Νέα παρέμβαση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, Γεωργίας Αδειλίνη, για την υπόθεση του ποινικολόγου, Απόστολου Λύτρα, ο οποίος κατηγορείται για το ξυλοδαρμό της συζύγου του.
Η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Γεωργία Αδειλίνη, απέστειλε παραγγελία στην ανακρίτρια που χειρίζεται την υπόθεση.
Η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητάει την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα διεξαγωγή της ανάκρισης και εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο.
Σύμφωνα με πληροφορίες η νέα παραγγελία της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου με την οποία ζητάει επίσπευση της έρευνας για την υπόθεση του Απόστολου Λύτρα δόθηκε λόγω του γεγονότος ότι λόγω της φύσης του αδικήματος – βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη στο πλαίσιο ενδοοικογενειακής βίας- και του γεγονότος ότι ο κατηγορούμενος αφέθηκε ελεύθερος, κάτι που ενδεχομένως εγκυμονεί κίνδυνο για το θύμα.
Η εισαγγελική παραγγελία
Αναλυτικά η παραγγελία της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου έχει ως εξής :
Π ρ ο ς
Την κ. Ανακρίτρια του 18ου Ανακριτικού Τμήματος
του Πρωτοδικείου Αθηνών
Αφού λάβαμε υπόψη την εξαιρετική σοβαρότητα της πρόσφατης υπόθεσης κακουργηματικής ενδοοικογενειακής βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης από τον Α. Λ., η οποία εκδηλώθηκε σε βάρος της συζύγου του Σ..Π.,ως ακραία έκφραση της συνεχώς αυξανόμενηςενδοοικογενειακής βίας, που μαστίζει την κοινωνία, αλλά και τον κίνδυνο που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει το θύμα εν όψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της πιο πάνω πράξης, διατάσσουμε, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 32 εδ. γ ΚΠΔ: α) την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα διεξαγωγή της συναφούς κυρίας ανάκρισης, που διενεργείται ήδη δυνάμειπαραγγελίας του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, στην οποία προσδιορίζεται λεπτομερώς η διωκόμενη πράξη, χωρίς να παραβλεφθεί η ανάγκη, όπως είναι αυτονόητο, της πληρότητας της έρευνας και της συλλογής απαιτούμενων αποδεικτικών στοιχείων και β) την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα, ομοίως, εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο.
Η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Γεωργία Ευθ. Αδειλίνη
Αντίδραση από την Ένωση Δικαστών
Νωρίτερα, με ανακοίνωσή της η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων εξέφρασε την αντίδρασή της για την παρέμβαση του Αρείου Πάγου σχετικά με την απόφαση να αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους ο γνωστός ποινικολόγος Απόστολος Λύτρας, ο οποίος παραδέχτηκε ότι ξυλοκόπησε τη σύζυγό του.
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σε μια μακροσκελή επιστολή αναφέρει για την παρέμβαση του Αρείου Πάγου στην υπόθεση Λύτρα πως «η κρίση των δικαστικών λειτουργών είτε είναι ορθή, είτε λανθασμένη, υπόκειται μόνο στους κανόνες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και όχι σε πειθαρχικό έλεγχο» και τονίζει πως: «Ανεξαρτήτως των παραπάνω, παρατηρούμε ότι μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις των νέων Ποινικών Κωδίκων διεξάγεται στη δημόσια σφαίρα μια προσπάθεια ταύτισης της ορθής απονομής Δικαιοσύνης με την αυστηροποίηση».
Η επιστολή της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων:
«Σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ.1 του Συντάγματος « Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησίας», ενώ κατά την παράγραφο 2 «Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους…». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 109παρ.4 του ΚΟΔΚΔΛ «Δεν αποτελούν πειθαρχικά παραπτώματα για το δικαστικό λειτουργό: α…,β) η κρίση που ο δικαστικός λειτουργός εκφέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων του….γ)…», ενώ και κατά το άρθρο 7 παρ. 1 της Παγκόσμιας Χάρτας του Δικαστή «Εξαιρουμένης της περιπτώσεως δόλου ή βαριάς αμέλειας, οι οποίες διαπιστώνονται με αμετάκλητη απόφαση, δεν μπορεί να κινηθεί πειθαρχική δίωξη εναντίον δικαστή ως συνέπεια ερμηνείας του νόμου, εκτίμησης γεγονότων ή της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων που διενήργησε ο ίδιος για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης». Άλλωστε, όπως κρίθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμόν 25/2022 απόφασης του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 παρ. 4 Σ «..δεν επιτρέπεται πειθαρχικός και ποινικός έλεγχος των δικαστικών λειτουργών για την δικαστική τους κρίση καθεαυτή, δηλαδή για την επιστημονική άποψη που ακολούθησαν όσον αφορά τα νομικά ζητήματα που αντιμετώπισαν και την πεποίθηση την οποία σχημάτισαν από την εκτίμηση των αποδείξεων».
Η ανακρίτρια και ο εισαγγελέας που χειρίστηκαν τη δικογραφία σε βάρος κατηγορουμένου δικηγόρου για την πράξη της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης στο πλαίσιο κύριας ανάκρισης είναι οι μόνοι που έχουν πρόσβαση και γνωρίζουν το αποδεικτικό υλικό και οι μόνοι που μπορούν να κρίνουν τα κατάλληλα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού σε βάρος του κατηγορουμένου. Θυμίζουμε εξάλλου τον νομικό κανόνα πως η προσωρινή κράτηση επιβάλλεται κατ’ εξαίρεση σε κατηγορούμενο για κακούργημα, μόνο ως μέσο διασφάλισης της παρουσίας του στο δικαστήριο ή αποτροπής τέλεσης νέων εγκλημάτων, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που κατά περίπτωση προβλέπονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφόσον κρίνεται αιτιολογημένα ότι τα λοιπά μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, στα οποία δίνεται προτεραιότητα, δεν επαρκούν (ή ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση δεν μπορεί να επιβληθεί) και χωρίς να αρκεί μόνο η κατά νόμο βαρύτητα της πράξης. Η κρίση των δικαστικών λειτουργών είτε είναι ορθή, είτε λανθασμένη, υπόκειται μόνο στους κανόνες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και όχι σε πειθαρχικό έλεγχο.
Ανεξαρτήτως των παραπάνω, παρατηρούμε ότι μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις των νέων Ποινικών Κωδίκων διεξάγεται στη δημόσια σφαίρα μια προσπάθεια ταύτισης της ορθής απονομής Δικαιοσύνης με την αυστηροποίηση. Τα Μέσα Ενημέρωσης και η κοινή γνώμη που δήθεν αυτά εκφράζουν πλειοδοτούν στην επιβολή δρακόντειων ποινών. Οι θεσμοί των περιοριστικών όρων, της αναστολής της ποινής, η υφ΄ όρον απόλυση φαίνεται να αντιμετωπίζονται ως ακατανόητη επιείκεια παρόλο που απηχούν ισχυρούς θεσμούς του Κράτους Δικαίου, ενώ η προσωρινή κράτηση, η μη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση και οι μεγάλες ποινές, ως αντίδοτο στην εγκληματικότητα.
Η ανεξαρτησία του δικαστή – ζητούμενο και επιδίωξη μιας δημοκρατικής πολιτείας – καταλύεται όταν εισάγονται στη συνείδηση του υπολογισμοί και κριτήρια τρίτων που συνεπάγονται την αλλοτρίωση της προσωπικής του πεποίθησης με τη γνώμη εκείνων που μπορούν να του ασκήσουν πειθαρχικό έλεγχο. Οι παραπάνω διαπιστώσεις της υπ΄ αριθμόν 25/2022 απόφασης που ήδη μνημονεύτηκε, δεν αρκεί να μείνουν ως θεωρητική διακήρυξη της δικαστικής ανεξαρτησίας, αλλά θα πρέπει να μετουσιώνονται καθημερινά σε πράξη».
Βερβεσός: Επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις από τον Άρειο Πάγο
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο πρόεδρος της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, Δημήτρης Βερβεσός, ο οποίος με ανακοίνωσή του κάνει λόγο για επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις.
Η ανακοίνωση του Βερβεσού:
«Ο Πρόεδρος της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Δημήτρης Βερβεσός, με αφορμή το από 17.6.2024 κοινό Δελτίο Τύπου της Προέδρου και της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, έκανε την ακόλουθη δήλωση:
Η ηγεσία του Αρείου Πάγου, για μια ακόμη φορά, επιχειρεί με επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις να αντιμετωπίσει τα ζητήματα, που ανακύπτουν σε εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις, κάτι που, άλλωστε, έχει πράξει και κατά το πρόσφατο παρελθόν, όπως στις περιπτώσεις “του κινήματος της πετσέτας”, των συμβασιούχων, στο έγκλημα των Τεμπών, στο Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα, στην υπόθεση βιασμού ανηλίκου από τον καθ’ ομολογία δολοφόνο της 11χρονης.
Η πρακτική αυτή δεν συνάδει με το κύρος της Δικαιοσύνης και το Κράτος Δικαίου και οδηγεί μαθηματικά σε οπισθοδρόμηση και απαξίωση του θεσμού και των λειτουργών του…
Ο πειθαρχικός έλεγχος των δικαστών οφείλει να γίνεται μέσω των θεσμικών διαδικασιών, όπως η Επιθεώρηση Δικαστηρίων και το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Η πειθαρχική διαδικασία δεν μπορεί να παρεμβαίνει στην δικαιοδοτική κρίση των δικαστών, η οποία ελέγχεται μέσω των προβλεπόμενων ενδίκων μέσων και πειθαρχικά σε περιπτώσεις αξιόποινης ή αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς.
Δυστυχώς, η επιχειρούμενη υποκατάσταση θεσμικών διαδικασιών και ιδίως της αναποτελεσματικής μέχρι σήμερα λειτουργίας της Επιθεώρησης Δικαστηρίων, μέσω επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεων, προσφέρει αρνητικές υπηρεσίες στη Δικαιοσύνη και οδηγεί σε ραγδαία οπισθοχώρηση της ορθής λειτουργίας της. Ετσι, περιπτώσεις πολιτών, που έχουν προφυλακιστεί και έχουν εκτίσει πολύμηνες ποινές φυλάκισης και στη συνέχεια αθωώθηκαν καθώς επίσης και περιπτώσεις προδήλως παράνομων αποφάσεων εις βάρος της ελευθερίας και της περιουσίας πολιτών δεν έχουν ελεγχθεί από τα θεσμικά δικαστικά όργανα.
Το κύρος της Δικαιοσύνης διαφυλάσσεται με την αυστηρή τήρηση των δικονομικών και ουσιαστικών κανόνων και όχι με την επιλεκτικές επικοινωνιακές παρεμβάσεις και την έκδοση Δελτίων Τύπου, ανάλογα με την πολιτική, οικονομική και κοινωνική επικαιρότητα».
Πηγή: newsit.gr