Το Χανκαβάν (Αρμενικά: Հանքավան) —παλαιότερα γνωστό ως Μιχαηλόβκα—, είναι ένα χωριό και θερινό θέρετρο στην επαρχία Κοτάικ της Αρμενίας δίπλα στον ποταμό Μαρμαρίκ κάτω από την οροσειρά Παμπάκ. Είναι γνωστό για τις ιαματικές πηγές του, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως τμήμα μιας βιομηχανίας υγιεινής κατά τη διάρκεια της σοβιετικής περιόδου.
Το Χανκαβάν είναι μια από τις τελευταίες ελληνικές κοινότητες στην Αρμενία και βρίσκεται σε υψόμετρο 2.300 μέτρων. Στην είσοδο του χωριού υπάρχει μια εκκλησία και ένα νεκροταφείο προς τα αριστερά. Η εκκλησία χτίστηκε από Έλληνες που μετανάστευσαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1827. Οι τάφοι χρονολογούνται από εκείνη την εποχή. Αρχικά επτά οικογένειες μετακόμισαν σε αυτό το χωριό, ένας αριθμός που μεγάλωσε σε ένα ακμάζον χωριό 250 οικογενειών. Αυτό που απομένει είναι περίπου 50 οικογένειες που εντοπίζουν την καταγωγή τους στην ελληνική ενδοχώρα.
Χανκαβάν σημαίνει «τόπος με ορυχεία»
Μετανάστες από το χωριό Παντζαρό, κοντά στο Καρς εγκαταστάθηκαν στο ορεινό χωριό από τις αρχές του 1800. Πάνω από 150 χρόνια έζησαν εδώ χωρίς να χάσουν τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα τους και κράτησαν την ποντιακή διάλεκτο. Μόλις ακούστηκε ότι το Ελληνικό προξενείο το 1989 άρχισε να δίνει άδειες, το χωριό άρχισε να αδειάζει. Το δεύτερο κύμα έφυγε το 1992. Τώρα στο χωριό τα σπίτια ερημώνουν. Μετρημένοι κάτοικοι περνάνε το βαρύ χειμώνα μόνοι. Χωριό 250 οικογενειών. Αυτό που απομένει είναι περίπου 20 οικογένειες και κάποιοι που πήραν την απόφαση της επιστροφής.
Η αρχιτεκτονική των σπιτιών ολόιδια με τα σπίτι της Αργυρούπολης του Πόντου. Οι φωτογραφίες είναι από τις 15 Μαρτίου 2022 όπου και χιόνισε.
Φωτογραίες: Ira Tzourou