Ένα σπάνιο έκθεμα στο Μουσείο Ανατομίας εντυπωσιάζει γιατί δείχνει τον Έλληνα γίγαντα του οποίου ο σκελετός έχει συναρμολογηθεί και διατίθεται για παρατήρηση και μελέτη στους φοιτητές της Ιατρικής σχολής. Όμως ο αποκαλούμενος γίγαντας της Πτολεμαΐδας είχε ύψος 2,37 μέτρα και έζησε στις αρχές του 20ου αιώνα σε μια εποχή, όπου ο μέσος Έλληνας είχε ύψος 1,62. Αυτό φαίνεται και στην φωτογραφία με τον άνδρα που στέκεται δίπλα στον ψηλότερο Έλληνα.
Σύμφωνα με την τεκμηρίωση ο «κοντός» ονομάζεται Σπύρος Σουρμελής και υπήρξε κτηματίας, έμπορος ξηρών καρπών από την Κερασούντα. Ο ίδιος και ο αδελφός του Ιορδάνης (εμποροτραπεζίτης), υπήρξαν μάρτυρες του ποντιακού Αγώνα. Κρεμάστηκαν στις αγχόνες της Αμάσειας τον Αύγουστο του 1921 μετά από διώξεις, βασανιστήρια και δίκες παρωδία. Τα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας της Αμάσειας ήταν ειδικά δικαστήρια που οργανώθηκαν από το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ. Στόχευαν στην μαζική εξόντωση των Ελλήνων εκπροσώπων του Πόντου, κάτω από ένα νομιμοφανές πλαίσιο. Πραγματοποιήθηκαν στην Αμάσεια στο τελευταίο στάδιο της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολής. Ο συνολικός αριθμός των εκτελεσθέντων πιστεύεται ότι ανήλθε σε 400-450 περίπου άτομα, από τους οποίους οι 155 υπήρξαν εξέχουσες προσωπικότητες του ποντιακού ελληνισμού.
Το αίνιγμα του γίγαντα του Πόντου
Οι πληροφορίες για τη ζωή του γίγαντα είναι λίγες. Όπως μας εξιστόρησε ο δισέγγγονος του Σουρμελή, Δημοσθένης Μολυβδάς, τον πανύψηλο άνδρα εντόπισε μια μέρα ο πρόγονός του μέσα σε μια σπηλιά κοντά στην κτήματα της οικογένειας. Ήταν πεινασμένος και ρακένδυτος. Τον περιέθαλψε, του έδωσε ρούχα και στέγη. Όπως ήταν φυσικό έγινε αμέσως διάσημος στην περιοχή και μέσα στο χρόνο η φήμη του μεγάλωσε, ως ο πιο ψηλός άνθρωπος του κόσμου. Γνωρίζουμε ότι τον φώναζαν Αμανάτη, που σημαίνει μόνος. Ήταν πόντιος πρόσφυγας από την περιοχή του Καυκάσου, όπου είχαν καταφύγει χιλιάδες Έλληνες για να βρουν καταφύγιο από τις διώξεις. Αργότερα στις αρχές του 20ου αιώνα και μετά τα δραματικά γεγονότα της γενοκτονίας φαίνεται ότι ήρθε στην Ελλάδα. Όπως αναφέρει στη «Μηχανή του Χρόνου» ο Θεόδωρος Τρουπής, καθηγητής περιγραφικής ανατομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Έλληνας γίγαντας ενδεχομένως να εγκαταστάθηκε στην Πτολεμαΐδα. Εκεί έζησε μέχρι και το θάνατό του, περί το 1930. Κατά μια άλλη εκδοχή πέθανε στο Λονδίνο όπου είχε μεταβεί ώστε να εξεταστεί από επιστήμονες που έδειξαν ειδικό ενδιαφέρον λόγω του ύψους του.
Το σημαντικότερο ντοκουμέντο ότι υπήρξε είναι ο σκελετός του. Τα οστά του δωρήθηκαν στο Εργαστήριο Περιγραφικής Ανατομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ούτως ώστε να γίνει ανατομική παρασκευή και έπειτα η συναρμολόγηση. Το σπουδαίο ανθρωπολογικό εύρημα βρίσκεται στο Μουσείο Ανατομίας της Ιατρικής Σχολής στην Αθήνα.
Μετά την συναρμολόγηση μετρήθηκε και υπολογίστηκε στα 2,37 μέτρα. Χαρακτηριστικό του μεγέθους του είναι το μηριαίο οστό. Είναι ασυνήθιστα παχύ, μακρύ, ενώ φαίνεται και εντυπωσιακά δυνατό. Κατά τ’ άλλα, στην όψη θα λέγαμε πως μοιάζει με έναν φυσιολογικό ανθρώπινο σκελετό, απλώς μεγεθυμένο.
Ποιοι ήταν οι Καυκάσιοι Έλληνες
Οι Καυκάσιοι Έλληνες ζούσαν στις Άλπεις του Πόντου, καθώς και σε ορεινές περιοχές της Ανατολικής Ανατολίας και της Γεωργίας. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, παρότι ελληνικοί πληθυσμοί είχαν εποικήσει σποραδικά τα καυκάσια εδάφη από τα αρχαία χρόνια, η μαζική μετακίνηση Ελλήνων προς τα υψίπεδα ήταν αποτέλεσμα των αυξανόμενων τουρκικών επιθέσεων κατά την οθωμανική εποχή. Πολλοί ελληνικοί πληθυσμοί από τα Βιλαέτια, τη Σεβάστεια, την Τραπεζούντα και τον υπόλοιπο Πόντο βρήκαν καταφύγιο στις δυσπρόσιτες και παγωμένες πλαγιές του Καυκάσου για να σωθούν από τους διωγμούς. Παρά την κλιματική διαφορά, σταδιακά αφομοίωσαν τον τρόπο ζωής των ντόπιων και προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα. Η ρωσική απογραφή του 1897 κατέγραφε περίπου 100 χιλιάδες Έλληνες στην ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου και της Υπερκαυκασίας. Ο Πόντιος αρχιμανδρίτης Πανάρετος Τοπαλίδης, από την άλλη, υπολόγιζε ότι ο πραγματικός αριθμός τους ξεπερνούσε τις 225 χιλιάδες. Ωστόσο, οι ελληνοτουρκικές και ρωσοτουρκικές εντάσεις, καθώς και η τεταμένη πολιτική κατάσταση στην περιοχή, έδειχναν ήδη από τον 19ο αιώνα ότι οι Ελληνορθόδοξοι Καυκάσιοι θα έπρεπε σύντομα να αναζητήσουν νέα πατρίδα, όπως είχαν κάνει οι πρόγονοί τους. Πολλοί λησμονούσαν την Ελλάδα και ήθελαν να επιστρέψουν. Οι συνθήκες όμως πίσω στη μητέρα πατρίδα δεν ήταν ιδανικές.
Η εγκατάσταση στη Μακεδονία
Στους Βαλκανικούς Πολέμους, οι Έλληνες του Καυκάσου, όπως και κοινότητες ομογενών σε όλη τη Ρωσία συνέβαλαν σημαντικά στον αγώνα στέλνοντας εφόδια, τρόφιμα, χρήματα, αλλά και εθελοντές στον ελληνικό στρατό. Με την λήξη των πολέμων, κατά τη διετία 1913-1914, περίπου πέντε χιλιάδες Καυκάσιοι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στην απελευθερωμένη πλέον Μακεδονία. «Ευθύς μόλις ακούσαμε για τη μάχη του Κιλκίς ξεσηκωθήκαμε. Δεν ακούσαμε τίποτα άλλο, ούτε για τη Θεσσαλονίκη, ούτε για τα Γιάννινα, ούτε για τη Φλώρινα. Βούιξε ο Καύκασος για την ελληνική νίκη του Κιλκίς. Δεν μπορούσαμε να μείνουμε εκεί. Ξεσηκωθήκαμε! Λαχταρούσαμε για την Ελλάδα», ανέφερε το 1914 ένας από τους ανθρώπους που μετανάστευσαν στο Κιλκίς. Στα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου και μετέπειτα της Ρωσικής Επανάστασης, χιλιάδες ακόμα Ελληνοκαυκάσιοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στη μητέρα πατρίδα. Το ελληνικό κράτος δεν ήταν προετοιμασμένο να τους υποδεχθεί. Ένας τεράστιος αριθμός, έχασε τη ζωή του στη διαδρομή, προσπαθώντας να φτάσει στην Ελλάδα. Οι επιδημίες, η ασιτία και το κρύο θέριζαν.
Οι μαζικές αποστολές Ελλήνων της Υπερκαυκασίας και του βορείου Καυκάσου στην Ελλάδα, κυρίως προς τη Μακεδονία, ξεκίνησαν από τον Απρίλιο του 1920 και διήρκεσαν μέχρι το Μάιο του 1921, όποτε και οι μπολσεβίκοι επικράτησαν οριστικά στην περιοχή. Η αραιοκατοικημένη μακεδονική γη φάνταζε ως η ιδανική λύση για να υποδεχθεί τους πρόσφυγες, ειδικά μετά την αραίωση του πληθυσμού της λόγω των μεταναστευτικών κυμάτων στο εξωτερικό. Υπολογίζεται ότι μέχρι το 1928 εγκαταστάθηκαν στην Μακεδονία περίπου 60 χιλιάδες Έλληνες της Ρωσίας, από τους οποίους οι 47 χιλιάδες προέρχονταν από τον Καύκασο.
Ένας από αυτούς ήταν και ο γίγαντας από τον Πόντο.
Πηγή: mixanitouxronou.gr