Τέτοια εποχή πριν από πενήντα χρόνια η Ελλάδα και η Κύπρος περνούσαν μερικές από τις δυσκολότερες στιγμές της ιστορίας τους. Είχε προηγηθεί ο «Αττίλας Ι», η τουρκική εισβολή στην Κύπρο που ξεκίνησε στις 20 Ιουλίου 1974. Παρά την εκεχειρία και την κατάπαυση του πυρός στις 22 Ιουλίου, η Τουρκία που λόγω της σθεναρής αντίστασης των Κυπρίων και των ελληνικών δυνάμεων που βρίσκονταν στη Μεγαλόνησο και της ανικανότητάς της («Οι Τούρκοι πολεμούν άθλια» είχε πει ο Χένρι Κίσινγκερ) είχε καταλάβει ως τότε μόλις το 3% του κυπριακού εδάφους στην περιοχή της Κυρήνειας. Τελικά κατόρθωσε με διαρκείς παραβιάσεις της εκεχειρίας (57 παραβιάσεις κατήγγειλε ο Κ. Καραμανλής στον Ετσεβίτ ότι είχαν γίνει ως τις 24/7) να προωθηθεί αρκετά. Δυστυχώς, όπως έχει δηλώσει σε συνέντευξή του ο αείμνηστος ήρωας της Κύπρου Γεώργιος Παπαμελετίου, κάτι ανάλογο (και χειρότερο…) έγινε και με τον «Αττίλα 2», όπου οι Τούρκοι ουσιαστικά χωρίς μάχες, τοποθετώντας σημαίες σε διάφορα σημεία κατόρθωσαν να καταλάβουν περισσότερο από το 1/3 του εδάφους της μαρτυρικής Μεγαλονήσου… Στις 23 Ιουλίου κατέρρευσαν τόσο η χούντα της Ελλάδας όσο και η πραξικοπηματική κυβέρνηση της Κύπρου. Την ηγεσία της χώρας μας όπως είναι γνωστό ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και σχηματίστηκε Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Υπουργός Εξωτερικών ανέλαβε ο Γεώργιος Μαύρος και Υπουργός Εθνικής Αμύνης ο Ευάγγελος Αβέρωφ.
Ακολούθησε η Διάσκεψη της Γενεύης για το Κυπριακό που έγινε σε δύο φάσεις. Η πρώτη από τις 25 ως τις 30 Ιουλίου 1974 και η δεύτερη από τις 8 ως τις 14 Αυγούστου 1974. Η Διάσκεψη της Γενεύης συγκλήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 5 του ψηφίσματος 353/1974 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Στην πρώτη φάση της συμμετείχαν οι Υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας Γ. Μαύρος, της Μ. Βρετανίας, Τζέιμς Κάλαχαν, και της Τουρκίας, Τουράν Γκιουνές. Στη δεύτερη φάση συμμετείχαν και οι εκπρόσωποι της ελληνοκυπριακής (Γλαύκος Κληρίδης) και της τουρκοκυπριακής (Ραούφ Ντενκτάς) πλευράς. Ήταν φανερό ότι ιδιαίτερα στη δεύτερη φάση η Τουρκία δεν πήγε στη Γενεύη για να διαπραγματευτεί. Κωλυσιεργούσε με σκοπό να ενισχύσει τις δυνάμεις της στην Κύπρο για τις επιχειρήσεις που ετοίμαζε («Αττίλας 2»). Ακολουθώντας τη γνωστή παρελκυστική τακτική των μαξιμαλιστικών απαιτήσεων αποκοίμισε την ελληνική πλευρά η οποία αιφνιδιάστηκε όπως συνήθως… Οι διασκέψεις στη Γενεύη τελείωσαν στις 14 Αυγούστου και μία ώρα αργότερα ξεκίνησε η επιχείρηση «Αττίλας 2» στην Κύπρο που είχε ως τελικό αποτέλεσμα την κατάληψη του 37% του εδάφους της από την Τουρκία. Ο «Αττίλας 2» προκάλεσε την οργή της διεθνούς κοινότητας, την οποία, όπως βλέπουμε μέχρι και σήμερα, η Τουρκία αγνοεί συστηματικά και συμπεριφέρεται με βάση αυτό που η ίδια θεωρεί Διεθνές Δίκαιο.
Το δραματικό πολεμικό συμβούλιο στην Ελλάδα
Τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου 1974 έγινε στο ελληνικό Πεντάγωνο μία από τις κρισιμότερες και δραματικότερες συσκέψεις στη νεότερη ελληνική ιστορία. Η είδηση ότι οι Τούρκοι εξαπέλυσαν νέα επίθεση στην Κύπρο, έγινε γνωστή στην Αθήνα γύρω στις 5 π.μ. της 14/8/1974. Στις 5:15 π.μ., ο τότε αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων Γρηγόριος Μπονάνος ενημέρωσε τον Πρωθυπουργό Κων/νο Καραμανλή και τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης Ευάγγελο Αβέρωφ, που έφτασε γρήγορα στο Πεντάγωνο. Εκεί ήταν ήδη εκτός από τον Μπονάνο, οι τότε ΑΓΕΣ Ανδρέας Γαλιατσάνος, ΑΓΕΑ Αλέξανδρος Παπανικολάου και ΑΓΕΝ Πέτρος Αραπάκης. «Έκρινα την κατάσταση απελπιστική» είπε αργότερα ο Αβέρωφ σε δικούς του ανθρώπους. Σύντομα κατέφθασαν οι Καραμανλής και Ράλλης και ξεκίνησε γύρω στις 6 το πρωί το Πολεμικό Συμβούλιο. Αποφασιστικός ο Καραμανλής, μετά την ανάλυση της κατάστασης επί χάρτου από τον Μπονάνο διέταξε να κατευθυνθούν στην Κύπρο τρία υποβρύχια που βρίσκονταν μεταξύ Κρήτης και Ρόδου και να τορπιλίσουν τα τουρκικά πλοία στην Κύπρο και ένα σμήνος, πολεμικών αεροσκαφών από την Κρήτη να μεταβεί στην Κύπρο και να βομβαρδίσει τους κυριότερους στόχους. Οι στρατιωτικοί εξέφρασαν τις επιφυλάξεις τους, όμως ο Καραμανλής επέμενε. Αντιρρήσεις είχε και ο Αβέρωφ, ενώ ο Ράλλης συμφώνησε με τον πρωθυπουργό. Όλα αυτά έκαναν τον Καραμανλή να γίνει πιο διαλλακτικός και να πει: «Ορίστε, να το συζητήσουμε…».
Εκεί, οι στρατιωτικοί είπαν ότι τα αεροπλάνα θα παρέμεναν για σύντομο χρονικό διάστημα στον εναέριο χώρο της Κύπρου και οι βόμβες που θα έριχναν θα έπεφταν στη θάλασσα, ενώ οι πιλότοι τους ή θα έπρεπε να πέσουν με αλεξίπτωτο, καθώς τα καύσιμά τους θα είχαν τελειώσει ή να προσγειωθούν σε αεροδρόμια του Λιβάνου ή της Συρίας, με αβέβαιες συνέπειες. Οι επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων ισχυρίστηκαν ότι τα «Φάντομ» που μόλις είχαν αποκτηθεί και μπορούσαν να ρίξουν 24 βόμβες, αντί για 2 που έριχναν τα άλλα, δεν ήταν επιχειρησιακά έτοιμα, κάτι που έχει διαψευστεί επανειλημμένα από τους τότε χειριστές τους τα επόμενα χρόνια…
Όσο για τα υπερσύγχρονα υποβρύχια που διέθετε η χώρα μας οι τέσσερις στρατιωτικοί είπαν ότι θα ήταν άκρως επικίνδυνο να κατευθυνθούν στην Κύπρο, καθώς στη Μεγαλόνησο είχαν ήδη φτάσει τουρκικά υποβρύχια που θα τα εντόπιζαν.
Έξαλλος ο Καραμανλής ζήτησε από τους στρατιωτικούς να βγουν από τον αίθουσα. Σ’ αυτήν έμειναν μαζί του οι Ράλλης και Αβέρωφ. Ο Καραμανλής κατηγόρησε σφοδρά τους χουντικούς για την κατάσταση των Ενόπλων Δυνάμεων και αποφάσισε να ακυρώσει τη διαταγή που είχε δώσει για αποστολή υποβρυχίων και αεροπλάνων στην Κύπρο. Νέα του απόφαση ήταν να συγκροτηθεί μια Μεραρχία, να μεταφερθεί στην Ανατολική Κρήτη και από εκεί να μεταβεί στην Κύπρο.
Κλήθηκαν και πάλι οι στρατιωτικοί που ανέφεραν ότι θα χρειαζόταν 6-7 μέρες για τη συγκρότηση της Μεραρχίας. Αυτό απογοήτευσε τον Καραμανλή, που μην έχοντας πλέον άλλες στρατιωτικές επιλογές, αποφάσισε να «παίξει» το διπλωματικό χαρτί, που, θεωρούσε, ότι έχει: την αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Άφησε όμως ανοιχτό το θέμα της αποστολής της Μεραρχίας, λέγοντας ότι θα ασχοληθεί ο ίδιος με αυτό.
Η αποχώρηση από το ΝΑΤΟ
Η αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ είχε προταθεί στον Καραμανλή λίγες μέρες πριν από τον διπλωμάτη και λογοτέχνη Άγγελο Βλάχο, Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών τότε. Γι’ αυτό και η πρώτη κουβέντα του Καραμανλή μετά τη λήψη της ιστορικής του αυτής απόφασης ήταν: «Πάρτε μου αμέσως τον Βλάχο! Ξυπνήστε τον, στο σπίτι του…». Ο Καραμανλής είπε στον αγουροξυπνημένο Βλάχο: «Φεύγουμε από το ΝΑΤΟ» και του έδωσε εντολές για τις ειδικές διπλωματικές «νότες» που έπρεπε να επιδοθούν από τους Έλληνες πρεσβευτές στις κυβερνήσεις των χωρών – μελών της Συμμαχίας, καθώς και στο Στρατηγείο της βορειοατλαντικής Συμμαχίας στις Βρυξέλλες. Η ανάθεση αυτής της σημαντικής αποστολής στον Άγγελο Βλάχο έγινε γιατί ο Υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Μαύρος βρισκόταν ακόμα στη Γενεύη. «Και τώρα πάρτε μου τον Λαμπρία, στη «Μεγάλη Βρετανία’ είναι», είπε, ο Καραμανλής. Λίγο αργότερα μιλώντας με τον Παναγιώτη Λαμπρία, Υφυπουργό Τύπου τότε, του είπε: «Έλα αμέσως στο Πεντάγωνο…». Την ώρα που ο Λαμπρίας κατέβαινε από το δωμάτιο – γραφείο του Καραμανλή συναντήθηκε με τον πολιτικό συντάκτη των «Νέων» Βασίλη Κοραχάη, που είχε πάει στο ξενοδοχείο για να μάθει πληροφορίες. Καθώς το υπουργικό αυτοκίνητο δεν ήταν διαθέσιμο, ο Κοραχάης μετέφερε με το δικό του τον Λαμπρία στο Πεντάγωνο.
Όταν έφτασαν, λίγο πριν τις 7 π.μ. στο Πεντάγωνο, ο Λαμπρίας πήγε στο γραφείο του Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων όπου οι Καραμανλής, Ράλλης και Αβέρωφ συνέτασσαν την επίσημη ανακοίνωση. Σε λίγο, αυτή ήταν έτοιμη και ο Βασίλης Κοραχάης ήταν ο πρώτος δημοσιογράφος που την πήρε στα χέρια του, χαρίζοντας στα «Νέα» μια μεγάλη πρωτιά… Σύντομα, οι ελληνικοί ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί, κρατικοί μόνο υπήρχαν τότε, αλλά και τα μεγάλα ξένα πρακτορεία ειδήσεων μετέδιδαν τη σημαντική είδηση: η Ελλάδα αποχωρούσε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, μιας Συμμαχίας που δεν μπόρεσε να την προστατεύσει όχι από τους εχθρούς, αλλά από τους υποτιθέμενους φίλους… Πάντως πριν απ’ όλους έμαθε την εξέλιξη αυτή ο Γεώργιος Ράλλης. Τη νύχτα της 13ης προς 14η Αυγούστου βρισκόταν στο Πόρτο Ράφτη. Εκεί, τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου δέχτηκε τηλεφώνημα από τον Καραμανλή για να μεταβεί στη «Μεγάλη Βρετανία». Καθώς το υπουργικό αυτοκίνητο βρισκόταν στην Αθήνα, ο Ράλλης πήρε το αυτοκίνητο της συζύγου του και πήγε στο Σύνταγμα. Εκεί τον περίμενε ο Καραμανλής και μαζί ξεκίνησαν για το «Πεντάγωνο». Όπως γράφει ο Σταύρος Ψυχάρης, στο ύψος της Πλατείας Ρηγίλλης ο Καραμανλής είπε στον Ράλλη: «Άκουσε εδώ, ύστερα από όλα αυτά δεν μπορούμε να παραμείνουμε στο ΝΑΤΟ. Θα αποχωρήσουμε».
Διεργασίες μετά την ανακοίνωση της αποχώρησης από το ΝΑΤΟ
Το μεσημέρι της 15ης Αυγούστου 1974 ο Γ. Μαύρος κάλεσε στο Υπουργείο Εξωτερικών τον Βρετανό πρεσβευτή στην Αθήνα Ρόμπιν Χούπερ και του ζήτησε να μεταφέρει στην κυβέρνησή του, το αίτημα να προστατέψει η Βρετανία την ελληνική νηοπομπή με τη Μεραρχία στην Κύπρο. Η απάντηση δεν ήρθε από το Φόρεϊν Όφις, αλλά από τον ίδιο τον Βρετανό πρωθυπουργό Χάρολντ Ουίλσον, ο οποίος σε επιστολή του προς τον Κ. Καραμανλή, παρά τα θερμά λόγια του για τον ίδιο, αρνήθηκε να παράσχει βοήθεια στην ελληνική νηοπομπή. Ο Χούπερ επισκέφθηκε και τον Ευάγγελο Αβέρωφ στο Πεντάγωνο, όπου ουσιαστικά αποκάλυψε ότι η απόρριψη του ελληνικού αιτήματος έγινε σε συνεννόηση με τις Η.Π.Α. Πάντως ο Χούπερ έδειχνε πολύ ανήσυχος. Οι ανησυχίες του εντάθηκαν ακόμα περισσότερο, όταν στο ερώτημά του στον Αβέρωφ τι θα γίνει αν η Μεραρχία φτάσει στον Κύπρο όπου θα πρέπει να αντιμετωπίσει υπέρτερες στρατιωτικές δυνάμεις έλαβε μια απάντηση που τον πάγωσε: «Θα πολεμήσει ηρωικά έστω κι αν χρειαστεί να φονευθεί και ο τελευταίος άνδρας της!…Έτσι θα αντιληφθεί ολόκληρος ο κόσμος και ιδιαίτερα η Δύση το μέγεθος της αδικίας», ήταν τα λόγια του Ευάγγελου Αβέρωφ. Είναι σχεδόν απίστευτο πάντως, ότι παρά το γεγονός ότι είχαν μεσολαβήσει μόνο 20 μέρες από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και λογικά επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση στις Ένοπλες Δυνάμεις, η «Μεραρχία Κρήτης» είχε συγκροτηθεί και ήταν έτοιμη να μετακινηθεί στην Κύπρο το απόγευμα της Δευτέρας 19 Αυγούστου 1974. Επικεφαλής της τέθηκε ο Στρατηγός Βορρηάς των Καταδρομών. Πάντως η αρνητική απάντηση Ουίλσον καθιστούσε άκρως προβληματική τη μετακίνησή της στη Μεγαλόνησο. Για μια ακόμα φορά στην ιστορία, η Ελλάδα βρέθηκε μόνη της, χωρίς κανέναν σύμμαχο.
Κωνσταντίνος Καραμανλής: «Επικεφαλής (της Μεραρχίας) θα είμαι εγώ…».
Το απόγευμα του Σαββάτου 17 Αυγούστου 1974 ο Κ. Καραμανλής κάλεσε στο μικρό διαμέρισμα-γραφείο που χρησιμοποιούσε στον 5ο όροφο του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία» τον Ευάγγελο Αβέρωφ. Εκεί, σε μια δραματική «κλειστή» σύσκεψη ο Καραμανλής λέγοντας ότι η διεθνής κοινή γνώμη φαίνεται ότι έχει στραφεί εναντίον της Τουρκίας, μάλλον θα πρέπει η «Μεραρχία Κρήτης» να κινηθεί προς την Κύπρο έστω χωρίς κάλυψη.
-«Για την ασφάλεια της Μεραρχίας θα πάω μαζί, επικεφαλής της, εγώ!» είπε ο Κ. Καραμανλής και ρώτησε τον Ε. Αβέρωφ: «Δέχεσαι να έλθεις και συ μαζί μου;». «Ναι, θα έρθω», απάντησε ο Ηπειρώτης πολιτικός. Αν η νηοπομπή με τη Μεραρχία αναχωρούσε για την Κύπρο και ανακοινωνόταν επίσημα και διεθνώς από την Αθήνα ότι επικεφαλής της θα ήταν ο Έλληνας πρωθυπουργός και ο Έλληνας υπουργός Εθνικής Αμύνης οι Τούρκοι θα ήταν μάλλον απίθανο να τη βομβαρδίσουν. Έτσι, έκλεισε εκείνο το απόγευμα η συζήτηση μεταξύ Καραμανλή-Αβέρωφ. Σε νέα σύσκεψη το απόγευμα της 19ης Αυγούστου εξετάστηκαν τα δεδομένα εκ νέου. Επικράτησε η λογική καθώς ακόμα κι αν έφτανε αλώβητη η Μεραρχία θα είχε να αντιμετωπίσει πολύ περισσότερα τουρκικά στρατεύματα. Πιθανότατα, οι απώλειές της θα ήταν σημαντικότατες και θα χάνονταν επίλεκτοι στρατιώτες. Έτσι, κάπου εκεί έκλεισε το κεφάλαιο «Μεραρχία Κρήτης».
Οι αντιδράσεις για την αποχώρηση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ
Μετά την αρχική έκπληξη, σύσσωμη σχεδόν η ελληνική κοινωνία επιδοκίμασε την απόφαση Καραμανλή. Σε μια εξαιρετική διπλωματική εργασία για την αποχώρηση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ, η ‘Ελενα Αρχιμανδρίτου-Οικονόμου παρουσιάζει πολλές σχετικές λεπτομέρειες. Ας δούμε συνοπτικά τις αντιδράσεις των πολιτικών κομμάτων αμέσως μετά την ανακοίνωση-βόμβα της κυβέρνησης. Ο Κεντρώος πολιτικός Ιωάννης Ζίγδης (μετέπειτα αρχηγός της ΕΔΗΚ) έδωσε συγχαρητήρια στην κυβέρνηση και ζήτησε την απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων. Η Ε.Δ.Α. μέσω του Ηλία Ηλιού, τόνιζε ότι η αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ ήταν εθνικά αξιοπρεπής και ορθή πολιτική ενέργεια. Θαρραλέα ενέργεια, χαρακτήριζε την αποχώρηση από το ΝΑΤΟ η Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. Εσωτερικού, ενώ ο Ανδρέας Παπανδρέου τη χαρακτήρισε «εθνική ενέργεια» και εξέφρασε την ευχάριστη έκπληξή του.
Στο μεταξύ, ο τότε Γ.Γ. του ΝΑΤΟ, Ολλανδός Γιόζεφ Λουνς θεωρούσε ότι λόγω της παρουσίας του παλιού του φίλου Ευάγγελου Αβέρωφ στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης, η Ελλάδα δεν θα αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ. Σε τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του όμως διαψεύστηκε πανηγυρικά. Ο Αβέρωφ, στο τέλος της συνομιλίας τους ήταν σαφής: «Σας παρακαλώ όμως να σημειώσετε ότι δεν πρέπει να έχετε την παραμικρή αμφιβολία: δεν πρόκειται για διπλωματικό ελιγμό ή για οποιασδήποτε μορφής εκβιαστική ενέργεια. Αποχωρούμε πραγματικά από το ΝΑΤΟ («We mean business» είπε ο Αβέρωφ), διότι έχουμε καταλήξει σε οριστικές αποφάσεις. Μία μόνο περίπτωση ανακλήσεως των αποφάσεων μας υπάρχει και αυτή είναι η ειρηνική διευθέτηση των διαφορών μας με την Τουρκία, με τη συμπαράσταση της συμμαχίας του ΝΑΤΟ».
Στο ΝΑΤΟ, όταν αντιλήφθηκαν ότι η Ελλάδα δεν μπλοφάρει, θορυβήθηκαν έντονα. Ας μην ξεχνάμε ότι το 1974, υπήρχε και η Σοβιετική Ένωση που θεωρούσε ότι θα ωφεληθεί από τις εξελίξεις. Ένας πόλεμος Ελλάδας-Τουρκίας, δεν θα την ενοχλούσε καθόλου… Οι επιτελείς του ΝΑΤΟ διαπίστωσαν ότι πλέον η συνοχή της Συμμαχίας στο ανατολικά της ήταν παρελθόν. Από τις ακτές της Ιταλίας στην Αδριατική ως τα τουρκικά παράλια υπήρχε ένα τεράστιο κενό, περίπου 1.000 μιλίων. Νατοϊκός αξιωματούχος διαπίστωσε χαρακτηριστικά: «Χωρίς αμφιβολία, η Ελλάδα θεωρούνταν βασικό κλειδί του κοινού νότιου αμυντικού συστήματος. Απλά εξετάστε έναν χάρτη. Πώς γεφυρώνεται το τεράστιο στρατιωτικό χάσμα μεταξύ της Ιταλίας και της Τουρκίας;». Υπήρξε επίσης έντονος φόβος για απομάκρυνση και των αμερικανικών βάσεων από την Ελλάδα. Ιδιαίτερα σημαντική για τους νατοϊκούς ήταν η βάση της Σούδας, η οποία θεωρείται ένα από καλύτερα φυσικά λιμάνια στον κόσμο… Το κενό δεν ήταν όμως μόνο εδαφικό αλλά αφορούσε και το στρατιωτικό προσωπικό. Από καίριες θέσεις, αποσύρθηκαν άμεσα: 240 αξιωματικοί από εγκαταστάσεις του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, 200 από το Αρχηγείο της Σμύρνης και 35.000 αξιωματικοί και στρατιώτες από θέσεις στα σύνορα με τη Βουλγαρία, που τότε ανήκε στο Ανατολικό μπλοκ, οι οποίοι μετακινήθηκαν στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Είχε προηγηθεί βέβαια η αποχώρηση της Γαλλίας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ το 1966, που όμως δεν είχε την ίδια γεωπολιτική σημασία με εκείνη της Ελλάδας.
Επίλογος
Αυτή είναι η ιστορία, της άγνωστης σε πολλούς, προσωρινής αποχώρησης της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής παραδέχτηκε αργότερα ότι η ενέργεια αυτή ήταν ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά του λάθη. Η Ελλάδα έμεινε εκτός του στρατιωτικού σκέλους του ΝΑΤΟ περίπου έξι χρόνια. Στις 19 Οκτωβρίου 1980 η κυβέρνηση Γεωργίου Ράλλη αποφάσισε την επανένταξη της χώρας μας σε αυτό. Οι δυτικές κυβερνήσεις χαιρέτησαν την ελληνική επιστροφή στο ΝΑΤΟ, στο οποίο είχε ενταχθεί το 1952 επί κυβερνήσεως Νικολάου Πλαστήρα. Αντίθετα, η ΕΣΣΔ που μάλλον ενοχλήθηκε από την επάνοδο της χώρας μας στο ΝΑΤΟ, μέσω του πρακτορείου TASS τόνισε ότι η Ελλάδα υπέκυψε στις πιέσεις των Δυτικών. Το 1980 ήταν μια εποχή διαφορετική από το 1974. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Πολλοί αποδίδουν αυτή του την κίνηση στο ότι ήθελε να αποφύγει την ήττα από τον τυφώνα Ανδρέα Παπανδρέου. Με το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και άλλα παρεμφερή ο Ανδρέας Παπανδρέου κέρδισε πανηγυρικά τις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981 και το ΠΑΣΟΚ (μαζί με τον λαό…) ανέβηκε στην εξουσία. Η Ελλάδα δεν βγήκε ούτε από το ΝΑΤΟ ούτε από την Ε.Ο.Κ., τη νυν Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η αποχώρηση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ το 1974 έχει συζητηθεί πολύ. Ήταν μια απόφαση που έλαβε εν θερμώ ο Κωνσταντίνος Καραμανλής; Ήταν μέρος κάποιου ευρύτερου σχεδίου; Στόχευε κάπου; Άγνωστο… Η Τουρκία μάλλον επωφελήθηκε από την εξαετή έξοδο της Ελλάδας, που εξακολουθεί να είναι το καλό και υπάκουο παιδί που θεωρείται δεδομένο και αρκείται στα καλά λόγια των συμμάχων και στα φιλικά (ή μήπως δόλια;) χτυπήματά τους στην πλάτη…
Πηγή: ΣΤΑΥΡΟΣ Π. ΨΥΧΑΡΗΣ, «Οι 70 κρίσιμες ημέρες», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ, Αθήνα, 1976