Μία από τις πλέον θλιβερές και τραγικές ιστορίες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 ήταν η δολοφονία του Πάνου Κολοκοτρώνη, πρωτότοκου γιου του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη σε ενέδρα κυβερνητικών δυνάμεων τον Νοέμβριο του 1824 στην Αρκαδία κατά τη διάρκεια του δεύτερου εμφυλίου πολέμου…
Ο μορφωμένος οπλαρχηγός Πάνος Κολοκοτρώνης
Ο Πάνος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1800 (ή σύμφωνα με άλλες πηγές το 1798) και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και της συζύγου του Αικατερίνης Καρούσου. Απέκτησε αξιόλογη μόρφωση καθώς γνώριζε την ελληνική γραμματεία, την ιταλική και τη γαλλική γλώσσα. Το 1818 μυήθηκε από τον πατέρα του στη Φιλική Εταιρεία. Από τον Απρίλιο του 1821 έλαβε μέρος σε μάχες στην Ηλεία, το Βαλτέτσι, στην πολιορκία της Τριπολιτσάς και στην απόκρουση του Δράμαλη, όπου διακρίθηκε ως γενναίος πολεμιστής και άξιος ηγέτης.
Υπήρξε ο πρώτος Πολιτάρχης Τριπολιτσάς. Το 1822 ονομάστηκε Χιλίαρχος από την Πελοποννησιακή Γερουσία και στη συνέχεια και από την Κεντρική Διοίκηση. Ως φρούραρχος Ναυπλίου από το 1823 δεν δεχόταν να παραδώσει το οχυρωμένο τμήμα της πόλης στην Κυβέρνηση εξαιτίας της πολιτικής αντιδικίας που είχε ξεσπάσει τότε. Μετά τη χορήγηση αμνηστίας (Ιούλιος 1824) κινήθηκε προς την Πάτρα ωστόσο ανακλήθηκε στην περιοχή της Τριπολιτσάς για να αντιμετωπίσει επιδρομή κυβερνητικών δυνάμεων.
Η κατάσταση στην Αρκαδία τον Νοέμβριο του 1824
Από τις αρχές Νοεμβρίου 1824 άρχισαν κινήσεις των κυβερνητικών στρατευμάτων που βρίσκονταν στην Τριπολιτσά αλλά και των αντικυβερνητικών δυνάμεων που βρίσκονταν εκεί. Μετά τη μάχη στους Λάκκους της Μεσσηνίας όπου ο Παπαφλέσσας νικήθηκε από τις αντικυβερνητικές δυνάμεις, τους «αντάρτες» (τον όρο είχε χρησιμοποιήσει πρώτος ο Α. Μαυροκορδάτος για τον Βαρνακιώτη, σύμφωνα με τον Φωτάκο), ο Πάνος Κολοκοτρώνης έφυγε στις 9 Νοεμβρίου κινούμενος προς την Τριπολιτσά που την κατείχαν οι κυβερνητικοί.
Επικεφαλής αυτών ήταν ο Βάσος Μαυροβουνιώτης που είχε στις διαταγές του 2.000 άνδρες. Οι περισσότεροι από αυτούς «ήταν διάφοροι Έλληνες, μαζώματα, Βούλγαροι, Κρήτες, Ρουμελιώται και Πελοποννήσιοι» γράφει ο Φωτάκος.
Οι Βούλγαροι ήταν αυτοί που είχε απελευθερώσει ο Νικηταράς στην Τριπολιτσά και είχαν αρχηγό τον Χατζηχρήστο. Πλέον επικεφαλής τους ήταν ο Χατζηστεφανής και κάποιος «Κότζιο, Βούλγαρος ιππέας του Χουρσίτ» που ως τον Μάιο ήταν σωματοφύλακας του Κολοκοτρώνη κι έπειτα «αυτομόλησε εις Βουλήν δια λουφέ (εμισθό) ως και ο Χατζηχρήστος» (Φωτάκος). Τα αντικυβερνητικά στρατεύματα αποτελούνταν από σώματα των Δεληγιανναίων, του Ζαΐμη, των δύο γιων του Κολοκοτρώνη (Πάνου και Γενναίου) και στηρίζονταν στις ενισχύσεις από τα στρατεύματα του Α. Λόντου, του Γ. Σισίνη και των Νοταράδων τα οποία όμως βρίσκονταν μακριά.
Ο Θ. Κολοκοτρώνης φοβόταν ιδιαίτερα την κάθοδο ρουμελιώτικων στρατευμάτων στον Μοριά. Μαζί με τον Αναστάσιο Δεληγιάννη έγραψε επιστολή προς τους Στερεοελλαδίτες οπλαρχηγούς, τονίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα ήταν ολέθριο για τη χώρα.
Η επιστολή έχει ως εξής:
«Γενναιότατοι Καπηταναίοι Ρουμελιώται.
Ημείς με το να έχωμεν δικαίωμα και ιντερέσα(=συμφέροντα) της πατρίδος μας Πελοποννήσου εκινήθημεν εναντίον της τυραννίας μερικών ατόμων· και επειδή είμεθα πατριώται δεν επιθυμούμεν να κινηθώμεν μεταξύ μας εις εμφύλιον πόλεμον. Όθεν αν ήσθε Έλληνες και πατριώται δεν πρέπει ν’ ανακατωθήτε εις τα της Πελοποννήσου πράγματα, αλλά να σταθήτε αδιάφοροι και αν έχετε κανένα δίκαιον θέλει το λάβετε εν καιρώ τω δέοντι· ειδέ και θελήσετε να ανακατωθήτε εις τα της Πελοποννήσου πράγματά μας, ό,τι σας ακολουθήσει όψεσθε, και ημείς μένομεν ανεύθυνοι».
Το προφητικό όνειρο του Πάνου Κολοκοτρώνη – Η μοιραία ενέδρα
Ο Πάνος Κολοκοτρώνης που βρισκόταν στους Λάκκους μετά τη διαταγή του πατέρα του έφυγε και το βράδυ της 12ης Νοεμβρίου 1824 έφτασε στο χωριό Καντρέβα όπου και διανυκτέρευσε. Τη νύχτα εκείνη είδε ένα άσχημο όνειρο σύμφωνα με τον γραμματικό (=γραμματέα) του Θεόδωρο Ρηγόπουλο που τον συνόδευε πάντα. Στο όνειρο αυτό ένα μαύρο σκυλί δάγκωσε τον Πάνο Κολοκοτρώνη που ξύπνησε ταραγμένος.
Το πρωί της επόμενης μέρας έφυγε από την Καντρέβα και πήγε στη Θάνα. Κοντά σ’ αυτή, στον Άγιο Σώστη, λίγο νωρίτερα, είχαν συγκρουστεί κυβερνητικά στρατεύματα με τον Στάικο Σταϊκόπουλο και τους άντρες του. Ο Σταϊκόπουλος μαζί με αρκετούς άνδρες του συνελήφθησαν. Ανάμεσά τους ήταν και ο γραμματέας του Ιωάννης Ζητουνίτης που αφού αφοπλίστηκε, αφέθηκε ελεύθερος. Ο Ζητουνίτης βρέθηκε στον Θάνα και όταν είδε το σώμα του Π. Κολοκοτρώνη έτρεξε και του είπε κλαίγοντας:
«Καπετάν Πάνο, καπετάν Πάνο. Έπιασαν τον καπετάν Στάικο, τρέξε να τον βγάλεις». Ενημέρωσε επίσης ότι ο Σταϊκόπουλος μεταφέρθηκε στο χωριό Βουνό όπου βρισκόταν ο Β. Μαυροβουνιώτης.
Ο Πάνος Κολοκοτρώνης διέταξε τους άντρες του να τον ακολουθήσουν και κατευθύνθηκε προς το Βουνό. Καθ’ οδόν έστειλε μήνυμα στον Βάσο να ελευθερώσει τον Σταϊκόπουλο, δεν έλαβε όμως απάντηση. Έτσι κινήθηκε με τους άντρες του προς το Βουνό και υποχρέωσε τους κυβερνητικούς να κλειστούν στα σπίτια του χωριού. Εκεί έλαβε μήνυμα από τον αδελφό του Γενναίο να μεταβεί στο χωριό Καμάρι όπου βρισκόταν αυτός.
Ο Πάνος με λίγους έφιππους άνδρες πήγε στο Καμάρι και συναντήθηκε με τον Γενναίο. Ζήτησε από τον αδελφό του να χτυπήσει την επόμενη μέρα από τα πλάγια το Βουνό συνδράμοντας τον με σκοπό να αναγκάσουν τους κυβερνητικούς να παραδοθούν ή να φύγουν. Έπειτα ο Πάνος επέστρεψε κοντά στο χωριό Βουνό. Σταμάτησε για λίγο προκειμένου να γράψει στο γόνατο ο Ρηγόπουλος μια επιστολή στον Θ. Κολοκοτρώνη για να τον ενημερώσει για τις κινήσεις τους.
«Εγράφομεν δε επί του γόνατος και επί των πιστολιών καίτοι(=αν και) ιππεύοντες» αφηγείται ο Ρηγόπουλος στο Ημερολόγιό του. Ξαφνικά, ενώ ο Ρηγόπουλος έκλεινε την επιστολή κι ετοιμαζόταν να τη δώσει σ’ ένα στρατιώτη να τη μεταφέρει στον Γέρο του Μοριά, το σώμα του Πάνου που πολιορκούσε το Βουνό άρχισε να τρέχει προς τα κάτω, σαν να καταδιώκονταν από ιππικό. Είχε διαδοθεί ότι πολυάριθμος στρατός βγήκε απ’ την Τριπολιτσά για να χτυπήσει το σώμα του Πάνου από τα νώτα.
Επρόκειτο για ψέμα αλλά ο πανικός είχε προκληθεί. Αργότερα διαπιστώθηκε ότι η είδηση διαδόθηκε από τους μικρούς καπεταναίους που βρίσκονταν σε επικοινωνία με τον Πλαπούτα και επιδίωκαν τη διάλυση του σώματος του Πάνου Κολοκοτρώνη. Ο Πάνος έμεινε με τρεις μόνο συνοδούς. Τον υπασπιστή του Γιάννη Βατικιώτη, τον γραμματικό του Θεόδωρο Ρηγόπουλο και τον φροντιστή του Ανούτσο Σιαμαρώνη.
Πήραν και οι τέσσερις τον δρόμο που οδηγούσε προς το χωριό Μπεσίρι(σήμερα Παλλάντιον) για να μεταβούν προς τη Σελίμνα όπου βρισκόταν ο Θ. Κολοκοτρώνης. Ενώ βρισκόταν κοντά σ’ ένα χείμαρρο, στην οδό που συνέδεε την Τριπολιτσά με το Μπεσίρι, άκουσαν πυροβολισμούς από τα νώτα τους. Μια σφαίρα σφηνώθηκε στο άλογο του Πάνου χωρίς να τον πετύχει. Κοίταξαν προς το σημείο απ’ όπου ρίχτηκε η σφαίρα και είδαν στην κορυφή μιας ράχης δύο Βούλγαρους τους οποίους αναγνώρισαν από τα σαρίκια που φορούσαν.
Ο θάνατος του Πάνου Κολοκοτρώνη
Ο Βατικιώτης είπε στον Πάνο: «Τράβα βρε παιδί, να μη μας στραβώσουν οι παλιάνθρωποι». «Άφησέ με καημένε Γιαννάκη», απάντησε ο Πάνος. «Από την ντροπή που έπαθα σήμερα καλύτερα να ήμουν σκοτωμένος» συνέχισε, εννοώντας τη διάλυση του σώματός του. Τότε ακούστηκε δεύτερος πυροβολισμός. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης χτυπημένος έπεσε από το άλογο. Οι συνοδοί του ξεκαβαλίκεψαν.
Ο Ρηγόπουλος έτρεξε να μαζέψει το άλογο που φοβισμένο είχε απομακρυνθεί και οι άλλοι δύο πήγαν στον αρχηγό τους. Ο Πάνος ήταν νεκρός. Η σφαίρα διαπέρασε το ινιακό οστό και βγήκε από το σαγόνι. Αλλά ενώ ο Βατικιώτης και ο Σιαμαρώνης ήταν σκυμμένοι πάνω απ’ τον νεκρό, βγήκαν από τα πλάγια ενός βράχου κοντά στον χείμαρρο, 25 περίπου Βούλγαροι προερχόμενοι από την Τριπολιτσά. Αρχηγός τους ήταν ο Κότζιος. Οι Βούλγαροι πυροβόλησαν προς τους τρεις Έλληνες φωνάζοντας «Αφήστε τον κερατάδες»! Οι άνθρωποι του Πάνου πήραν μόνο τα σπαθιά, τα πιστόλια και τις σέλες από τα άλογά τους και έφυγαν τρέχοντας προς τη Σελίμνα. Ο Ρηγόπουλος έσερνε το άλογο του Πάνου.
Οι Βούλγαροι όρμησαν στη σορό του νεκρού και τη λαφυραγώγησαν. Αφαίρεσαν όχι μόνο τα βαρύτιμα όπλα του Πάνου αλλά και τα ρούχα του, ακόμα και τα εσώρουχα! Τον άφησαν γυμνό και πήγαν στην Τριπολιτσά να αναγγείλουν το «κατόρθωμά» τους. Το φοβερό αυτό γεγονός περιγράφουν ο Κανέλλος Δηληγιάννης στα «Απομνημονεύματά» του αλλά κυρίως ο Θεόδωρος Ρηγόπουλος στο «Ημερολόγιό» του. Η δολοφονία του Πάνου έγινε γύρω στις 4 μ.μ. της 13/11/1824 κοντά σ’ ένα παλιό καμίνι. Όταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του γιου του κατέρρευσε. Θεωρούσε τον Πάνο ως «συνεχιστή» του. Τον έθλιβε δε ακόμα περισσότερο το γεγονός ότι ο γιος του σκοτώθηκε όχι σε μάχη με τους Τούρκους αλλά σε εμφύλιο πόλεμο. Αργά το βράδυ το πτώμα του Πάνου Κολοκοτρώνη μεταφέρθηκε στη Στεμνίτσα όπου και τάφηκε. Ο πατέρας του δεν άντεξε να είναι παρών στην κηδεία του γιου του…
Ήταν Βούλγαροι πλιατσικολόγοι οι δολοφόνοι του Πάνου Κολοκοτρώνη;
Αν και ο Ρηγόπουλος γράφει ότι χτυπήθηκε από έναν από τους δύο που βρίσκονταν στο ύψωμα και είναι βέβαιο ότι τα ρούχα του Πάνου Κολοκοτρώνη τα πήραν οι Βούλγαροι που πολεμούσαν στις τάξεις του κυβερνητικού στρατού, καθώς ο Φωτάκος γράφει ότι στις 10 Ιανουαρίου 1828 είδε στα Μαγούλιανα να φορούν τα ρούχα του Πάνου Βούλγαροι στρατιώτες του Χατζηστεφανή, παραμένει αβέβαιο ποιος τον σκότωσε.
Ο Φωτάκος γράφει: «Ποίοι εφόνευσαν τον Πάνον Κολοκοτρώνην είναι άγνωστον. Πολλά όμως τότε περί τούτου ελέγοντο. Τινές εσυμπέραινον ότι οι φονείς ήσαν Κρήτες δια το μάκρος των τουφεκιών, τα οποία μόνον ούτοι τότε είχον, ισχυριζόμενοι ότι το βόλι δεν ήθελε (=μπορούσε) τον φθάσει τόσον μακράν εάν τα τουφέκια δεν ήσαν Κρητικά». Και παρακάτω προσθέτει: «… λέγεται ότι ένας Λειβαδίτης τον ετουφέκισε και ότι οι Βούλγαροι του Χατζή-Στεφανή τον εγύμνωσαν και όχι οι Κρήτες ως τότε είχε διαδοθεί».
Άλλοι πάλι γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης, ισχυρίζονται πως ο φονιάς του λεγόταν Γιάννης Γούναρης, από τα Φύλλα της Χαλκίδας, στρατιώτης του Μαυροβουνιώτη. Ο Σπύρος Μελάς στο έργο του «Ο Γέρος του Μοριά», έκδοση Δ’, σελ. 495 γράφει ότι «το συγγενολόι του Κολοκοτρώνη βούιζε πως η γυναίκα του Πάνου έβαλε Βούλγαρους να τον σκοτώσουν γιατί τα είχε, λέγαν με τον Γρίβα, πούμενε τότε με μικρό σώμα στην Τρίπολη». Γι’ αυτό βέβαια δεν υπάρχουν αποδείξεις. Ωστόσο σίγουρο είναι ότι η χήρα του Πάνου Κολοκοτρώνη Ελένη Μπούμπουλη, έξι μήνες μετά τη δολοφονία του, τον Μάιο του 1825 παντρεύτηκε τον Θεόδωρο Γρίβα (1797-1862)…
Ο αντίκτυπος από τη δολοφονία του Πάνου Κολοκοτρώνη
Όπως γράφει εύστοχα ο Σπύρος Μελάς, «αυτός ο σκοτωμός αποφάσισε και τον αγώνα». Ο θάνατος του Πάνου συνεχίζει «ήτο κεραυνός για τον δυστυχή πατέρα του». Ο Θ. Κολοκοτρώνης αποτραβήχτηκε «εις την Στεμνίτσαν, ως ο Αδάμ απέναντι του παραδείσου και αγνάντευε την καταστροφήν της Πελοποννήσου της οποίας καταστροφής και λεηλασίας ολίγοι εκ των Πελοποννησίων τότε, κατά δυστυχίαν, φίλοι της πατρίδας των, έμειναν αμέτοχοι». (Φωτάκος)
Ο ίδιος (Φωτάκος) γράφει πως «η είδησις του θανάτου του (ενν. του Πάνου Κολοκοτρώνη) την νύχτα της 13ης ξημερώματα 14ης ετρόμαξε πολύ τους ανθρώπους και πολλαί γυναίκες από τη λύπην των απέβαλον διότι ο Πάνος ήταν καλόγνωμος και κοσμαγάπητος και ηγαπάτο από όλην την Πελοπόννησον».
Ο Πάνος Κολοκοτρώνης δεν ήταν μόνο ένας εξαιρετικός στρατιωτικός με ηγετικές ικανότητες αλλά όπως αναφέραμε ήταν πολύ μορφωμένος (για την εποχή του βέβαια). Ο Ανδρέας Ζαΐμης είχε πει χαρακτηριστικά όταν τον γνώρισε: «Δεν επιστεύαμεν ότι ο Κολοκοτρώνης είχε υιόν όπως αυτός. Είχαμε απατηθεί νομίζοντες ότι όλη η οικογένεια του Κολοκοτρώνη είναι αγροίκοι». Υπήρχαν όμως και κάποιοι που δεν στεναχωρήθηκαν ιδιαίτερα από τη δολοφονία του Πάνου Κολοκοτρώνη.
«Όλοι εχάρημεν εδώ (στην Αγγλία) ακούσαντες τον θάνατο του υιού Κολοκοτρώνη και είπαν η Ελλάς έχει τώρα Διοίκησιν. Το ίδιο εφώναξαν και αι εφημερίδες, οι αποστάται πρέπει να θανατώνονται» (Αρχείον Λάζαρου και Γιώργη Κουντουριώτη, τ. Δ’, σελ. 146). Ποιος ήταν όμως αυτός ο ξενιτεμένος Έλληνας που χάρηκε τόσο για τη δολοφονία του Πάνου Κολοκοτρώνη; «Μα ποιος άλλος από τον Ιωάννη Ορλάνδο που διαπραγματεύθηκε τα δάνεια στο Λονδίνο» γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης…
Ο «άλλος» Πάνος Κολοκοτρώνης (1836-1893)
Ας κάνουμε μία αναφορά και στον «άλλο» Πάνο Κολοκοτρώνη που γεννήθηκε το 1836. Ήταν γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και της Μαργαρίτας Βελισσάρη από τα Χαλκιάνικα των Καλαβρύτων η οποία ήταν σύντροφος του «Γέρου του Μοριά» από τα χρόνια της φυλάκισής του στην Ύδρα. Παρά τη ρητή εντολή του πατέρα του στη διαθήκη του, ο Πάνος Κολοκοτρώνης που ονομάστηκε έτσι στη μνήμη του στυγερά δολοφονημένου μεγαλύτερου ετεροθαλούς αδελφού του, αγνοήθηκε εντελώς από την οικογένεια Κολοκοτρώνη. Πάντως αναγνωρίστηκε με τη διαθήκη του πατέρα του και έλαβε σύνταξη ανήλικου τέκνου μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (1843). Έκανε αξιόλογη καριέρα ως στρατιωτικός και άφησε σημαντικό έργο ως Διοικητής της Σχολής Ευελπίδων (1881-1885). Στο ηρώο της Σχολής υπάρχει προτομή του μαζί με προτομή του Ιωάννη Καποδίστρια.
Πηγές:
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Α. ΚΟΚΚΙΝΟΥ, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ», Εκδόσεις «ΜΕΛΙΣΣΑ», 1974
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ, «Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821», Τόμος γ’, Τρίτη Έκδοση, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Σ.Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2018
Πηγή : protothema.gr