Στις 19 Μαΐου 2020 η Ελλάδα τίμησε την ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Πρόκειται για μία «μαύρη» μέρα για την ελληνική ιστορία. Είναι η μέρα της επίσημης έναρξης της τελικής φάσης εξόντωσης του ελληνικού στοιχείου του Εύξεινου Πόντου από τα τουρκικά στρατεύματα του Μουσταφά Κεμάλ, που κορυφώθηκε το 1919 και εντάσσεται στην περίοδο 1916-1923, κατά την οποία υλοποιήθηκε το τελικό στάδιο του σχεδίου εκκαθάρισης των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής από τους Νεότουρκους, υπό την επιτελική καθοδήγηση του Γερμανού στρατηγού Λίμαν φον Σάντερς.
Αυτή την ιστορική αλήθεια φαίνεται ότι δυσκολεύονται να αποτυπώσουν στα επετειακά μηνύματά τους οι σημερινοί θεσμικοί παράγοντες της χώρας, με πρώτη την Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Στο μήνυμά της, ανήμερα της θλιβερής επετείου, η πρώτη πολίτης της χώρας σημειώνει ότι: «Σήμερα τιμούμε τα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα των Ελλήνων του Πόντου, που χάθηκαν πριν από έναν αιώνα». Χάθηκαν. Μόνοι τους. Μάλλον θα χάθηκαν στο δρόμο. Δεν εξηγείται διαφορετικά η χρήση του συγκεκριμένου αυτοπαθούς ρήματος. Σαν να λέμε ότι οι Εβραίοι εξολοθρεύτηκαν μόνοι τους επειδή δεν είχαν κάτι καλύτερο να κάνουν. Δεν τους εξολόθρευσε ο Χίτλερ και οι Γερμανοί Ναζί. Συνεχίζοντας την ανάγνωση, παρατηρούμε δύο συγκεκριμένα στοιχεία. Πρώτον, την ασταμάτητη χρήση παθητικής φωνής και δεύτερον, την ανυπαρξία χρήσης ποιητικού αιτίου. Με απλά λόγια, οι Πόντιοι έπαθαν πολλά, αλλά πουθενά δεν αναφέρεται ποιος τους τα προκάλεσε. Πουθενά δεν κατονομάζεται ο θύτης. Δηλαδή οι Τούρκοι. Μιλώντας για Τούρκους, δεν πέφτουμε φυσικά σε καμία παγίδα εθνικισμού, όπως κάποιοι ιδιαιτέρως ευφυείς συμπολίτες μας θα σπεύσουν ενδεχομένως να πουν. Δεν αρεσκόμεθα σε πομφόλυγες, ούτε σημειώνουμε ότι φταίει κάθε σύγχρονος Τούρκος για εκείνα τα εγκλήματα. Τα εγκλήματα, όμως, έχουν θύτη και στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτός ήταν ο τακτικός οθωμανικός στρατός, η οθωμανική στρατοχωροφυλακή και οι άτακτες παραστρατιωτικές ομάδες των τσετών του Μουσταφά Κεμάλ και του Τοπάλ Οσμάν, του σφαγέα των Ποντίων. Οι συγκεκριμένοι θύτες προέβησαν σε μαζικές δολοφονίες, βιασμούς, εξανδραποδισμούς, λεηλασίες, σφαγές βρεφών, κάψιμο και μαχαίρωμα 353.000 Ελλήνων του Πόντου, εξαναγκάζοντας τους επιζήσαντες να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς.
Στα θετικά σημεία του προεδρικού κειμένου σημειώνεται η χρήση του όρου «γενοκτονία» και η υπενθύμιση της ανάγκης για τη διεθνή κατοχύρωσή της. Ούτε αυτή η αναφορά όμως γίνεται με τρόπο ολοκληρωμένο. Το δίκαιο αίτημα πρέπει να συνακολουθείται από ευθεία απαίτηση για συγγνώμη από την επίσημη Τουρκική δημοκρατία σήμερα, η οποία αποτελεί διάδοχο κράτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έχοντας ιδρυθεί το 1923, έτος κατά το οποίο ολοκληρώθηκε ο λεγόμενος «Πόλεμος της Ανεξαρτησίας» των Τούρκων, δηλαδή η ατελείωτη σειρά εθνοτικών εκκαθαρίσεων που ξεκίνησε ο Κεμάλ από το 1908, συνέχεια του εγκληματικού έργου των μαζικών διωγμών των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, το οποίο είχε ξεκινήσει ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β΄ κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Είδαμε, όμως, περίπου στο ίδιο μήκος κύματος να κινούνται και τα επετειακά μηνύματα του πρωθυπουργού και του αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Περισσότερο κοντά στην ιστορική αλήθεια το μήνυμα του πρώτου, καπώς «αλλού» το μήνυμα του δεύτερου. Κανείς όμως εκ των δύο δεν ανέφερε το όνομα του θύτη. Η παθητική φωνή και εδώ παρούσα χωρίς… ποιητικό αίτιο. Φωτεινή εξαίρεση στα προχθεσινά μηνύματα, το μήνυμα της προέδρου του Κινήματος Αλλαγής, Φώφης Γεννηματά, η οποία σημείωσε με λιτό αλλά σαφή τρόπο ότι: «Πρέπει επιτέλους οι Τούρκοι να ζητήσουν συγγνώμη για το έγκλημα». Ακριβώς στην ιστορικά ορθή διάσταση του θέματος. Ανάλογη ήταν και η τοποθέτηση του προέδρου της Ελληνικής Λύσης, Κυριάκου Βελόπουλου.
Την επομένη της επετείου (20/5/2020), το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών εξέδωσε μία προκλητικότατη ανακοίνωση, σε βαθμό ανιστόρητου παραληρήματος, στην οποία αποσιωπά φυσικά το μαρτύριο των Ποντίων από τους Τούρκους, ομιλεί περί «Πολέμου της Ανεξαρτησίας» και αναφέρεται σε «φρικαλεότητες» που πραγματοποίησε ο ελληνικός στρατός. Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών απάντησε με αρκετά σκληρή γλώσσα, αποφεύγοντας όμως εξίσου να δείξει ρητά την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως το κράτος εκείνο που πραγματοποίησε τα εγκλήματα κατά των Ελλήνων, ενώ, όπως ήδη σημειώθηκε, η τουρκική ανακοίνωση ομιλεί περί «φρικαλεοτήτων» του ελληνικού στρατού. Ανάλογες τοποθετήσεις έγιναν από τον ελληνικό πολιτικό κόσμο και κατά την εφετινή ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Αρμενίων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία τιμήθηκε στις 24 Απριλίου 2020.
Το συμπέρασμα από αυτή την επικοινωνιακή μεν τακτική, που όμως κρύβει μεγάλη ουσία, είναι ότι η πολιτική επιλογή των «ασφαλών» λέξεων δεν οδηγεί πουθενά. Η πολιτική ορθότητα συχνά επιτάσσει στους πολιτικούς δρώντες να χρησιμοποιούν φρασεολογία αρκετά εύπλαστη και ενδεχομένως χρήσιμη, προκειμένου να μεταδώσουν σύγχρονα μηνύματα με κάποιο εύληπτο τρόπο για διαφορετικά ακροατήρια. Αυτό ίσως να μπορεί να γίνει ανεκτό επί ζητημάτων εσωτερικής πολιτικής, αν και ο γράφων δεν είναι θιασώτης ούτε αυτής της πρακτικής. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι τουλάχιστον απαράδεκτο και οπωσδήποτε ιστορικά αναληθές, στο βωμό της όποιας πολιτικής καλής γειτονίας, να αποσιωπώνται ονόματα και ρητές αναφορές στους υπευθύνους ενός εθνικού εγκλήματος, που πλήγωσε και πληγώνει μέχρι σήμερα τον Ελληνισμό. Ο αγώνας για τη διεθνή αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων βρίσκει συχνά πολλά διεθνή πολιτικά εμπόδια. Είναι πραγματικά λυπηρό σε αυτά να προστίθεται και η φοβικότητα της εσωτερικής πολιτικής τάξης. Άλλωστε, κλείνοντας, αξίζει να κάνουμε μία υπενθύμιση από τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία: Κάπως έτσι ξεκίνησε και η αποθράσυνση του Χίτλερ στο Μόναχο, τον Σεπτέμβριο του 1938. Με σεβασμό προς τις θεσμικές σας ιδιότητες, σας καλώ: Μη γίνεστε Τσάμπερλεϊν, κυρίες και κύριοι θεσμικοί παράγοντες. Δεν σας ταιριάζει και δεν αξίζει στη χώρα μας.
Γιώργος Θεοδωρίδης, υποψήφιος διδάκτωρ
Ευρωπαϊκού Δικαίου του Παντείου Πανεπιστήμιου
Πηγή: huffingtonpost.gr / Γιώργος Θεοδωρίδης