Το παιδί από την Τραπεζούντα, που υπογράφει η Συπρίς Κωφίδου (Cypris Kophidès), όχι μόνο είναι βιβλίο επίκαιρο, λόγω των πρόσφατων εκδηλώσεων μνήμης για τη Γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού, αλλά είναι και βιβλίο προσωπικής μαρτυρίας, η οποία, δια της επαγωγής, στα σημεία τουλάχιστον, σηματοδοτεί τη «μεγάλη καταστροφή». Έτσι, αυτή τη φράση, «μεγάλη καταστροφή», χρησιμοποιούν πολλοί Έλληνες του Πόντου και οι απόγονοί τους, για να χαρακτηρίσουν την εξόντωση, τη δολοφονία και την απέλαση χιλιάδων Ελλήνων από τους Κεμαλιστές το 1922.Η Κωφίδου είναι Ελληνογαλλίδα, έχει κάνει σπουδές στην ψυχανάλυση και τη λογοτεχνία, έχει εκδώσει ποιήματα, έχει γράψει επιστημονικά βιβλία και εισαγωγικά σημειώματα.
Στο βιβλίο της πραγματεύεται τη συγκλονιστική ιστορία ενός παιδιού που ξεκίνησε με τη «μεγάλη καταστροφή» από την Τραπεζούντα την προσωπική του οδύσσεια.
Το παιδί αυτό είναι ο πατέρας της. Το υπόβαθρο λοιπόν του μυθιστορήματος είναι ιστορικό, το κίνητρο είναι προσωπικό και η επιθυμία της να δώσει φωνή στον πεθαμένο πια πατέρα της. Ο χρόνος της, τεθλασμένος. Η μνήμη πηγαινοέρχεται για να ανασύρει τα παλιά και να τα συμπλέξει με τα τρέχοντα, ενώνοντας έτσι την αρχή με το τέλος που ολοκληρώνει τον κύκλο της ζωής: «Σταμάτα με τις αναμνήσεις… ναι, οι εποχές ήταν ωραίες, ναι, τα χρώματα ήταν λαμπερά και η μουσική ουράνια! Η μνήμη απαλύνει τις αβύσσους και επιλέγει ό,τι θέλει. Ανακατεύει τα χαρτιά και τα ξαναμοιράζει, δεν αποδεικνύει, μεταμορφώνει, σβήνει, προσθέτει, αναδημιουργεί το τοπίο. Ψεύδεται μετά πάθους, είναι μια άπιστη που ορκίζεται για την ειλικρίνειά της». Η διαφορετική γραμματοσειρά σηματοδοτεί τις δύο αφηγήσεις· εκείνην του πατέρα και την άλλη της κόρης–συγγραφέως. Έτσι, το βιβλίο κινείται πάνω στον άξονα που παλινδρομεί κάθε στιγμή χρονικά και φωτίζει και τους δύο αφηγητές, πατέρα–κόρη. Ή, καλύτερα, η αφήγηση είναι μία, με ενσωματωμένη ολοζώντανη την άλλη του πατέρα μέσα της. Το παιδί από την Τραπεζούντα ή Τραζμπόν, όπως λέγεται στην άλλη γλώσσα, κοντά στη Μαύρη Θάλασσα, πέντε ή εφτά χρονών (τα χαρτιά του χάθηκαν), ρίχτηκε όπως όπως σε ένα καράβι, μαζί με την οικογένειά του, για να σωθεί σε μία ελληνική ακτή και να πιάσει από την αρχή το νήμα της ζωής και της όποιας ευτυχίας δικαιούται ο κάθε δυστυχής που έχασε τη ρίζα του. Η παιδική του ηλικία είναι μία «μαύρη τρύπα».
Η σχέση της Κωφίδου με τον πατέρα αποκαλύπτεται ξεχωριστή. Είναι ο πρώτος άνδρας της ζωής της, σχέση που με τον τραγικό τρόπο μάς οδηγεί στο σύμπλεγμα της Ηλέκτρας. Όμως δεν είναι μόνο οι μνήμες του πατέρα αλλά και οι δικές της που διασώζουν κεντίδια στον καμβά του έργου της. Η ευτυχισμένη εποχή σηματοδοτείται από ένα κράμα αυστηρότητας ανάμεικτης με τρυφερότητα: «Στο μαυρισμένο σου χέρι λάμπει ένα φρεσκοκομμένο μπουκέτο, φίνο μπουκέτο τριαντάφυλλα με ένα διακριτικά μεθυστικό άρωμα. Με χίλια βελούδινα πέταλα και καταπληκτικά χρώματα. Μου το τείνεις με μια απότομη κίνηση: “Πάρε, για τη μητέρα σου και για σένα…”». Ωστόσο, η μνήμη της Κωφίδου δεν διασώζει μόνο τις ευτυχισμένες στιγμές αυτής της σχέσης, αλλά και τις συγκρούσεις και τις διαφωνίες: «…η σκέψη μου τότε ψαχνόταν, εσύ εκτόξευες κοφτερές βεβαιότητες που ακούγονταν σαν επιπλήξεις, άφριζα, χτυπούσα την πόρτα, με δάκρυα στα μάτια. Δεν το είχαμε με τις ήρεμες συνεννοήσεις… μετά ο καθένας έμενε στη γωνιά του… ύστερα έκανες κάποιες προσπάθειες. Διψάς; Θες τίποτα;». Ένας άντρας και μία γυναίκα, ένας πατέρας και μία κόρη, ένας πατέρας που με την περιπέτειά του έδωσε στην κόρη τα όπλα που θα την κάνουν πιο δυναμική. Όμως ποιος είναι ο χρόνος του παρόντος; Πού βρίσκεται ο πατέρας; Ποια η κατάστασή του; Η απάντηση είναι τραυματική. Η ιστορία παρουσιάζεται από το τέλος. Ο Τηλέμαχος, το παιδί των πέντε ή εφτά χρόνων, είναι τώρα γέρος στο λυκόφως της ζωής του και ανασυνθέτει το νήμα της ύπαρξής του στο δωμάτιο του νοσοκομείου, πλάι στην κόρη του, που παραστέκει και παρακολουθεί την αναδρομή του, το παραμιλητό του. Η μνήμη του θα γλιστρήσει στο ταξίδι της φυγής από την Τραπεζούντα, στο πέρασμά του από τη Θεσσαλονίκη, στο φθάσιμο στην Τουλούζη, στις σπουδές κτηνιατρικής, στη σταδιοδρομία, στη δημιουργία οικογένειας, στη ζωή στη Γαλλία που του έδωσε την ευκαιρία να βοηθά και την οικογένειά του στην Ελλάδα.
Στις διαδρομές της μνήμης του θα αναδυθούν δεινά, κυνηγητά, προσβολές, ηθικές υποβαθμίσεις, βιασμοί γυναικών, βασανισμοί. Μέγας ο κατάλογος του «Δεν θέλουμε». Η καρδιά μπορεί να θεραπεύεται κάποτε, η μνήμη ποτέ: «δεν θέλουμε χέρια κάτω από τις φούστες, δεν θέλουμε σώματα πεινασμένα, τσακισμένα από το ξύλο με σημάδια από στραγγαλισμό, μάτια βγαλμένα από τις κόχες τους ανάσκελα στο πάτωμα να βιάζουν τις γυναίκες, να κόβουν τα στήθη των κοριτσιών, να καίνε τις πόλεις, να σφάζουν τα ζώα, να κόβουν τα χέρια, να εκτελούν με ηλεκτροσόκ». Ο κατάλογος συνεχίζεται με τον κατάλογο του «Θέλουμε», που καταλήγει: «Ας ορμήσουν η κιθάρα και το μπουζούκι, το βιολί, το κλαρίνο, το πιάνο, ας κρατήσουν μετέωρη τη φλεγόμενη καρδιά μας, ας τραγουδήσουν αυτό το μέλλον που νοσταλγούμε». Στη βία προτάσσει τον πολιτισμό. Σ’ αυτές τις αναλαμπές η κόρη, σαν άλλη Αντιγόνη που συνοδεύει τον Οιδίποδα στα αηδόνια και στο φως του Κολωνού, παρακολουθεί το παραμιλητό του, τον διάλογο με πρόσωπα που γνώρισε στο παρελθόν. «Ένα βουητό από ήχους που σβήνει […] ένας μεγάλος κυματισμός από σκιές που αργοσβήνει. Η νύχτα εκπνέει», οι αγαπημένοι όλοι παρόντες, ένα μεγάλο μπουκέτο ζαφορές εκεί. Ξημερώνει, ενώ «σκάει από παντού το τιτίβισμα των πουλιών […] ο εκκωφαντικός ήχος της ζωής που ξυπνάει».
Η Συπρίς Κωφίδου έστησε μέσα στο βιβλίο της έναν παράδεισο για να εγκαταστήσει τον πατέρα. Το μπουκέτο με τις ζαφορές σαν ανάμνηση του άλλου με τα τριαντάφυλλα, τα πουλιά σαν αντίλαλος των αηδονιών του Κολωνού, εκείνη σαν Αντιγόνη, εκείνος —ο Τηλέμαχος— σαν Οιδίπους. Δεν ήταν τολμηρός, επομένως, ο παραλληλισμός με την Αντιγόνη. Επιθυμία κάθε κόρης, κάθε παιδιού, να είναι αναπαυμένος εν ειρήνη ο γονιός που το γέννησε. Η σπλαχνική μας παράδοση εύχεται όλοι να έχουν του Θεού τη συγχώρεση και να είναι αναπαυμένοι, πόσο μάλλον όταν ο άνθρωπος που ταλαιπωρήθηκε, παρά την όποια αυστηρότητα του χαρακτήρα του, στα μάτια της πλέον ιεροποιήθηκε.
Πηγή: diastixo.gr