Φέτος, το 2019, κλείνουν 100 χρόνια από την Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, που κόστισε 353.000 καταγεγραμμένα θύματα και το ξερίζωμα, μετά από 2.800 χρόνια, του πιο αρχαίου ίσως, τμήματος του μικρασιατικού ελληνισμού. Η άρνηση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου από τους εθνομηδενιστές ιστορικούς και πολιτικούς, καθίσταται ακόμα πιο σκανδαλώδης καθώς οι Έλληνες Πόντιοι αποτελούν σήμερα το κομμάτι του ελληνισμού με την ισχυρότερη εθνική συνείδηση. Κι’ αυτό είναι συνδεδεμένο με μια σειρά από λόγους. Κατ’ αρχάς το γεγονός ότι ο ποντιακός ελληνισμός είχε πάντα μια ισχυρή συνοχή εξ αιτίας της γεωγραφίας και της ιστορίας του. Και κατά δεύτερο λόγο διότι κατά τον 20ό αιώνα βίωσε μια κυριολεκτική οδύσσεια. Αρχικώς την γενοκτονία από τους κεμαλιστές, τον διωγμό από τη Μικρά Ασία, και την εγκατάσταση ενός μεγάλου αριθμού στη Μακεδονία όπου θα ακολουθήσει στην κατοχή η σύγκρουση με τους Βουλγάρους. Στη Νότιο Ρωσία την ίδια στιγμή θα γνωρίσουν τους διωγμούς του Στάλιν και τον εκτοπισμό τους στην Κεντρική Ασία, από όπου θα επιστρέψουν επί Χρουστσώφ. Τέλος θα γνωρίσουν μια νέα προσφυγιά μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης με την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. Αυτοί οι διωγμοί και οι αγώνες σφυρηλάτησαν ένα πρωτοφανές αντιστασιακό ήθος πάνω σε μια ήδη πολύ ισχυρή εθνική ταυτότητα.
Καθόλου τυχαία δε, οι Πόντιοι πρωτοστάτησαν, σε μεγάλο βαθμό, στις πρόσφατες κινητοποιήσεις ενάντια στη συμφωνία των Πρεσπών.
Έκφραση αυτής της ισχυρής ταυτότητας αποτελεί η ποντιακή κουλτούρα, και προπαντός οι χοροί και τα τραγούδια του Πόντου. Εδώ, λοιπόν, ως ένα ελάχιστο φόρο τιμής στην Ποντιακή Γενοκτονία, θα αναφερθώ, συνοπτικά εξ ανάγκης, στο δημοτικό τραγούδι του Πόντου, που αποτυπώνει ανάγλυφα αυτό το ιδιαίτερο αντιστασιακό ήθος.
Τα ιστορικά τραγούδια, τα οποία πρωτοπαρουσιάζονται κατά τον 13ο αιώνα, σηματοδοτούν, όπως τονίζει και ο Γκυ Σωνιέ, την εμφάνιση μιας συνειδητής αντίδρασης στα ιστορικά γεγονότα, που δεν παρατηρείται στα παλαιότερα ακριτικά τραγούδια και τις παραλογές· παρότι τα δεινά των Ελλήνων δεν είναι καινούργια, είναι καινούργια η συνείδηση που εκφράζεται μέσα από αυτά. Και αυτή η αύξουσα εθνική συνειδητοποίηση επιβεβαιώνεται σε όλα τα ιστορικά τραγούδια, από την πρώτη εμφάνισή τους.
Στους ποντιακούς θρήνους για την Άλωση της Πόλης και της Τραπεζούντας διαβάζουμε:
Σκοτώθκαν δράκοι Ἕλλενοι και μύριοι μυριάδες [ ]
Ἀιλὶ ἐμᾶς καὶ βάι ἐμᾶς, πάρθεν ἡ ἀφεντία!
Ντ’ ἐποίκαμε σε, νὲ Θεὲ ’ς τὰ αἵματα βαμμένοι; [ ]
Τὰ γαίματα μ’ ἐτύφλωσαν τῶν δράκων τῶν Ἑλλένων
(Ακαδ.Αθηνών, Β΄, σ. 131)
Επιπλέον, σε ένα από τα ποντιακά τραγούδια, καταγράφεται μια αντιπαράθεση ανάμεσα στον θετικό ήρωα, τον «Ἕλλεν Κωνσταντῖνον», και τους «Ρωμαίους ἀφεντάδες» που δεν έκριναν δίκαια και παρέδωσαν τα κλειδιά στους εχθρούς. Οι Ρωμαίοι αποκτούν εδώ, ίσως για πρώτη φορά, από όσο γνωρίζω τουλάχιστον, μια αρνητική σημασιοδότηση, βρισκόμαστε ήδη μπροστά σε μια νέου τύπου συνείδηση.
Τὴν Πόλην ὅνταν ὥριζεν ὁ Ἕλλεν Κωσταντῖνον
εἶχεν πορτάρους δίκλωπους, ἀφέντους φοβετζάρους
Ἐκεῖνος εἶχε σύνοδον Ρωμαίους δωδεκάραν
ἐκεῖνος εἶχε μεκχεμὲν (κριτές) Ρωμαίους ἀφεντάδες
Ἐκεῖν’ κ’ ἐκρίνναν δίκαια, ἐδῶκαν τὰ κλειδία… (ΑΑ, Β΄, σ. 128)
Οι Ἕλλενοι, αντίθετα, προσλαμβάνουν πάντοτε θετική σημασιοδότηση. Επειδή δε, συχνά, η λέξη παραπέμπει σε έναν μυθικό ήρωα, ορισμένοι προσπάθησαν να τους ταυτίσουν με τους αρχαίους Έλληνες αποκλειστικά, μεταβάλλοντας την αναπομπή στους Ἕλλενους σε αναφορά μυθολογικού χαρακτήρα. Όμως, όπως καταδεικνύεται από τις αναρίθμητες αναφορές στους σύγχρονους Έλληνες, και την υποκατάσταση του ίδιου του Ακρίτα από τον «Ἕλλενο», δεν πρόκειται για μυθολογικού χαρακτήρα αναφορά αλλά για μια αναφορά που ενέχει χαρακτήρα εθνικής συνέχειας: Αρχαίος Έλληνας, Ακρίτας, σύγχρονος Έλληνας. Ἕλλενος-οι, εξάλλου, δεν είναι μόνον ο Κωνσταντίνος ως εμβληματική φυσιογνωμία, αλλά και οι ίδιοι οι αγωνιζόμενοι Πόντιοι=Έλληνες. Εδώ, στο τραγούδι που ακολουθεί, η μάνα του νέου από την Τραπεζούντα προστάζει τον γιο της να πάρει τα όπλα και να παλέψει ενάντια στους Τούρκους:
–Ἔπαρ’ υιέ μ’ την σπάθην σου, τ’ Ελλένικον κοντάρι σ’, δέβ’ ἀτουνούς, σκόρπισον ἀτ’ς σὰν ἄνεμος τὰ φύλλα.
–Χίλιους ἔκοψα τὴν πιρνήν, χίλιους τὸ μεσημέριν, μὰ ὁ Θὸς ἔστεσεν τὴν βροχὴν καὶ βρέχει Τουρκοπούλεα, ὁ Θεὸς ἔστεσεν τὴν βροντήν, βροντοῦν τὰ ἐγκλησίας.
– Ντ’ ἐποίκαμεν σὲ νὲ Θεέ, ‘ς σὸ αἷμαν βουτεμένοι!
Σεράντα χρόνια χτίσκουνταν τοῦ Ἕλλενου τὸ κάστρον κι’ ἀτώρα νὰ χαλάεται μὲ τὸ βαρὺν τὴν σπάθην!
Ἐκεῖ πουλλία κελαηδοῦν μὲ φλιβερὸν λαλίαν, ἐκεῖ Ἕλλενοι ἀπέθεναν, μύρεα παλληκάρεα!
Και αυτή η διαχρονική ελληνική ταυτότητα, στον καινούργιο αναβαθμό της, συνοδεύεται από ένα ακόμα νεωτερικό στοιχείο, πανελλήνιου χαρακτήρα, την αγανάκτηση ενάντια στον ίδιο τον Θεό που επιτρέπει την «αδικία» και στέλνει «Τουρκοπούλεα» στους πιστούς του. Γενικότερα, «τα πρώτα ιστορικά τραγούδια έχουν πένθιμο χαρακτήρα και είναι αφιερωμένα σε διάφορα δεινά που υπέστη ο Ελληνισμός» ενώ είναι συχνή η χρήση εικόνων και εκφράσεων κοινών με τα μοιρολόγια. Οι Έλληνες δεν μπορούν να «χωνέψουν» ακόμα ότι μεταβλήθηκαν, από έθνος ισχυρό, οικουμενικών διαστάσεων, σε έθνος υπό κατοχή και διωγμό. Το πρώτο, χρονολογικά, ιστορικό τραγούδι —και πάλι ποντιακό, αφιερωμένο στον Κωνσταντίνο Γαβρά που έδρασε στον Πόντο τον 12ο αι.— αρχίζει ως εξής:
’Εμὲν ’κι πρέπ’ νὰ τραβωδῶ(τραγουδώ), μοιρολογῶ κ’ ἐσ’ ἄκσον (άκουσε).
Στα ποντιακά τραγούδια, κατ’ εξοχήν, διακρίνουμε μια κυριολεκτική λατρεία για τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, ως ταυτοτική μορφή του ελληνισμού, που προσλαμβάνει τις διαστάσεις ενός Διγενή με σάρκα και οστά· από τα τραγούδια του Ακριτικού Κύκλου εξ άλλου έλκουν την προέλευσή τους και πολλοί στίχοι των ιστορικών τραγουδιών, και όχι μόνο του Πόντου:
…ὁ Βασιλεὰς ὁ Βασιλεάς, παργοριάν ‘κι παῖρνε.
Ἐπαῖρεν τ’ ἐλαφρὸν σπαθίν, τ’ Ἑλλενικὸν κοντάριν
Τσοὶ Τούρκους κροῦγνε’ς σὸ σπαθίν,
Τσοὶ Τούρκους ‘ς σὸ κοντάριν, τριακόσιους Τούρκους ἔκοψεν καὶ δεκατρεῖς πασᾶδες,…
Εξάλλου η περιοχή στην οποία πιθανότατα έχουν διασωθεί τα περισσότερα τραγούδια για την Άλωση είναι στον Πόντο. Κι αυτό αφενός διότι η Τραπεζούντα κατελήφθη από τους Τούρκους μετά την βασιλεύουσα, αφετέρου διότι διατηρούνταν ακέραιη η αρχέγονη διαχρονική συνείδηση του ελληνισμού, εξ αιτίας και της γεωγραφικής απομόνωσης της περιοχής. Και πάντως τα ποντιακά τραγούδια είναι από τα ωραιότερα, όπως θα παραδεχτεί και ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Διαβάζουμε:
Ἕναν πουλίν, καλὸν πουλὶν ἔβγαιν’ ἀπό τὴν Πόλιν οὐδὲ στ’ ἀμπέλια κόνεψεν οὐδὲ στὰ περιβόλια, ἐπῆγεν καί-ν ἐκόνεψεν καὶ ς’ σοῦ Ήλί’ τὸν κάστρον.
Εσεῖξεν τ’ ἕναν τὸ φτερὸν σ’ σὸ αἷμαν βουτεμένον, ἐσεῖξεν τ’ ἄλλο τὸ φτερόν, χαρτὶν ἔχει γραμμένον,
Ἀτὸ κανεὶς ’κ’ ἀνέγνωσεν, οὐδ’ ὁ μητροπολίτης· ἕναν παιδίν, καλὸν παιδίν, ἔρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ᾿ ἀναγνῶθ᾿ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει τὴν καρδίαν.
«Ἀλὶ ἐμᾶς καὶ βάι ἐμᾶς, πάρθεν ἡ Ῥωμανία!»
Μοιρολογοῦν τὰ εκκλησιάς, κλαῖγνε τὰ μοναστήρια κι ὁ Γιάννες ὁ Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
–Μὴ κλαῖς, μὴ κλαῖς Ἅϊ-Γιάννε μου, καὶ δερνοκοπισκᾶσαι
–Ἡ Ῥωμανία πέρασε, η Ῥωμανία ‘πάρθεν.
–Ἡ Ῥωμανία κι αν πέρασεν, ανθεῖ και φέρει κι άλλο».
(Πετρόπουλος Α., 154)
Ο εντυπωσιακός όντως αριθμός των τραγουδιών των σχετικών με την «Άλωση», και οι συνταρακτικές περιγραφές του γεγονότος και των συνεπειών του, καταδεικνύει πως αποτέλεσε μια ιστορική τομή μεγάλης κλίμακας για τη λαϊκή συνείδηση. Ο ελληνικός λαός βίωσε την κατάληψη της βασιλεύουσας από τους Οθωμανούς ως τη διάρρηξη της κρατικής εθνικής συνέχειας του «εθνοκεντρικού» ύστερου βυζαντιακού ελληνισμού: Η Άλωση της Πόλης δεν αποτελούσε την «έναρξη» μιας εθνογένεσης, όπως πίστεψαν πολλοί στο παρελθόν, αλλά ένα βαθύ, ανεπανόρθωτο πλήγμα σε μια ήδη εδραιωμένη εθνική συνείδηση. Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, το 1921, μάλλον τον Μάρτιο, έγραψε το ποίημα «Πάρθεν», εμπνευσμένο από το δημοτικό τραγούδι και κατ’ εξοχήν εκείνο του Πόντου, που συμβόλιζε γι’ αυτόν πιο ριζικά, πιο αυθεντικά, τον «καημό της ρωμιοσύνης». Το 1921, σε μια στιγμή που πίστεψε ίσως πως η ιστορία είχε ολοκληρώσει τον κύκλο της ἀδικιᾶς:
Πάρθεν
Αὐτὲς τὲς μέρες διάβαζα δημοτικὰ τραγούδια,
γιὰ τ᾿ ἆθλα τῶν κλεφτῶν καὶ τοὺς πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα καὶ τὰ πένθιμα γιὰ τὸν χαμὸ τῆς Πόλης
«Πῆραν τὴν Πόλη, πῆραν την· πῆραν τὴν Σαλονίκη».
Καὶ τὴν Φωνὴ ποὺ ἐκεῖ ποὺ οἱ δυὸ ἐψέλναν,
«ζερβὰ ὁ βασιληᾶς, δεξιὰ ὁ πατριάρχης»,
ἀκούσθηκε κ᾿ εἶπε νὰ πάψουν πιὰ
«πάψτε παπᾶδες τὰ χαρτιὰ καὶ κλεῖστε τὰ βαγγέλια»
πῆραν τὴν Πόλη, πῆραν την· πῆραν τὴν Σαλονίκη.
Ὅμως ἀπ᾿ τ᾿ ἄλλα πιὸ πολὺ μὲ ἄγγιξε τὸ ᾆσμα
τὸ Τραπεζούντιον μὲ τὴν παράξενή του γλώσσα
καὶ μὲ τὴν λύπη τῶν Γραικῶν τῶν μακρυνῶν έκείνων
ποὺ ἴσως ὅλο πίστευαν ποὺ θὰ σωθοῦμε ἀκόμη.
Μὰ ἀλοίμονον μοιραῖον πουλὶ «ἀπαὶ τὴν Πόλην ἔρται»
μὲ στὸ «φτερούλιν ἀθε χαρτὶν περιγραμμένον
κι οὐδὲ στὴν ἄμπελον κονεύ᾿ μηδὲ στὸ περιβόλι
ἐπῆγεν καὶ ἐκόνεψεν στοῦ κυπαρίσ᾿ τὴν ρίζαν».
Οἱ ἀρχιερεῖς δὲν δύνανται (ἢ δὲν θέλουν) νὰ διαβάσουν
«Χέρας υἱὸς Γιανίκας ἔν» αὐτὸς τὸ παίρνει τὸ χαρτί,
καὶ τὸ διαβάζει κι ὀλοφύρεται.
«Σίτ᾿ ἀναγνῶθ᾿ σίτ᾿ ἀνακλαῖγ᾿ σίτ᾿ ἀνακροῦγ᾿ τὴν κάρδιαν.
Ν᾿ ἀοιλλὴ ἐμᾶς νὰ βάϊ ἐμᾶς ἡ Ρωμανία πάρθεν».
Γιώργος Καραμπελιάς
συγγραφέας και πολιτικός αναλυτής
Πηγή: ardin-rixi.gr