τη λέξη «αξινάριν», η οποία προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «αξίνη». Επίσης, αντί για τη σλαβικής προέλευσης λέξη «κόσα», που σημαίνει το μεγάλο δρεπάνι με το οποίο θερίζει κανείς όρθιος, η ποντιακή χρησιμοποιεί τη λέξη «κερεντή», η οποία βγαίνει από το ρήμα «κείρω» (κουρεύω). Αντί για την τουρκικής προέλευσης λέξη «κασμάς» η ποντιακή χρησιμοποιεί τη λέξη «μακέλιν» που προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «μακέλη». Ενώ, η ποντιακή χρησιμοποιεί τη λέξη «λώμα», που προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «λώπη» (ένδυμα), η νεοελληνική χρησιμοποιεί τη σλαβική λέξη «ρούχο». Τέλος, για τη λέξη «τσουκνίδα», η οποία δεν είναι σίγουρο πώς προέκυψε ετυμολογικά στη νέα ελληνική, η ποντιακή χρησιμοποιεί τη λέξη «κνιδέα» και «κιντέα», διατηρώντας την αρχαία ελληνική ονομασία «κνίδη».
1. Αντώνης Παυλίδης, εκπαιδευτικός-συγγραφέας.
2. Αρχοντούλα Κωνσταντινίδου, φιλόλογος-συγγραφέας.