Μετά την καθιέρωση της ημέρας της μάνας καθιερώθηκε παγκοσμίως και η ετήσια κινητή γιορτή προς τιμήν του πατέρα. Θα μπορούσε κάποιος να προβάλει το ερώτημα μα γιατί όλες αυτές οι ημέρες δεν προϋπήρχαν στην ελληνική παράδοση; Η απάντηση βέβαια είναι για μας τους Έλληνες αυθύπαρκτη αφού ο πατέρας και η μάνα ήταν τα πιο λατρευτά και σεβαστά πρόσωπα στην ελληνική ηθική.
Ιδιαίτερα στην ποντιακή ηθογραφία το αξιοσέβαστο του πατέρα ενυπάρχει μέσα στην γλωσσική ιδιαιτερότητα, μιας και τον πατέρα τον προσφωνούσαν με την αρχαία λέξη ο «Κύριός μου» (ο Κύρη μ’).
Ο «κύρτ’ ς» πέρα από την έννοια του δημιουργού της οικογένειας, στην ευαγγελική προσέγγιση είναι ο δημιουργός του κόσμου, έτσι ο πατέρας ορίζεται ως ο δημιουργός–ποιητής. Στο δημοτικό δίστιχο «έϊ Ουρανέ μ’ και ποιητή μ’ κατήβα κά’ και κρίσον», βλέπουμε την ταύτιση του Θεού με το ρήμα ποιώ. Έτσι ορίζονταν ο δημιουργικός ρόλος του πατέρα ο οποίος ποιεί το τέκνο είναι δηλαδή ο Θεός του παιδιού του: «εμέν μάνα ‘κ’ εγένεσεν εμέν κύρης ‘κ’ εποίκεν». Η πατρική οικογένεια φέρει την τιμητική προσφώνηση «τα κυρουκά μ’» υπονοώντας την πατρική καταγωγή στο βάθος του χρόνου, όπως: «τα κυρουκά μ’ ας σην Κιμισχανάν έσαν». Η πατρική ιδιότητα ή η νομική όπως εμφανίζεται σήμερα η πατρότητα λεγόταν «κυρότε». Παράγωγο της ίδια λέξης ήταν και το «κυρώνω» γίνομαι δηλαδή κύριος κάποιου αντικειμένου ολοκληρώνοντας το: «εκύρωσα τ’ οσπίτ΄» δηλαδή αποπεράτωσα το σπίτι και έγινα κύριός του. Την ίδια λέξη την χρησιμοποιούν και στην Ελληνική ως κοσμητικό προσδιορισμό ευγένειας (κύριος–κυρία) με συγκοπή της κατάληξης «ο κύρ Ηλίας είπε ‘με» ή με θηλυκή προσφώνηση «η Κύρ’ Ερή, αλάλετος, κι αμίλητον πουλόπον».
Ο πατέρας «κύρ’τς» συναντάτε σε ορισμένα μέρη του Πόντου όπως στην Αργυρούπολη με την επίσης αρχαία λέξη ο πάπας (ο πατέρας). Υπήρχε ακόμα και ένας τίτλος σεβασμού και τιμής προς τον πατέρα, που είχε τις ρίζες του στην αρχαία λέξη «τέττα» μια τιμητική προσφώνηση των νεότερων προς τους μεγαλύτερους, πατέρα ή παππού: «o τέττε μ’ πολλά αγαπά ‘με». Σήμερα θα αναφερθούμε μόνο στη σχέση του πατέρα με τα παιδιά του, μια σχέση που θα μπορούσαμε να την ταυτίσουμε με τις βιβλικές αναφορές. Η έννοια του πατέρα ήταν ανθρώπινη με θεολογικά χαρακτηριστικά. Ήταν αδιανόητη η διατάραξη της. Τα παιδιά ήταν απόλυτα συγχωρητικά με τον κύρη τους και έδειχναν πάντα τον πρέποντα σεβασμό. Αυτός εμπεδώνονταν με τη φράση: «εγώ ας ση κυρού μ’ την οδόν ‘κ’ εβγαίνω». Στην ποντιακή κοινωνία ο ρόλος του πατέρα ήταν σημαντικός γιατί αυτός ήταν ο αρχηγός της οικογένειας, ο αδιαμφισβήτητος προστάτης της συζύγου και ιδιαίτερα των παιδιών του. Η φράση «ο κύρτς έν τ’ οσπιτί το στουλάρ’» επιβεβαίωνε τον κυρίαρχο και αναγκαίο του ρόλο. Ο πατέρας στην ποντιακή αντίληψη ήταν η προσωποποίηση της εργασίας και της δημιουργίας.Ήταν ταυτισμένος με τον ρόλο που του επιφύλαξε η πρωτόπλαστη «κατάρα» να κοπιάζει σε όλη του τη ζωή συντηρώντας και μεγαλώνοντας παιδιά του. Τα παιδιά του επίσης ακολουθώντας το κοινωνικά επιτρεπτό, θα έπρεπε να τον μοιάσουν και να γίνουν καλύτερα από αυτόν. Ο πατρικός σεβασμός ήταν απαραίτητος και αναγκαίως, τα πλαίσια της κριτικής ήταν αυστηρά: «τον κύρ’ν ατ’ που ‘κι σαεύ’ τον Θεόν πα ‘κι σαεύ’». Τα ψυχικά χαρίσματα ή τα ελαττώματα του, ακολουθούσαν τα παιδιά του. Για τα κακότροπα παιδιά ευθύνονταν πάντα ο πατέρας: «o κύρη σ’ τερπιάν ‘κ’ εδέκε σε;», «Αν έν ο κύρ’τς άνθρωπος θα είν’ και τα παιδία τ’» ή το κοινά αποδεκτό με την φράση: «τον κύρ’ν ατουν ομιάζ’ νε τα παιδία». Πολλές φορές όμως αυτή η εξήγηση είχε την εξαίρεση της, που εκφράζονταν με την παροιμία: «ας σο πελίτ πυρίφτια πα ίνεται και σκατοκούταλον πά ίνεται».
Το παιδικό χρέος προς τον πατέρα είχε να κάνει με τον σπαρτιάτικο όρκο των γενεών «άμες δε γεσόμεθα πολλώ κάρονες» ο αντίστοιχος όρκος στα ποντιακά συναντάται ως εξής: «ποίησομαι κι αν ‘κι ομοιάζω σε, πάτ κά’ και φούρξο ‘με». Την ίδια υπόσχεση του παιδιού προς τον πατέρα με διάχυτη την αγωνία να τον μοιάσει και να γίνει όμοιός του, εκφράζει και το λαϊκό τραγούδι: «Ο κύρη μ’ έτον χοβαρτάς, κ’ εγώ είμ’ το παιδίν ατ’, θ’ εφτάγω τα δουλείας ατ’, να παίρω την ευχήν ατ’». Πολλές φορές όμως συνέβαινε και το αντίθετο όπου το μήλο δεν έπεφτε κάτω από την μηλιά. Και πάλι το λαϊκό τραγούδι με τρόπο απορριπτικό και σαρκαστικό υπογράμμιζε το γεγονός: «o κύρη σ’ έτον χοβαρτάς κι η μάνα σου φραντάλα, πώς εγροίξαν κ’ εποίκανε άμον εσέν παλάλα». Η κοινωνική καταξίωση και εκτίμηση μεταφέρονταν από τον πατέρα στα παιδιά, το έχει του πατέρα όταν αξιοποιούνταν δημιουργικά αποκαθιστούσε και τα παιδιά. Τότε έλεγαν: «ας ση κυρούς το κατσίν τρώς κ’ εσύ ψωμίν». Η προσπάθεια όμως του γονέα στην ποντιακή κοινωνία είχε να κάνει και με τη μόρφωση των παιδιών του. Ο δάσκαλος θεωρούνταν την εποχή αυτή ως ο έχον την μεγαλύτερη μόρφωση. Στην λαϊκή αντίληψη ο αγώνας αυτός του πατέρα ήταν εμφανείς στο λαϊκό δίστιχο: «ο Κύρη μ’ εκοπίαζεν γράμματα να μαθίζ’ ‘με, απάν’ και ‘ς σην Κουπέρνιαν δέσκαλον να καθίζ’ με». Η κοινωνική ηθική όμως ήταν πολλές φορές πολύ αυστηρή όταν τα παιδιά δεν ανταποκρίνονταν στο μεγάλο χρέος να γεροντοκομίσουν τον πατέρα τους. Η πατρική αγάπη του Αινεία που κουβάλησε τον ανήμπορο πατέρα του στους ώμους του, λειτουργούσε ως αυτονόητη πράξη αγάπης προς τον πατέρα. Διαφορετικά ακολουθούσε το κοινωνικό ανάθεμα: «ο κύρτς εχάρτσεν, εχάρτσεν ‘ς σο παιδίν έναν αμπέλ’ ολόεν και το παιδίν έναν βοτρύδ’ ‘ εγούεψεν να δί’ ατόν».
Η μεγάλη αγάπη του παιδιού προς τον πατέρα επιβεβαιώνεται στο ακριτικό ποντιακό τραγούδι Της Τρίχας το γεφύρι όπου ο πρωτομάστορας δεν τολμάει ούτε να σκεφθεί ότι μπορεί να κάνει κακό στον κύρη του: «αν δίγω σε τον κύρη μου, άλλο κύρην πα ‘κ’ έχω». Όταν το ανάγωγο του παιδιού ξεπερνούσε τα επιτρεπτά όρια σε σημείο που να ασχημωνεί το παιδί κατά του πατέρα, το στιγμάτιζαν με την φράση: «υλάζ’ τον κύρ’ ν ατ’. Υλάζ’ και την μάναν ατ’». Ακόμα και στις ερωτικές σχέσεις των νέων η ιδιότητα του πατέρα παίζει καθοριστικό ρόλο. Αυτός έχει τον τελευταίο λόγο προκειμένου να ολοκληρωθεί ένα συνοικέσιο. Πολλές φορές ο γαμπρός προσεγγίζει παρασκηνιακά τον πεθερό για να τον κερδίσει «να εμπαίν ‘ς ομμάτια τ’». Και βέβαια ενημέρωνε κατάλληλα και την καλή του: «εγώ την μάνα σ’ είπα ‘το εσύ πέ’α τον κύρ ισ’, εκείνος έν’ καλόκαρδος ‘κι χαλάν το χατίρ’ ισ’». Όταν όμως ο κύρης της κοπέλας αρνείται την αποδοχή του γαμπρού τότε δέχεται την κατάρα του: «αναθεμά, αναθεμά, κόρη τ’ εσόν τον κύρη, ντο υποφέρ’ ολίγα είν’, κι άλλα πολλά να σύρει».
Είπαμε πως ο πατέρας έχει στην ποντιακή ηθική Θεϊκές διαστάσεις, στο τραγούδι του Μάραντου όταν η γυναίκα του εκφράζει το παράπονό της: «πού πας πού πάς; Νε Μάρανται κ’ εμέν τίναν αφήνεις;», ο Μάραντος της απαντά «Αφήνω σε τον κύρη μου τον Άε–Κωσταντίνον». Γενικότερα ο αποχωρισμός από τον πατέρα είτε με τον ξενιτεμό είτε με την επιστράτευση είναι πάντα οδυνηρός και προκαλεί ψυχικά τραύματα στη σχέση πατέρα και παιδιού. Στο ακριτικό έπος ο ρόλος του πατέρα είναι κυρίαρχος και η γνώμη του γίνεται πάντα σεβαστή. Η σκλάβα γυναίκα του Ανδρόνικου νουθετεί τον γιο της να πάει να βρει τον πατέρα και τον αδελφό του: «υιέ μ’ αν ζής και γίνεσαι σην Ρωμανίαν φύγον. Εκεί έεις κυρ’ Ανδρόνικον, καλαδελφόν Ξαντίνον» Μετά από μια περιπετειώδη αναζήτηση τους βρίσκει και τότε ο πατέρας εκφράζει τα πατριωτικά του συναισθήματα με έναν μοναδικό εκρηκτικό αίσθημα χαράς:
«Ο κύρτς εχαμοπέταξεν φτυλάξεν η καρδία τ’,
κλώσκεται κι αγκαλιάσκεται τα δύο τα παιδία τ’.
Και σίτια κλαίει και σίτια λέει ο ταλαιπωρημένον
-παιδίν έμνε κ’ εγέρασα ζευγάρ γεράκια ‘κ’ είχα.
Κι ατώρα ας τ’ εγέρασα ζευγάρ’ γεράκια εχτέθα»
Ο λαϊκός στίχος είναι αποκαλυπτικός ως αφορά την σχέση αίματος και αγάπης του παιδιού προς τον πατέρα και αντίστροφα. Η μεγάλη αποκατάσταση των συμπλεγμάτων και των φορτίσεων του ξενιτεμού έρχεται με τον πόθο της επιστροφής. Ο ξενιτεμένος βλέπει στην νοσταλγία του το σπίτι του πατέρα. Είναι μοναδικός του ανεκπλήρωτος πόθος: «είδα τ’ οσπίτι μ’ είδα το, τ’ ομμάτια μ’ εφωτίγαν. Είδα ας ση κυρού μ’ τ’ οσπίτ’ καπνός πάλ’ να εβγαίνει». Και το πιο σπαρακτικό στην ποντιακή κοινωνία είναι ο άσπλαχνος χάρος που έρχεται απρόσμενα να χωρίσει τα πιο αγαπημένα πρόσωπα. Η μάνα κλαίει ο πατέρας σπαράζει από μέσα του. Ιδιαίτερα στους μεγάλους πολέμους κατά των Αγαρηνών και των Οθωμανών οι τραντέλλενοι δεν επέστρεφαν στο πατρικό, τότε ο πατέρας μόλις μάθαινε τον χαμό του παιδιού του συνομιλούσε μοιρολογώντας με το χαμένο του παιδί:
«Υέμ’ π’ εχπάστες και θα πάς παρώρας ‘ς σην στρατείαν
π’ αφήντς ατά τα ορφανά κανάν ‘ς σον κόσμον ‘κ’ έχνε.
Ατά πα θέλνε σααπήν και σααπήν πα ‘κ’ έχνε.
Κι έναν οσπίτ’ χωρίς στουλάρ’ αγλήγορα τσοκεύει.
Πουλί μ’ άνοιξον τα ομάτια σ’ και τέρεν τα πουλόπα σ’,
εσύ έεις τα νεότητα σ’ σύρτς τ’ οσπιτί το βάρος».
Και μετά τις συμβουλές ακολουθεί το μοιραίο από το μέτωπο του πολέμου έρχεται η είδηση του θανάτου:
«Έρθεν πουλίν κ’ εγόνεψεν ‘ς ση τσαντιρί μ’ τ’ ατέκιν.
Γράφτω χαρτίν και δίγω ‘σε κι ας σην καρδιά μ’ φαρμάκια,
κι ας αναγνώθ’ ο κύρης μου κι ας κλαίει τ’ εμόν η μάνα».
Ο δυστυχής πατέρας επικοινωνεί με το αγαπημένο του παιδί με τον δικό του τρόπο συλλογιέται την πονεμένη του μάνα και τον παρακαλεί να έρθει να την δει:
«έλα Υιέ μ’ ‘ς σο παραθύρ’ και τέρεν τη μανίτσα σ’, πώς κλαίει και πώς φτουλίεται μοιρολογά τα κάλια σ» και συνεχίζει το ανάθεμα στον χάρο: «πού είσαι χάρε άσπλαχνε εσύ παιδία ‘κ’ έχεις;».
Αυτή η μεγάλη αγάπη του πατέρα για τα παιδιά και αγάπη των παιδιών για τον πατέρα του Πόντου διανύει μια διαχρονική πορεία στον ιστορικό Πόντο ,μέχρι την ημέρα του ξεριζωμού και τις προσφυγιάς. Ο πατέρας της ρωμιοσύνης όπως και η μάνα, είναι το δίπτυχο του ελληνικού πολιτισμού, πάνω στον οποίο αναπτύχθηκαν οι ανθρώπινοι κανόνες ενός οικογενειακού και κοινωνικού μεγαλείου. Ο πατέρας στην ποντιακή θεώρηση είναι ο στυλοβάτης της υγιούς κοινωνίας. Είναι ο τροφός ο παιδαγωγός και ο παραγωγός μιας αναγεννητικής και προοδευτικής πορείας. Είναι το σύμβολο και η εικόνα του σεβασμού και του θαυμασμού. Είναι ο συνδετικός κρίκος της μιας γενιάς με την άλλη. Στην ποντιακή γενεαλογία κυριαρχούσε το άρρεν, όπως και στην παλιά διαθήκη. Η ποντιακή κοινωνία ήταν πατριαρχική γι αυτό και η θέση του πατέρα ήταν πάντα κυρίαρχη και καταλυτική.
Παναγιώτης Μωυσιάδης