Μνημονεύουμε τούτες τις μέρες ένα ιστορικό γεγονός και ταυτόχρονα, ενισχύοντας τη δυναμική του, νιώθουμε την ανάγκη να ισχυροποιήσουμε τη διεκδίκηση της ιστορικής του οντότητας. Η ιστορική μνήμη των σύγχρονων Ελλήνων δοκιμάζεται κατά περιόδους άλλοτε από υποτονικές και άλλοτε από εκκωφαντικές προγονολατρικές αναφορές. Σημασία, όμως, έχει το κάθε ιστορικό γεγονός να το αντιμετωπίζουμε με την πρέπουσα νηφαλιότητα, ψυχραιμία και αντικειμενικότητα, ώστε να κατανοήσουμε ορθά ακόμα και τις πιο ευαίσθητες πτυχές του. Η όποια διεκδίκηση ενός λαού στηριζόμενη στην ιστορικά καθορισμένη εθνική του μνήμη οφείλει πάνω από όλα να έχει ως απώτερο στόχο την αποκατάσταση της ηθικής ισορροπίας, την οποία ορίζει το δίκαιο και η ειρήνη, και την ομαλή συμβίωση των λαών. Μόνο με αυτόν τον τρόπο η ιστορική μνήμη δεν καθίσταται ένα καταναλωτικό αγοραίο προϊόν, αλλά μια ουσιαστική και βαθιά πολιτική πράξη που μπορεί να έχει συνέχεια ως αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτισμικής ταυτότητας ενός λαού, στην περίπτωσή μας του ελληνικού.
Στις 24 Φεβρουαρίου 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων που έλαβε χώρα στο μικρασιατικό Πόντο την περίοδο 1916–1923. Η ημερομηνία αυτή επιλέχτηκε, επειδή στις 19 Μαΐου του 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στην Σαμψούντα και τότε ξεκίνησε η δεύτερη και πιο βίαιη φάση του σχεδίου αφανισμού των Ελλήνων. Η αναγνώριση αυτή, παρ’όλη την εβδομηκονταετή καθυστέρηση, αποτέλεσε ηθική δικαίωση για τον ποντιακό ελληνισμό και συνέδεσε το σύγχρονο ελληνισμό με το ιστορικό του γίγνεσθαι. Επίσης, το 1998 η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 14ης Σεπτεμβρίου ως ημέρας εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το τουρκικό κράτος.
Πριν, όμως, περάσουμε σε μια ανασκόπηση του χρονικού της γενοκτονίας θα πρέπει να εξηγήσουμε τον όρο «γενοκτονία».
Η γενοκτονία, λοιπόν, ως όρος καθιερώθηκε στη δίκη της Νυρεμβέργης το 1945, στην οποία καταδικάστηκε η ναζιστική ηγεσία για τα εγκλήματα πολέμου κατά των Εβραίων. Ως νομική έννοια διατυπώθηκε στη γενική συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών και καθιερώθηκε στις 9/12/1948, με τη σύμβαση της Ρώμης για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Συγκεκριμένα, ο όρος σημαίνει τη μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας. Πρόκειται για έγκλημα, το οποίο δε συνδέεται με πολεμικές συγκρούσεις και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί στο πλαίσιο καμιάς… πολεμικής πρακτικής. Τρεις γενοκτονίες συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, των Αρμενίων, των Ελλήνων του Πόντου και των Εβραίων. Η διεθνής βιβλιογραφία και τα κρατικά αρχεία πολλών χωρών καταγράφουν το έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον των παραπάνω λαών. Συγκεκριμένα, η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου εντάσσεται στο πλαίσιο εξαφάνισης του ελληνισμού που κατοικούσε ισχυρός θεματοφύλακας της ελληνικής ταυτότητας στις απομακρυσμένες από την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εντάθηκε τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, αλλά είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Τραπεζούντα (1461) και άρχισαν να απλώνουν την κυριαρχία τους στο μικρασιατικό Πόντο. Απέναντι στους Έλληνες του Πόντου άλλοτε κρατούσαν ουδέτερη στάση και άλλοτε, μέσα στο πλαίσιο της τακτικής του εξισλαμισμού και του εκτουρκισμού, οργάνωναν διωγμούς και σφαγές προσπαθώντας να ξεριζώσουν την ελληνική και χριστιανική τους ταυτότητα. Αυτή η συμπεριφορά αιτιολογείται από το γεγονός ότι οι Έλληνες στην περιοχή του Πόντου διακρίνονταν από μία απίστευτη δυναμική παρουσία. Μπορεί να αποτελούσαν μειονότητα (το 40% του πληθυσμού), αλλά γρήγορα κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή του τόπου, ζώντας κυρίως στα αστικά κέντρα οργανωμένοι σε αναπτυγμένες ελληνορθόδοξες κοινότητες. Ασχολούνταν κυρίως με τον αγροτικό τομέα και το εμπόριο δίνοντας, όμως, ταυτόχρονα ιδιαίτερη σημασία στην ανάπτυξη της Παιδείας με κάθε τρόπο. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο. Η οικονομική τους ανάκαμψη, λοιπόν, συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο. Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι Έλληνες του Πόντου άγγιζαν τους 700.000 και, παρότι ζούσαν αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό, ενίσχυαν με κάθε τρόπο τη σύνδεσή τους με τη μητροπολιτική Ελλάδα και δεν επέτρεπαν να αλλοιωθεί το κάθε στοιχείο το οποίο πιστοποιούσε αυτήν τη σχέση.
Η προσπάθεια εξόντωσης του ποντιακού ελληνισμού συστηματοποιήθηκε από το 1908, όταν ενισχύθηκε ο τουρκικός εθνικισμός και γέννησε το κίνημα των νεότουρκων. Οι νεότουρκοι με πρόσχημα την ειρηνική συμβίωση όλων των εθνοτήτων που ζούσαν μέσα στο πλαίσιο της πάλαι ποτέ ισχυρής, αλλά στην αυγή του 20ου αιώνα αδύναμης οθωμανικής αυτοκρατορίας, προσπάθησαν να πάρουν με το μέρος τους τους βαλκανικούς λαούς και να θέσουν στο περιθώριο το Σουλτάνο. Πολλές ήταν οι ελπίδες που επενδύθηκαν —όχι μόνο από τους Τούρκους, αλλά και από τους βαλκανικούς λαούς— σε αυτήν την ομάδα των Τούρκων αξιωματικών, αστών και διανοουμένων οι οποίοι ευαγγελίζονταν μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της θνήσκουσας αυτοκρατορίας. Σύντομα, όμως, οι ελπίδες διαψεύστηκαν. Οι νεότουρκοι έδειξαν το αληθινό, σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο. Με αρχηγό το Μουσταφά Κεμάλ επεδίωξαν τον εκτουρκισμό και τον εξισλαμισμό όλων των λαών οι οποίοι ζούσαν σε οθωμανικό έδαφος.Ένα μέσο για την επίτευξη αυτού του σκοπού ήταν η τακτική της γενοκτονίας η οποία —όπως εύκολα συμπεραίνει κανείς— ήταν ένα προμελετημένο έγκλημα το οποίο οργανώθηκε και εκτελέστηκε με συστηματικότητα και μεθοδικότητα. Η διαδικασία εξόντωσης των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου συντελέστηκε ιστορικά σε δύο συνεχόμενες φάσεις: η πρώτη διήρκεσε από την έναρξη έως και το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914 – 1918) ενώ η δεύτερη και σκληρότερη φάση ξεκίνησε στις 19 Μαϊου 1919, με την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα, και διήρκεσε μέχρι το 1923.
Ο Κεμάλ χρησιμοποίησε διάφορες μεθόδους. Μία από αυτές ήταν ο εκτοπισμός των γηγενών από τις εστίες τους στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και η εξάντλησή τους από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια, Επίσης, με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους» μετακίνησε ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, στα λεγόμενα «τάγματα εργασίας» («αμελέ ταμπουρού»). Στα «τάγματα εργασίας» αναγκάζονταν να υπηρετούν οι άνδρες που δεν κατατάσσονταν στο στρατό, άνδρες πάνω από 45 ετών. Δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και σε δημόσια έργα (όπως στη διάνοιξη δρόμων) κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαιναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες. Παράλληλα, οι Τούρκοι αμφισβήτησαν το δικαίωμα των Ελλήνων να ασκούν ελεύθερα τα επαγγέλματα τους. Επιπλέον, απαγόρευσαν τους μουσουλμάνους να συνεργάζονται επαγγελματικά με τους Έλληνες με την ποινή της τιμωρίας από τις στρατιωτικές αρχές. Πραγματοποιούσαν επιθέσεις στα απομονωμένα ελληνικά χωριά· έκλεβαν, σκότωναν, βίαζαν…
Έτσι, οι Τούρκοι ανάγκασαν τους Έλληνες του Πόντου να ανέβουν στα βουνά οργανώνοντας αντάρτικο, προκειμένου να προστατεύσουν τον άμαχο πληθυσμό. Παράλληλη δράση είχαν και οι Αρμένιοι που αντιμετώπιζαν και εκείνοι την οργή των Τούρκων. Οι Πόντιοι και οι Αρμένιοι έχοντας κοινή μοίρα προσπάθησαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και κινήθηκαν προς τη δημιουργία ενός αυτόνομου ομόσπονδου ποντοαρμενικού κράτους έχοντας την υποστήριξη της κυβέρνησης Βενιζέλου. Το ποντοαρμενικό κράτος αναγνωρίστηκε από τη Συνθήκη των Σεβρών (1920), η οποία έγινε δεκτή από το Σουλτάνο (με την πίεση των δυνάμεων της Αντάντ), αλλά απορρίφθηκε από τον Κεμάλ, ο οποίος είχε πια αποκτήσει τέτοια δύναμη στα χέρια του που του επέτρεπε να περιθωριοποιεί το Σουλτάνο όσον αφορά στην άσκηση της εξουσίας. Η ζωή, λοιπόν, του ποντοαρμενικού κράτους υπήρξε σύντομη και το φιλόδοξο αυτό σχέδιο ματαιώθηκε. Η εφαρμογή αυτής της πολιτικής του Κεμάλ ανάγκασε χιλιάδες Έλληνες των παραλίων της Μικρασίας να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες τους και να μετακινηθούν σε άλλες περιοχές με πολυήμερες εξοντωτικές πορείες. Όσοι επέζησαν κατέφυγαν ή στα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου (ΕΣΣΔ), ή —κυρίως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922— στην Ελλάδα. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000.
Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε ότι η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου (όπως και των Αρμενίων και των Εβραίων) δεν ήταν μία καθαρά τουρκική υπόθεση. Υπαγορεύτηκε, υποκινήθηκε και ενισχύθηκε από τα συμφέροντα της Γερμανίας, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας (των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής εκείνης) οι οποίες επεδίωκαν με κάθε τρόπο να κερδίσουν κυρίαρχη θέση στην οθωμανική οικονομία και να ελέγχουν το χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Προμήθευαν, λοιπόν, τους κεμαλικούς με όπλα, χρήματα και στρατιωτικούς συμβούλους δείχνοντας απροκάλυπτα την υποστήριξή τους σε αυτούς. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή οι Έλληνες του Πόντου και της ευρύτερης περιοχής της Μικράς Ασίας ακολούθησαν το δρόμο της προσφυγιάς. Ως πρόσφυγες αγωνίστηκαν να ξαναχτίσουν τη ζωή τους από το μηδέν. Με το φιλότιμο, το δυναμισμό, τις γνώσεις, τις ικανότητές και την απίστευτη θέλησή τους κατόρθωσαν να οργανώσουν και πάλι τη ζωή τους. Άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη βόρειο Ελλάδα, κυρίως. Με το έργο τους προσέφεραν τα μέγιστα στην ανόρθωση του ελληνικού κράτους. Στον οικονομικό τομέα αξιοποίησαν ακαλλιέργητες εκτάσεις εφαρμόζοντας και νέες καλλιεργητικές μεθόδους. Επίσης, διέπρεψαν στο εμπόριο και τη βιοτεχνία. Στον κοινωνικό τομέα εμπλούτισαν με την νοοτροπία, τα ήθη και τα έθιμα τους, τη ζωή των ντόπιων Ελλήνων. Στον τομέα των γραμμάτων και των τεχνών έδωσαν νέα πνοή, έμπνευση και απίστευτη ώθηση.
Για πάνω από 70 χρόνια, η λέξη γενοκτονία ήταν σχεδόν απαγορευμένη προς χάριν της Ελληνοτουρκικής φιλίας. Οι Πόντιοι όμως δεν ξέχασαν ποτέ το δράμα των προγόνων τους. Πάντα ερχόταν στο νου τους η εικόνα των γονιών και των παππούδων που, όταν ανέφεραν τη λέξη «πατρίδα», γέμιζαν τα μάτια τους δάκρυα. Και στα τραγούδια τους διατηρείται άσβεστη η λαχτάρα της χαμένης πατρίδας:
«Θεέ μ’! Δείξον τη δύναμη Σ! Χριστέ μ’ ποίσον το θάμα Σ!.
Ποίσον με ποταμόπετραν βαρύν τη καταρράχτε,
Ποίσον με σπέλιας κατωθύρ, σην Γήν καταχωμένον,
Ποίσον με, άν θέλτς, μικρόν λιθάρ, άν θέλτς, ποίσο με Χώμαν.
Θεέ μ’…ποίσον με ίντιαν θέλτς…Μόνον σόν τόπο μ’, άφς με.
Άφς με αδά να θάφκουμαι, σόν τόπον ντ’ εγεννέθα, σο μνήμαν όμπου έθαψα την μάνα μ’ και τον κύρη μ’…»
Οι τουρκικές κυβερνήσεις αρνούνται μέχρι σήμερα τη σφαγή του 1922. Κι όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με αδιάσειστα ντοκουμέντα, τα αποδίδουν στις αναπόφευκτες… ακρότητες του πολέμου· τοποθετούν το θάνατο των Ελλήνων στο πλαίσιο των ευρύτερων απωλειών του πολέμου, του λιμού ή άλλων κοινωνικών αναταράξεων. Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Η γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας ήταν ένα καλά μελετημένο σχέδιο εξόντωσης όλων των μειονοτήτων της άλλοτε κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που κορυφώθηκε με τη μικρασιατική καταστροφή του 1922. Και αυτό είναι μια ιστορική πραγματικότητα που, όσο κι αν θέλει κάποιος να την παραγνωρίσει ή να τη διαστρεβλώσει, θα έρθει αντιμέτωπος με τις καταστροφές, τα θύματα, τις θηριωδίες, τα αδιάσειστα στοιχεία και ντοκουμέντα αυτής της πράξης.
Η γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού σε επίπεδο κρατών δεν έχει αναγνωριστεί καθολικά. Έχει αναγνωριστεί από την Κύπρο, την Αρμενία, τη Σουηδία, την τοπική κυβέρνηση της Nότιας Αυστραλίας, της Νέας Νότιας Ουαλίας, από οχτώ πολιτείες των ΗΠΑ, αλλά και από διεθνείς οργανισμούς, όπως η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (IAGS, International Association of Genocide Scholars). Το να αρνείσαι να αναγνωρίσεις μια γενοκτονία είτε ως θύτης είτε ως παρατηρητής σημαίνει ότι συμβάλλεις στην ατιμωρησία του εγκλήματος και, κατά μία έννοια, συνηγορείς σε αυτό και επιτρέπεις να πραγματοποιηθούν και στο μέλλον παρόμοιες ενέργειες εντασσόμενες σε έναν κύκλο αίματος που, φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν ευνοεί την ομαλή συμβίωση των λαών.
Κανένας νοήμων δε διαφωνεί πως οι λαοί πρέπει να ζουν μονοιασμένοι. Γι’ αυτό το λόγο, οι λαοί του κόσμου κινούμενοι προς αυτήν την κατεύθυνση —της καλλιέργειας του αλληλοσεβασμού και της αλληλεγγύης— οφείλουν να αναλαμβάνουν τις ευθύνες των πράξεών τους και να αποκαθιστούν, με όποιον τρόπο μπορούν, τη δικαιοσύνη. Αυτού του είδους η ενέργεια είναι από μόνη της ισχυρή να επουλώσει και να θεραπεύσει τις πληγές του παρελθόντος, καθώς καταδεικνύει το αμέριστο ενδιαφέρον στην περιφρούρηση της αξιοπρέπειας του ανθρώπου.
Λευτέρης Κορυφίδης
φιλόλογος
Πηγή: faretra.info