Έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 74 ετών νικημένος από τον καρκίνο ο Σόλωνας Λέκκας. λαϊκός, από τους τελευταίους παλιούς ερμηνευτές της Μικρασιάτικης και Λεσβιακής μουσικής παράδοσης.
Η κηδεία του Σόλωνα Λέκκα έγινε σήμερα το μεσημέρι στην εκκλησία του Ταξιάρχη στο Καγιάνι της Μυτιλήνης.
Χτίστης και λιθοξόος για το μεροκάματο, Αρβανίτης από μεριάς του πατέρα του και Μικρασιάτης από τη μάνα του, ο Λέκκας έζησε τραγουδώντας, χορεύοντας και παίζοντας τουμπελέκι με αυθεντικό τρόπο πράγμα που αναγνωρίστηκε από μεγάλους Δασκάλους της μουσικής παράδοσης. «Θέλω να τραγουδώ τα τραγούδια αυτά τα μικρασιάτικα τα παλιά, θέλω να τα παγαίνω σφυριχτά. Νομίζω ότι αυτό που κάνω γίνεται πιο όμορφο άμα σφυρίζω. Ενώ άμα κάθομαι έτσι ξερός (δηλαδή χωρίς τραγούδι), δεν μπορώ να σκεφτώ κιόλα» είχε δηλώσει το 1997 στο ερευνητικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Αιγαίου «Κιβωτός του Αιγαίου» που είχε καταγράψει τη ζωή και τη δουλειά του. Αυτοδίδακτος με ακούσματα από τους μεταπολεμικούς καφενέδες και με την ιδιαίτερη του φωνή ο Σόλωνας Λέκκας ευτύχησε τα τελευταία χρόνια να γίνει δεκτός στα «μεγάλα μουσικά σαλόνια» της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας. «Δε ξέρω γιατί πάντα έτσι τραγουδούσα» έλεγε. Όσον αφορά το ότι δεν είχε σπουδάσει μουσική είχε σημειώσει στο ερευνητικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Αιγαίου «αυτά τα πράματα δεν τα μαθαίνεις, σου ‘ρχονται μοναχά αυτά. Δεν τα μαθαίνεις, δεν μπορείς να πας να σπουδάξεις χορευτής. Για να σπουδάξεις χορευτής, θα σε μάθει αυτός αυτό που θέλει, δε θα το μάθεις όπως το θες εσύ, από μέσα σου. Όποιος τραγουδάει, άμα δέσεις τα πόδια του και τα χέρια του, δε μπορεί να τραγουδήσει. Δε σπουδάζεται ο σκοπός, ούτ’ ο χορός. Παλιά όλοι τον λέγαν τον σκοπό με το στόμα τους. Καθόταν στο καφενείο και τραγουδάγαν κανένα ζεϊμπέκικο, κάναν τάραν, τάραραν με το στόμα και τσ’ άρεζε πιο πολύ έτσι, παρά με τη μουσική». Για τον χορό πάλι ανέφερε: «Εκεί στο σπίτι καμιά φορά μοναχός, σε κανένα χωράφι καμιά φορά χόρευα. Έτσι μοναχό τ’ έρχεται, γιατί αυτοί οι χοροί είναι άλλοι».
Ενασχόληση με το τραγούδι στη στρατιωτική θητεία
«Παρουσιάστηκα στο Ναύπλιο το 1966, μετά πήγα στο Χαϊδάρι για εκπαίδευση διαβιβαστής μηχανικού. Πήρα μετάθεση στην Πτολεμαΐδα, έξι με οχτώ μήνες κάθησα εκεί, και μετά ξαναγύρισα πάλι στο Ναύπλιο κι απολύθηκα απ’ το Ναύπλιο. Όποτε κάναν αυτά, γλέντια τέτοια, με φωνάζαν, τραγουδούσα. Κάναν μικρά γλέντια και τα μεγάλα που κάναν στις γιορτές, φωνάζαν όλους τους τραγουδιστές. Εμένα με βάζαν στο μικρόφωνο, με βάζαν και τραβούσα κι αμανέ εκεί. Είχα ένα φίλο έτσι, αυτός ήταν μωαμεθανός, Έλληνας, είχε ένα μπουζούκι, το ‘χε ξεκουρδισμένο για να μοιάζει με ούτι κι έπαιζε ένα Ζεϊμπέκ-Χαβασί κι έριχνα μανέ. Οι μωαμεθανοί αυτοί δε λέν’ αμανέ σαν το δικό μας. Εμείς έχουμε βυζαντινή μελωδία στον αμανέ, το γλυκό έτσι. Αυτοί το λένε κοφτά έτσι, μόνο οι χοτζάδες το λένε σαν το δικό μας, τελευταία. Μόνο στο ανέβασμα πάει πια σαν το δικό μας». Ρεπερτόριο Τραγουδάει όλα τα παλιά Μυτιληνιά τραγούδια, που φέρουν έντονη τη Μικρασιατική επίδραση, καθώς και αμανέδες: «Στη Μυτιλήνη υπάρχουν οι μανέδες, οι καρσιλαμάδες οι παλιοί, τα ζεϊμπέκικα τα βαριά, εδώ στη Μυτιλήνη υπάρχουν, δεν είναι σ’ άλλα μέρη. Δηλαδή τα βρήκαν εδώ οι Μικρασιάτες, μπορεί να ήρθαν, αλλά τα βρήκαν. Τα παραδοσιακά οι δικοί μας τα είχαν, είχαν μικρασιάτικα που λέν’ πιο βαριά, είχαν τον «Αϊβαλιώτικο». Ήταν ένα η Μυτιλήνη με την Τουρκία, τ’ Αϊβαλί, πήγαιναν-ερχόταν, και ξέραν οι δικοί μας τα μικρασιάτικα, πιο πολύ τα ξέραν. Τα ίδια τα έθιμα, στολή κι αυτά είχαν οι Μυτιληνιοί κι οι Μικρασιάτες κοντά μας που ‘ναι, Αϊβαλί, Πέργαμο, τα ίδια ήταν. […] Οι άντρες τραβούσαν αμανέ πιο πολύ. Ας πούμε αν έκανε καντάδα κανένας σε μια κοπέλα, της έκανε μ’ αμανέ».
Πανηγύρια και καφενεία
Από το 1969 μέχρι το 1971 ο Σόλωνας Λέκκας τραγουδούσε επαγγελματικά σε πανηγύρια και καφενεία: «Τότε ήταν αυτά τα μικρασιάτικα τα παλιά, λέγαμε τα παλιά, αμανέδες, το μπάλλο, το λέγαμε στο συρτό απάνω, έπρεπε να πεις μπάλλο στο συρτό… Αυτά του Τσαουσάκη, αυτά τα λέμε, έρχονται προς το μικρασιάτικο. Βαμβακάρη παραγγέλναν κανένα, αν λέγαμε έτσι. Μπαγιαντέρα, του άλλου του Στελλάκη (Περπινιάδη). Γαβαλά δεν έλεγα. Ένας άλλος φίλος είναι, τα ‘λεγε. Αυτός τραγουδούσε λίγο πιο αλλιώς, δεν πήγαινε προς το μικρασιάτικο. Και τα κρητικά μ’ αρέσουν και το κλέφτικο μ’ αρέσει πολύ και το τραγουδάω κιόλας, και τα ηπειρώτικα τα λέω».
«Μετά (στις αρχές της δεκαετίας του 1970) πιάσαν και χαλούσαν δεν τα πολυθέλαν τα παλιά, βγήκαν οι δίσκοι. Τα Μικρασιάτικα, τα Μυτιληνιά τα παλιά δεν τα πολυθέλαν, θέλαν λαϊκά, εγώ δεν τα ‘θελα αυτά, αλλά ο κόσμος δεν τα ‘θελε τα παλιά. Από τότες χαλαστήκαν, απ’ το ’70 κάτι σκοποί πιάσαν και παίζαν στα γρήγορα. Μόνο κάτι παλιοί τα ζητούσαν, ενώ οι άλλοι θέλαν όλο λαϊκά πιο πολύ. Άμα ακούγαν Μικρασιάτικα, κάνα(ν) αμανέ, λέγαν «ωω χωριάτικα», προπάντων οι νέοι. Τότες είχε βγει ένα τραγούδι «Ψίλοι στ’ αυτιά μου μπήκανε», το ‘λεγα λίγο αυτό, μόνο αυτό. Εγώ λέω μόνο τα παραδοσιακά τα παλιά, Μικρασιάτικα, τα Μυτιληνιά, αμανέδες, τον μπάλλο, όπως το λέμ’ εδώ στη Μυτιλήνη. Στα τελευταία στα πανηγύρια λέγαμε και κάνα-δυό αμανέδες, έτσι σαν κλείσιμο. […] Η «Αϊσέ» είναι όπως το λένε αυτόν «Καρεκλάτο» τώρα τον ονομάζουν, ενώ παλιά ήταν «Αϊσέ», είναι ένας χορός λίγο πηδηχτός, ευκίνητος πολύ. Οι παλιοί δεν το ξέραν «καρεκλάτο», το γυρίσαν και το λέν’ τώρα. Στα πανηγύρια τελειώναμε με τον «πηδηχτόν», γρήγορο, ξέραν, «θα βάλουμε τον «πηδηχτόν»».
Με ποιούς μουσικούς έχει συνεργαστεί επαγγελματικά και πότε
«Μ’ όλους τους μουσικάντηδες έχω τραγουδήσει εγώ. Μ’ άρεσε τότε η μουσική έτσι, μ’ άρεσε τόσο πολύ ας πούμε και με γνώρισαν κάποιοι και με λέει πες ένα τραγούδι… Μόλις απολύθηκα από φαντάρος, το ’69 με ’72, τραγουδούσα. Με τον Χαρίλαο (Ρόδανο) βιολί, το «Καζίνο» (Ζαφειρίου) τον Ευριπίδη, κι ο γιός του ήταν σαντούρι, ο Κώστας (Ζαφειρίου), έπαιζε σαντούρι και μπουζούκι και ήταν και ο άλλος η «Παγώνα» (Δημήτρης Αγρίτης) που έπαιζε «τζαζ» (ντραμς), ο «Κακούργος» (Γιάννης Σουσαμλής) ο σαντούρι και πολλοί άλλοι απ’ την Αγιάσο. Πήγαινα και με άλλοι μετά. Παίρναν τηλέφωνο, άλλη φορά εδώ στη Μυτιλήνη, ήταν το «Κρυστάλ» στη Μυτιλήνη κι ανταμώναμε εκεί και φεύγαμε, με τους Μυτιληνιούς. Μετά, η άλλη η Μυτιληνιά η μουσική, ήταν ο Γκρέκας που έπαιζε μπουζούκι, αλλά δεν ήταν τόσο καλός, είχε όμως τα μηχανήματα. Μετά ήταν ένας βιολιτζής, ο Γιώργος Μυρογιάννης, έπαιζε πολύ ωραίο βιολί και είχαμε και τον «Λαγό» (Μιχάλη Μουτζουρέλλη)απ’ την Αγιάσο, το κλαρίνο. Είχαμε κι έναν άλλον τον Μιχάλη, απ’ το Καγιάνι κι έπαιζε μπάσο… Κι ο «Σελέμης» (Στρατής Σουσαμλής) έπαιζε ωραίο κλαρίνο απ’ την Αγιάσο. Απ’ το ’71 και μετά, που παντρεύτηκα, τραγουδάω μόνο έτσι, ερασιτεχνικά».
Πηγή: mikrasiatis.gr