Έτονε ίνας γέρον κι είχεν έναν πετεινόν
π’ εκούιζεν παρώρας παρώρας παρώρας
κι εγνέφιζε τον γέρον, τον παραπονεμένον.
Έρθεν και ν’ ο αλεπόν κι έφαγεν τον πετεινόν,
π’ εκούιζεν παρώρας παρώρας παρώρας
κι εγνέφιζε τον γέρον, τον παραπονεμένον.
Έρθεν και ο σκύλον, έφαγεν τον αλεπόν,
που έφαγεν τον πετεινόν,
π’ εκούιζεν παρώρας παρώρας παρώρας
κι εγνέφιζε τον γέρον, τον παραπονεμένον.
Έρθεν και το ξύλον, εσκότωσεν τον σκύλον,
που έφαγεν τον αλεπόν, που έφαγεν τον πετεινόν
π’ εκούιζεν παρώρας παρώρας παρώρας
κι εγνέφιζε τον γέρον, τον παραπονεμένον.
Έρθεν και η φωτία , έκαψεν το ξύλον
που εσκότωσεν τον σκύλον,
που έφαγεν τον αλεπόν,
που έφαγεν τον πετεινόν
π’ εκούιζεν παρώρας παρώρας παρώρας
κι εγνέφιζε τον γέρον, τον παραπονεμένον.
Έρθεν και ο ποταμόν , ενέφσεν την φωτίαν
που έκαψεν το ξύλον,
που εσκότωσεν τον σκύλον,
που έφαγεν τον αλεπόν, που έφαγεν τον πετεινόν
π’ εκούιζεν παρώρας παρώρας παρώρας
κι εγνέφιζε τον γέρον, τον παραπονεμένον.
Έρθεν και το χτήνον κι έπεν τον ποταμόν
που ενέφσεν την φωτίαν,
που έκαψεν το ξύλον, που εσκότωσεν τον σκύλον,
που έφαγεν τον αλεπόν, που έφαγεν τον πετεινόν,
π’ εκούιζεν παρώρας παρώρας παρώρας
κι εγνέφιζε τον γέρον, τον παραπονεμένον.
Έρθεν και ο λύκον, έφαεν το χτήνον,
που έπεν τον ποταμόν,
που ενέφσεν την φωτίαν,
που έκαψεν το ξύλον,
που εσκότωσεν τον σκύλον,
που έφαγεν τον αλεπόν, που έφαγεν τον πετεινόν,
π’ εκούιζεν παρώρας παρώρας παρώρας
κι εγνέφιζε τον γέρον, τον παραπονεμένον.
Έρθεν και ο τσοπάνον, εσκότωσε τον λύκον,
που έφαεν το χτήνον,
που έπεν τον ποταμόν,
που ενέφσεν την φωτίαν,
που έκαψεν το ξύλον,
που εσκότωσεν τον σκύλον,
που έφαγεν τον αλεπόν,
που έφαγεν τον πετεινόν,
π’ εκούιζεν παρώρας παρώρας παρώρας
κι εγνέφιζε τον γέρον, τον παραπονεμένον.
Έρθεν και ο Γουρζουλάς κι επαίρεν τον τσοπάνον,
που εσκότωσε τον λύκον,
που έφαεν το χτήνον,
που έπεν τον ποταμόν,
που ενέφσεν την φωτίαν,
που έκαψεν το ξύλον,
που εσκότωσεν τον σκύλον,
που έφαγεν τον αλεπόν, που έφαγεν τον πετεινόν,
π’ εκούιζεν παρώρας παρώρας παρώρας
κι εγνέφιζε τον γέρον, τον παραπονεμένον.
Μάφραση στα νεοελληνικά
Ήταν ένας γέρος,
Είχε έναν κόκορα που λαλούσε ώρες παρώρες
και τον γέροντα ξυπνούσε, τον παραπονεμένο.
Ήρθε και η αλεπού, που έφαγε τον κόκορα,
που λαλούσε ώρες παρώρες
και τον γέροντα ξυπνούσε, τον παραπονεμένο.
Ήρθε και ο σκύλος, που έφαγε την αλεπού,
που έφαγε τον κόκορα που λαλούσε ώρες παρώρες,
και τον γέροντα ξυπνούσε τον παραπονεμένο.
Ήρθε και το ξύλο, που σκότωσε τον σκύλο,
που έφαγε την αλεπού, που έφαγε τον κόκορα
που λαλούσε ώρες παρώρες
και τον γέροντα ξυπνούσε, τον παραπονεμένο.
Ήρθε κι η φωτιά, που έκαψε το ξύλο,
που σκότωσε τον σκύλο, που έφαγε την αλεπού,
που έφαγε τον κόκορα, που λαλούσε ώρες παρώρες
και τον γέροντα ξυπνούσε, τον παραπονεμένο.
Ήρθε και ο ποταμός, που σβήνει τη φωτιά,
που έκαψε το ξύλο, που σκότωσε το σκύλο,
που έφαγε την αλεπού, που έφαγε τον κόκορα,
που λαλούσε ώρες παρώρες,
και τον γέροντα ξυπνούσε, τον παραπονεμένο.
Ήρθε και η αγελάδα, που ήπιε το ποτάμι,
που έσβησε τη φωτιά, που έκαψε το ξύλο,
που σκότωσε το σκύλο, που έφαγε την αλεπού,
που έφαγε τον κόκορα, που λαλούσε ώρες παρώρες
και τον γέροντα ξυπνούσε, τον παραπονεμένο.
Ήρθε και ο λύκος, που έφαγε την αγελάδα,
που ήπιε το ποτάμι, που έσβησε τη φωτιά,
που έκαψε το ξύλο, που σκότωσε το σκύλο,
που έφαγε την αλεπού, που έφαγε τον κόκορα,
που λαλούσε ώρες παρώρες
και τον γέροντα ξυπνούσε, τον παραπονεμένο.
Ήρθε κι ο τσομπάνης, που σκότωσε το λύκο,
που έφαγε την αγελάδα, που ήπιε το ποτάμι,
που έσβησε τη φωτιά, που έκαψε το ξύλο,
που σκότωσε το σκύλο, που έφαγε την αλεπού,
που έφαγε τον κόκορα, που λαλούσε ώρες παρώρες
και τον γέροντα ξυπνούσε, τον παραπονεμένο.
Ήρθε κι η πανούκλα, που παίρνει τον τσομπάνη,
που σκότωσε τον λύκο, που έφαγε την αγελάδα,
που ήπιε το ποτάμι, που έσβησε τη φωτιά,
που έκαψε το ξύλο, που σκότωσε το σκύλο,
που έφαγε την αλεπού, που έφαγε τον κόκορα,
που λαλούσε ώρες παρώρες
και τον γέροντα ξυπνούσε, τον παραπονούμενο