Η παρούσα ανάλυση στοχεύει στο να καταθέσει μια ακαδημαϊκή άποψη για την Γενοκτονία των Ελλήνων Μικρασιατών, Ποντίων, Θρακών του οθωμανικού χώρου. Σε μια περίοδο που οι διαμάχες των ακαδημαϊκών για την γενοκτονία που διέπραξαν οι νεότουρκοι και δη ο Κεμάλ εναντίον των ορθόδοξων πληθυσμών της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καλά κρατούν, είναι καθήκον ημών των ιστορικών να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους.
Η απόφαση της Βουλής των Ελλήνων της 24 Φεβρουαρίου 1994 επί Ανδρέα Παπανδρέου που αφορούσε στην αναγνώριση της ποντιακής γενοκτονίας και στην καθιέρωση της 19ης Μαΐου ως ημέρας μνήμης επισφράγισε μια μακρά περίοδο διεκδίκησης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι διωγμοί, οι σφαγές, οι απελάσεις και τα άλλα γενοκτονικά μέτρα μπορούν να ενταχθούν με σαφήνεια και πειστικότητα σε μια γενοκτονία, αυτή των Οθωμανών Ελλήνων, οι οποίοι αποτελούσαν μια αυτόχθονη και ξεχωριστή εθνοθρησκευτική ομάδα του πολυεθνικού και πολυθρησκευτικού σκηνικού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Πραγματικά γενοκτονία υπήρξε ενάντια στους ελληνορθόδοξους πληθυσμούς, οι οποίοι αντιπροσώπευαν ένα σημαντικό κομμάτι της αυτοκρατορίας. Συγκεκριμένα την παραμονή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οθωμανικός ελληνικός πληθυσμός στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη έφτανε τα 2 εκατομμύρια (1,7 εκατομμύρια στη Μικρά Ασία και 270.000 στην Ανατολική Θράκη)
Η γενοκτονική πρόθεση εναντίον των Οθωμανών χριστιανών στο σύνολό τους υπήρχε ήδη από το 1908, αν όχι προηγουμένως.
Αυτή η καταστροφική πρόθεση εισήλθε στη φάση της ριζοσπαστικοποίησής της μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους ως προς τους Οθωμανούς και μετά από τις λεγόμενες αρμενικές μεταρρυθμίσεις, όσον αφορά στους Οθωμανούς Αρμενίους. Πόλεμοι, πολυμερείς ή και διμερείς, χρησιμοποιήθηκαν ως πρόφαση για αυτή τη ριζοσπαστικοποίηση. Δημιούργησαν επίσης το σωστό χρόνο και χώρο για τη διάπραξη του εγκλήματος της γενοκτονίας. Με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο Ράφαελ Λέμκιν ο οποίος φαίνεται να πρότεινε ότι το κίνημα των νεότουρκων πριν από τους βαλκανικούς πολέμους προσπάθησε να πετύχει ένα θανάσιμο πλήγμα ενάντια σε όλα τα χριστιανικά μιλλέτ, με τους διάφορους νόμους που ψηφίστηκαν. Οι νόμοι στους οποίους αναφέρεται ο Ράφαελ Λέμκιν σχετίζονταν με την κατάργηση των κοινοτικών προνομίων που είχαν εισαχθεί στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ και που είχαν προσφέρει μια σειρά προνομίων για τις άλλες οθωμανικές χριστιανικές κοινότητες.
Οι αιτίες που οδήγησαν στην υιοθέτηση γενοκτονικών τάσεων εναντίον των Ελλήνων της οθωμανικής αυτοκρατορίας αρχικά και του κεμαλικού κράτους στη συνέχεια, μπορούν να προσδιοριστούν ως εξής: α) η εκπαιδευτική, πολιτισμική και οικονομική κατάσταση των Οθωμανών Ελλήνων και β) η ανάπτυξη και διάχυση του τουρκικού εθνικισμού. Ο γενικός στόχος των νεότουρκων ήταν να επιτύχουν την πλήρη τουρκοποίηση της χώρας και γι ‘αυτό θα καταστρέφονταν όλα τα μη μουσουλμανικά και μη τουρκικά στοιχεία. Από περιφερειακή άποψη, κατά προσέγγιση, η γενοκτονία άρχισε στην Ανατολική Θράκη και επεκτάθηκε στη δυτική Μικρά Ασία, στον Πόντο και στη συνέχεια στη Σμύρνη και τα περίχωρά της. Η γενοκτονία των Οθωμανών Χριστιανών διαπράχθηκε από δύο μεταγενέστερα και χρονολογικά, ιδεολογικά και οργανικά αλληλένδετα και διασυνδεδεμένα δικτατορικά και σοβινιστικά καθεστώτα: από το καθεστώς του CUP, κάτω από το καθεστώς των τριών πασάδων και από την επαναστατική κυβέρνηση της Σαμψούντας και της Άγκυρας, υπό την εξουσία της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης και της κυβέρνησης Κεμάλ. Από συγκριτική άποψη, η γενοκτονία των Ελλήνων υλοποιήθηκε μέσα σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από τις γενοκτονίες κατά των Αρμενίων και των Ασσυρίων–Αραμαίων. Η γενοκτονία των Οθωμανών Ελλήνων διήρκεσε περίπου 10 χρόνια, από το 1913 έως το 1923.
Η γενική γενοκτονία μπορεί να χωριστεί σε τρεις κύριες περιόδους ή φάσεις: στις περιόδους δηλαδή πριν, κατά τη διάρκεια, και μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν και η διαδικασία είχε αρχίσει πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους, η τελική και αποφασιστική περίοδος άρχισε αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τελείωσε με την καταστροφή των Ελλήνων στο σύνολό τους και με την εκ προθέσεως καύση και καταστροφή της πόλης της Σμύρνης και του πληθυσμού της, μαζί με τις σφαγές και τις απελάσεις που ακολούθησαν. Η διαδικασία συνεχίστηκε ακόμα και μετά τη δημιουργία της Τουρκικής Δημοκρατίας, του διαδόχου κράτους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εναντίον των υπόλοιπων Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου και των θεσμών τους, από τους οποίους ο σημαντικότερος ήταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο ήταν πανορθόδοξο, παν–χριστιανικό και διαθρησκειακό σημείο αναφοράς. Συνολικά, από το 1913 έως το 1923, η οθωμανική ελληνική κοινότητα καταστράφηκε εξονυχιστικά με απέλαση, σφαγή, πόλεμο και γενοκτονία. Το 1913, στην Τουρκία υπήρχαν περισσότερα από 2 εκατομμύρια Έλληνες. Σήμερα, υπάρχουν λιγότεροι από 3.000.
Το ερώτημα όμως που δεν έχει απαντηθεί ακόμα είναι αν η αναγνώριση της ποντιακής γενοκτονίας, η οποία έχει επιτευχθεί σε μικρή κλίμακα χωρών μέχρι σήμερα, είναι δουλειά των ιστορικών ή των πολιτικών, ή αν ήγγικεν ο καιρός για μια συλλειτουργία όλων των φορέων προς την κατεύθυνση αυτή. Αρκεί η ακαδημαϊκή κοινότητα στην Ελλάδα να «διαβάζει» με σοβαρότητα τις προγενέστερες ακαδημαϊκές αναφορές και τη διεθνή βιβλιογραφία. Σε ότι αφορά τώρα στην αναγνώριση της γενοκτονίας από το ελληνικό κοινοβούλιο, οι στόχοι μιας τέτοιας αναγνώρισης για τις ποντιακές οργανώσεις μέσα και έξω από την χώρα είναι πρώτιστα εθνικοί, ιδεολογικοί, ηθικής δικαίωσης, αφού τεκμηριώνουν από τη μια τη σημαντική παρουσία–ενσωμάτωση, του ποντιακού στοιχείου στο «ελληνικό έθνος» και καταγγέλλουν από την άλλη την Τουρκία στη διεθνή κοινότητα για τις πολιτικές της, αφαιρώντας της το όποιο ηθικό πλεονέκτημα. Επομένως για τις οργανώσεις των ποντίων μια αναγνώριση είναι διακύβευμα, ενώ για τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας η αναγνώριση αποτελεί πρόκριμα μείζονος συμβολικής σημασίας.
Από την άλλη η αναγνώριση της γενοκτονίας των ορθοδόξων του οθωμανικού χώρου από την διεθνή κοινότητα ήταν και παραμένει εν πολλοίς και ένα διακύβευμα για το ίδιο το ελληνικό κράτος. Το παράδειγμα της αρμενικής γενοκτονίας μας πείθει πως η απόφαση της όποιας χώρας να την αναγνωρίσει ήταν πρώτιστα μια πολιτική πράξη που ελήφθη μετά από συνυπολογισμό στο διεθνές πολιτικό και διπλωματικό παρασκήνιο των όποιων συνεπειών. Για παράδειγμα η αναγνώριση της αρμενικής γενοκτονίας από τη μεριά της Γαλλίας προκάλεσε την μήνιν της Τουρκίας και το μποϋκοτάζ των γαλλικών προϊόντων μέχρις ότου οι ισορροπίες να αποκατασταθούν μετά από παρασκηνιακά διπλωματικά παζάρια. Εννοείται πως μια διεθνής και ευρείας έκτασης αναγνώριση της γενοκτονίας, αν συμβεί, θα πρέπει να προετοιμαστεί επίσης προσεκτικά μέσα από τις πολιτικές–διπλωματικές συμμαχίες της Ελλάδας και επομένως θα είναι μια σαφέστατα πολιτική πράξη. Τέλος, όποιος αρνείται την ύπαρξη της γενοκτονίας, αγνοεί καταφανέστατα την ιστορία των ελληνορθόδοξων Οθωμανών, καθώς και τις νεότερες τάσεις της επιστήμης της Ιστορίας.
Σοφίας Ηλιάδου–Τάχου
καθηγήτριας Ιστορίας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Πηγή: echoflorina.gr