Το βροντερό «Όχι» στους Ιταλούς, τα ξημερώματα της Δευτέρας 28ης Οκτωβρίου 1940, συνοδεύτηκε και από ένα βροντερό «Ναι» των Ελλήνων, στο κάλεσμα της Πατρίδας!
Η Επέτειος του ΟΧΙ μνημονεύει την άρνηση της Ελλάδας στις ιταλικές αξιώσεις που περιείχε το τελεσίγραφο που επιδόθηκε από τον Ιταλό πρέσβη στον Έλληνα δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά την 28η Οκτωβρίου του 1940. Συνέπεια της άρνησης αυτής ήταν η είσοδος της Χώρας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940.
O ίδιος ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του, που εξέδωσε το 1945, περιγράφει τη σκηνή:
«Έχω εντολή κ. πρωθυπουργέ να σας κάνω μία ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Παρακολούθησα την συγκίνηση εις τα χέρια και εις τα μάτια του. Με σταθερή φωνή και βλέποντάς με κατάματα ο Μεταξάς μου είπε: “Αυτό σημαίνει πόλεμο”. Του απήντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ΟΧΙ. Του πρόσθεσα ότι αν ο στρατηγός Παπάγος…, ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως»
Ο Ιωάννης Μεταξάς εκείνη τη στιγμή είχε εκφράσει το ελληνικό λαϊκό συναίσθημα, την άρνηση της υποταγής, και αυτή η άρνηση πέρασε στον τότε ελληνικό δημοσιογραφικό τύπο με την λέξη «ΟΧΙ». Σημειώνεται πως αυτούσια η λέξη «ΟΧΙ» παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» του Ν. Π. Ευστρατίου στις 30 Οκτωβρίου του 1940.
Στις 5 και μισή τα ξημερώματα, ξεκίνησε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος με την αιφνιδιαστική εισβολή (το τελεσίγραφο όριζε ότι η επίθεση θα ξεκινούσε στις 6 π.μ.) των ιταλικών στρατευμάτων στην Ήπειρο, οπότε η Ελλάδα αμυνόμενη εισήλθε στον πόλεμο
Το βροντερό «Όχι» στους Ιταλούς, τα ξημερώματα της Δευτέρας 28ης Οκτωβρίου 1940, συνοδεύτηκε και από ένα βροντερό «Ναι» των Ελλήνων, στο κάλεσμα της Πατρίδας!
Κανείς δεν έλειψε από το κάλεσμα της Πατρίδας, στον πόλεμο ενάντια των Ιταλών. Όλοι έδωσαν το βροντερό «παρών», πολεμώντας στο αλβανικό Μέτωπο. Η υπεράσπιση της Πατρίδας ήταν μία μάχη που δόθηκε από όλους τους Έλληνες. Ανώνυμοι κι «επώνυμοι» της εποχής βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του πολέμου, για να προασπίσουν τα συμεφόρντα του ελληνικού λαού, με κίνδυνο της ζωή τους.
Εκεί βρέθηκαν και πολλοί καλλιτέχνες, ποιητές, συγγραφείς δημοσιογράφοι, που κάλυπταν τον πόλεμο, αλλά και πολιτικοί. Μάλιστα, έβαζαν μέχρι και… μέσο, προκειμένου να βρεθούν στο Μέτωπο.
Ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Γιάννης Τσαρούχης, ήταν κάποια από τα ονόματα που πολέμησαν στον ελληνοϊταλικό Πόλεμο. Ο Γιώργος Θεοτοκάς προκειμένου να τον δεχτούν ως εθελοντή, ζήτησε από τον τότε στρατηγό, Σέργιο Γυαλίστρα, ρουσφέτι! Ο Οδυσσέας Ελύτης βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του πολέμου, ως ανθυπολοχαγός, γράφοντας, αργότερα, το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Ο σπουδαίος ζωγράφος, Γιάννης Τσαρούχης είχε πάντα μαζί του, μία εικόνα της Παναγιάς.
Το Μέτωπο του 1940 στην Αλβανία, αλλά και οι κατοπινές εξελίξεις με την Κατοχή, τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο ενέπνευσαν τον Οδυσσέα Ελύτη να συνθέσει τα πολύ γνωστά μας έργα « Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολογαχό της Αλβανίας» και « Το Άξιον Εστί». Εμπνεύστηκε όμως ακόμα και έγραψε την «Αλβανιάδα», την « Καλωσύνη στις Λυκοποριές» και τη «Βαρβαρία».
Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας
Οδυσσέας Ελύτης, «Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, Στ΄», Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2008, σ. 107-108.
απόσπασμα
Στ΄
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε.
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του.
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα…
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί.
Τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήτανε τόσος ο Έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
Η αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Να βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν…
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα…
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Και με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
-Φωτιά στην άνομη φωτιά!-
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!
Καταθέτει ο ποιητής σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Πανσπουδαστική» τον Οκτώβριο του 1962 γι’ αυτήν την περιπέτεια που σημάδεψε το κατοπινό του έργο και τον ώθησε να δει διαφορετικά τη σχέση ανάμεσα στην ποίηση , τον ποιητή και την κοινωνία.
« Τι να έκανα εγώ, ένα χαλασμένο παιδί της Αθήνας. Με κόπο, κόπο ανυπολόγιστο, κατάφερα να είμαι απλώς συνεπής προς την αποστολή μου. Αλλά είδα στα πρόσωπα των στρατιωτών μου τη λάμψη που είναι ικανός ο ελληνισμός ν’ αναδώσει όταν πιστεύει στο δίκιο του. Και γνώρισα από κοντά την αψηφισιά του θανάτου, την ακατάβλητη θέληση της ζωής που έγινε τελικά και δική μου. Στο μέτωπο, αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε όπου βρίσκαμε , ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήτανε μολυσμένα. Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια και με ζώο για να βρεθώ σε βατό δρόμο και να διακομισθώ στο Νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Έμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά. Με είχανε αποφασίσει, αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου. Θυμάμαι ότι αρνήθηκα να με μεταφέρουν στον μικρό θάλαμο των ετοιμοθανάτων, όπως κάποιο άλλο βράδυ αρνήθηκα να κοινωνήσω και να εξομολογηθώ στον παπά που μου φέρανε, όταν η κρίση της αρρώστειας έφτασε στο κατακόρυφο. Μόλις αρχίσανε οι βομβαρδισμοί, ανοίγανε το διπλανό μου παράθυρο – μην σπάσουν τα τζάμια και τιναχτούν απάνω μου – και φεύγανε όλοι στα καταφύγια. Έτσι πέρασα όλες τις τρομερές μέρες της Γερμανικής επιθέσεως. Κατάμονος σ’ έναν έρημο θάλαμο, και γεμάτος πληγές από την απόλυτη ακινησία. Και την ημέρα που κρίθηκε ότι είχα γλυτώσει και άρχισε να υποχωρεί ο πυρετός, ήρθε η διαταγή να εκκενωθεί το Νοσοκομείο. Με βάλανε όπως όπως σ’ ένα φορείο, που το χώσανε σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Η φάλαγγα από τα Γιάννενα ως το Αγρίνιο πολυβολήθηκε οκτώ φορές από τα « στούκας». Οι φαντάροι τρέχανε στα χωράφια, όμως εγώ ήταν αδύνατο να σταθώ όρθιος έστω και για μια στιγμή. Τελικά, στο Αγρίνιο, με παρατήσανε σ’ ένα πεζούλι και φύγανε. Μια καλή κοπέλλα, εθελοντής νοσοκόμος με άλλη αποστολή, με βοήθησε και μ’ έσυρε ως το υπόγειο μιας καπναποθήκης, όπου σωριάστηκα κ’ έμεινα τρεις μέρες. Αλλά τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία για τους άλλους. Σημασία έχει ότι « έζησα το θαύμα» και σώθηκα από ένα θαύμα…»
Εκτός από τους παραπάνω, στο Έπος του 40 πολέμησαν, μεταξύ πολλών άλλων και οι:
Λυκούργος Καλλέργης (ηθοποιός)
Μάνος Κατράκης (ηθοποιός)
Άγγελος Τερζάκης (συγγραφέας)
Λουκής Ακρίτας (συγγραφέας)
Σπύρος Βασιλείου (ζωγράφος)
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (πρώην πρωθυπουργός)
Γεώργιος Ράλλης (πολιτικός)
Χαρίλαος Φλωράκης (πολιτικός)
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, «ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΓΙΟΣ (1940)»
Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγησε η Πίνδος
σαν να ’χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν:
«Ίτε παίδες Ελλήνων…»
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οι μάνες στα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν.
Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιο πηγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
κι αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες τα σύννεφα
χανόταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, «ΕΛΛΑΔΑ»
(Οχτώβρης 1940)
Ακέρια η γης εσείστηκε κι εβρόντηξε όλη η πλάση –
μια φούχτα άνθρωποι ανίσκιωτοι, μες σε μια φούχτα τόπο,
κάτι σπασμένα μάρμαρα, κάτι φαρδιά πλατάνια,
μόνο μπαρούτι τους το φως και σκάγια τους οι ελιές τους
και δίπλα τους η Παναγιά, κι η Λευτεριά μπροστά τους
να φέγγει απ’ το βαθύ καημό κι απ’ τα πορτοκαλάνθια.
Κι εκεί, στου δρόμου το σταυρό, στο μυστικό δαφνώνα,
να οι Θερμοπύλες έτοιμες, να και το Εικοσιένα,
όρθια τ’ αλέτρια κι οι πηγές, όρθιοι κι οι αποθαμένοι,
η Ελλάδα η μυριοπίκραντη με τα γαλάζια μάτια,
μ’ ένα σταμνί στην κεφαλή, μ’ ένα σπαθί στο χέρι,
κι απάνου στο χωμάτινο σπασμένο κεραμίδι
δυο καρβουνάκια κόκκινα κι ένα κουκκί λιβάνι,
η φλόγα της καλής αντρειάς, του δίκιου ο δυναμίτης –
κι ακέρια η γης εβρόντηξε κι ο κόσμος εφωτίστη.
ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ, «28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ»
Σειρήνα που στριγγά σκούζεις, σκληρίζεις πάλι,
σαν κουκουβάγιας θρήνος λάλησες αυγή.
Σ’ ενός πρωινού σε πρωτακούσαμε τη ζάλη
και πέντε χρόνια ακέρια έχουν βγει.
Κίνησαν τότε κατ’ εμάς τα εκατομμύρια
κι οι λόγχες που θα μας τσακίζαν τα πλευρά,
μα δεν αργήσαν ν’ ακουστούν τα νικητήρια
με το δικό μας τον «αέρα!» βροντερά.
Γεια σας, της Αλβανίας απλόκαρδοι φαντάροι,
που ανήξεροι νικήσατε όλα τα στοιχειά
και που χωρίς νεφέλη δόξας να σας πάρει
δε θα ’χετε ποτέ απ’ το έθνος αστοχιά.
Γεια σας κι οι κουβαλήτρες, οι παλληκαρούδες
γυναίκες απ’ την Πίνδο, η ρίζα κι η ψυχή,
θα’ χουν να λεν οι νιοι σα γίνουνε παπούδες
για κείνο το κατόρθωμά σας στην αρχή.
Γεια σου, ήρωα στρατέ, γεια σου λαέ πατριώτη,
που ενώ στην άκρη σ’ είχαν φέρει του γκρεμού,
στερεώθηκες στη γη και τίναξες την πρώτη
κλωτσιά του απάνθρωπου, υπερόπτη Φασισμού.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΚΙΠΗΣ, «28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ»
Μπρος στα χαλύβδινα άρματα ολοένα
των τυράννων που ερήμωση σκορπίζουν
έθνη – μικρά ή μεγάλα – τρομαγμένα
σαν ανεμόδαρτα κλαριά λυγίζουν.
Εσύ μονάχα, Ελλάδα, την ωραία
την κεφαλή σου υψώνεις. Τα παιδιά σου,
όπως στα χρόνια των Περσών τ’ αρχαία,
παίρνουν φτερά, πετούν στα σύνορά σου.
Και ξάφνου ο χρόνος όλος, που τη φρίκη
της συντριβής σου τρέμει, χαρμοσύνων
στροφές ακούει παιάνων για τη Νίκη –
τη νίκη των ασύγκριτων Ελλήνων.
Ω, χαίρε, χαίρε, Ελλάδα δοξασμένη
στα Μεσολόγγια και στους Μαραθώνες.
Σύμβολο τ’ όνομά σου ήταν και μένει
της Λευτεριάς ανάμεσα στους αιώνες!
ΧΑΡΗΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ, «28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ»
Ποιος ειν’ ο γίγαντας λαός, που η μπόρα δεν τον σκιάζει
κι από το μόχτο ορθώνεται κι ορμά μες το χαλάζι;
Τον βλέπω, φτάνει απ’ τα νησιά τα θαλασσοδαρμένα
θολό ποτάμι απ’ τα βουνά χυμάει τα χιονισμένα.
Τ’ αλέτρι του καταμεσίς κάτω στον κάμπο αφήνει.
Την ήσυχη πετά ζωή και τ’ αργαστήρι κλείνει.
Κι ορμά φωτιά μες τις φωτιές με στέρεο βήμα αντρίκιο
για της πατρίδας την τιμή, για λευτεριά, για δίκιο.
Της Πίνδου αστράφτουν οι κορφές, βροντά τ’ αστροπελέκι.
Τα στήθια ηφαίστεια γίνονται, χαμός τ’ απλό ντουφέκι.
Εδώ η ψυχή μας άναψε, γιγάντια καίει λαμπάδα
για σε, ακριβή μας Λευτεριά, για σένα, Ελλάδα, Ελλάδα.
ΓΙΑΝΝΗΣ Π. ΤΖΗΚΑΣ, «ΟΧΤΩΒΡΗΣ 1940»
Ήταν η μέρα εικοσιοχτώ
του Οχτώβρη του Σαράντα
κι ήταν της μοίρας μας γραφτό
στο νου μας να γραφτεί για πάντα.
Τη μέρα αυτή την ιερή
ζητούν να μπουν οι Ιταλοί
να πάρουν την Ελλάδα.
«ΟΧΙ!» φωνάζει ο λαός
και σειέται ο πάνω κόσμος
«ΟΧΙ!» φωνάζει κι ο στρατός
και τρέμει ο κάτω κόσμος.
Ορμούν οι Έλληνες μπροστά
σαν τίγρεις, σα λιοντάρια
ακλοθούν αντρίκεια, ηρωικά
κλεφτών κι αρματολών τα χνάρια.
Και πα στις Πίνδου τις κορφές
σε διάσελα, σε ρουμάνια
της νίκης ακούστηκ’ ιαχή
να σκίζει τα ουράνια:
«αέρα! αέρα! αέρα!»
την πήρε ο άνεμος μακριά
την πήγε πέρα ως πέρα.
Και μες στους πάγους, στο χιονιά
στήσαν χορό της λευτεριάς
του Διάκου τα εγγόνια
χαρίσαν στους κατοπινούς
δόξα, τιμή αιώνια!
ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, «ΕΛΛΑΔΑ 1940»
Τι εποχή εκείνη του Σαράντα!
Έβρεχαν άστρα οι ουρανοί
και χύνονταν από χιλιάδες στόματα
το χρυσάφι των λέξεων
Τα παλικάρια γράφανε στα μέτωπα
τα πιο ωραία ποιήματα
Δεν υποτεύονταν
πως ήταν μια παρένθεση
ένα παιχνίδι στον καθρέφτη των νερών
μια λάμψη μόνο που άλλαζε
τα βάτα σε σμαράγδια και τριαντάφυλλα
Ασύνορη ήταν η ζωή
Ουρανοδρόμοι της ελπίδας
σημαδεύαν όνειρα
γράφαν πρωτάκουστα ποιήματα
με λέξεις βόλια λέξεις πυρκαγιές
λέξεις φιτίλια στους αστερισμούς
του στίχου.
Πηγή: wikipedia