Από την αρχαιότητα και για πάρα πολλούς αιώνες, πριν η επιστήμη να ερμηνεύσει τα φυσικά φαινόμενα, οι άνθρωποι έκαναν δεήσεις στη φύση ή στους Θεούς για να επιτύχουν τις ευεργετικές επιδράσεις της φύσης, όπως η βροχή σε περιόδους εκτεταμένης ανομβρίας.
Οι αρχαίοι Έλληνες έκαναν συχνά τέτοιες δεήσεις προς τον νεφεληγερέτη Δία φωνάζοντας «ύσον, ύσον, ώ φίλε Ζευ κατά της αρούρας των Αθηναίων και των πεδίων» (βρέξε, βρέξε, αγαπημένε Δία στη γη και τις πεδιάδες των Αθηναίων). Στην Ιλιάδα επίσης (Μ 25) γίνεται επίκληση στον Δία να βρέξει.
Οι αρχέγονες αυτές συνήθειες επιβίωσαν για αιώνες στην Ελλάδα και στον Πόντο.
Στην Ελλάδα το λαϊκό δρώμενο ονομαζόταν περπερούνα, περπερίτσα, πιρπιρούνα, ενώ στον Πόντο κουσκουτούνα, κουσκουτούρα, κουσκουτάνα. Κοινή συνισταμένη όλων η επίκληση στα θεία για πρόκληση βροχής σε περιόδους ξηρασίας. Οι δεήσεις και οι επικλήσεις για βροχή απευθύνονται στον Θεό.
Το δρώμενο στην κυρίως Ελλάδα είχε μικρές παραλλαγές. Επιλέγουν κατά προτίμηση ένα ορφανό μικρό παιδί, το στολίζουν με λουλούδια και ο αγερμός πηγαίνει σε κάθε σπίτι, όπου οι νοικοκυρές καταβρέχουν το κεφάλι του παιδιού με έναν κουβά νερό και φιλοδωρούν τα παιδιά. Σε άλλα μέρη επέλεγαν ένα τσιγγανάκι τραγουδώντας το σχετικό τραγουδάκι:
Περπερούνα περπατεί
Τον Θεό παρακαλεί
Θε μου βρέξε μια βροχή
Να φυτρώσουν και ν΄ ανθίσουν
Τα σιτάρια, τα βαμπάκια
Και τα τρυφερά τα χορταράκια.
Υπάρχουν πολλές παραλλαγές του παραπάνω τραγουδιού σε πολλές περιοχές της Ελλάδας.
Στον Πόντο συναντάμε την επιβίωση του εθίμου σε πολλές περιοχές με τα ίδια πάνω κάτω χαρακτηριστικά. Το έθιμο το έφεραν μαζί τους στην Ελλάδα και θυμάμαι και εγώ ως μικρό παιδί στα μέσα της δεκαετίας του 60 να τελείται ακόμη το έθιμο στο χωριό μου, έθιμο που το διατήρησε εκείνη η πρώτη γενιά των παππούδων μας. Λίγο πριν να μπει η δεκαετία του 70, το έθιμο είχε πια ατονήσει και σύντομα χάθηκε για πάντα.
Στον Πόντο, κυρίως στην περιοχή της Χαλδίας, σε εποχές παρατεταμένης ανομβρίας, έκαναν θρησκευτικές λιτανείες και δεήσεις. Παράλληλα και κοντά σ΄ αυτές συνηθιζόταν και το έθιμο της κουσκουκούρας ή κουσκουτέρας ή κουσκουτάνας. Η λέξη σύμφωνα με τον Άνθιμο Παπαδόπουλο είναι αγνώστου ετύμου, ενώ ο Δημοσθένης Οικονομίδης θεωρεί ότι είναι αρμένικης προέλευσης. Την σωστότερη ετυμολογία, κατά τη γνώμη μου δίνουν οι Τομπαΐδης – Συμεωνίδης, οι οποίοι ετυμολογούν τη λέξη από τις τουρκικές kuṣ = πουλί + kork = φόβος + κατάληξη – ούρα με ανομοιωτική αποβολή του ρ.
Στον Πόντο το έθιμο ήθελε τη συμμετοχή δυο παιδιά ηλικίας 7-14 ετών. Τα παιδιά έπαιρναν μια μεγάλη σκούπα, τη διαπερνούσαν με ένα μεγάλο ξύλο και μετά έντυναν το κατασκεύασμα αυτό με παλιά γυναικεία ρούχα, ώστε να μοιάζει με κορίτσι και το κρατούσαν από τις δυο άκρες.
Με τη συνοδεία και άλλων παιδιών πήγαιναν σε όλα σπίτια τραγουδώντας το εξής τραγουδάκι:
Κουσκουκούρα μαντακούρα
Ασ΄ ΄ς σον Θεόν βροχήν θέλομεν
΄ς σου τσιφτσή (γεωργού) το χωράφ΄
΄ς σο στενόν ΄ς σο σοκάκι΄
Και ΄ς σ΄ έμορφον τ΄ ομάλ΄(πεδιάδα).
Καμιά φορά οι στίχοι του άσματος ήταν και τούρκικοι απευθυνόμενοι προφανώς και στους Τούρκους συνοίκους, οι οποίοι επιθυμούσαν εξίσου την ευεργετική βροχή για τα χωράφια και τις καλλιέργειες τους, καθώς κοινή ήταν η μοίρα τους.
Τα παιδιά επισκέπτονταν τα σπίτια και οι νοικοκυρές κατάβρεχαν το ομοίωμα, καμιά φορά και τα παιδιά χάριν αστεϊσμού. Μετά φιλοδωρούσαν τα παιδιά με στραγάλια, αβγά, βούτυρο και άλλα καλούδια ό, τι είχε η καθεμιά τους.
Ακολούθως ο αγερμός των παιδιών πήγαινε στην εξοχή, κρεμούσε σ΄ ένα δέντρο την κουσκουτούρα και έτρωγαν όλοι μαζί τα φαγώσιμα. Ακολούθως αναζητήσουν ένα φίδι και αν τελικά το εύρισκαν, το σκότωναν και το έκαιγαν στην πλατεία του χωριού, σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνει σε οικείο άρθρο του ο Δημοσθένης Οικονομίδης. Πίστευαν ότι με εξιλαστήριο θύμα το φίδι θα ακολουθούσε η ευεργετική βροχή.
Συνήθιζαν επιπροσθέτως τα παιδιά να μαζεύουν μικρές πλάκες, τόσες όσες ήταν τα χρόνια του καθενός, και πάνω σ΄ αυτές χάραζαν το μονόγραμμα του Ιησού Χριστού με έναν σταυρό. Έτσι πίστευαν ότι με την βοήθειά του θα προκληθεί η βροχή.
Όμορφα έθιμα, μιας άλλης εποχής που χάθηκαν και αυτά στην πορεία του χρόνου μαζί με πολλά άλλα έθιμα. Έθιμα τα οποία έφερναν κοντά τους ανθρώπους, μοιράζονταν την κοινή τους μοίρα, τον πολιτισμό τους και συνείχαν την ταυτότητά τους.
Γιώτα Ιωακειμίδου-Φιλόλογος