Πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 19 Μαΐου το βράδυ, η εκδήλωση της Ένωσης Ελλήνων Ποντίων Κύπρου και του Κέντρου Νεότητας «Παναγία Σουμελά» για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου με τίτλο «Αφιέρωμα στον Ελληνισμό του Πόντου», στην κατάμεστη αίθουσα στο Δημαρχείο Γερίου.
Το πρόγραμμα ξεκίνησε με Τρισάγιο που τέλεσε ο Θεοφιλέστατος Καρπασίας Χριστόφορος και κατάθεση στεφάνων στο χώρο του Μνημείου για την Γενοκτονία των 353.000 Ελλήνων του Πόντου, στο Γέρι.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας για τα 100 χρόνια Μνήμης και Τιμής στη Μικρά Ασία.
Χαιρετισμούς εκφώνησαν η Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ποντίων Κύπρου «Παναγία Σουμελά» Λίνα Φενερίδου, ο Υπουργός Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας Πρόδρομος Προδρόμου, η Πρόεδρος του Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου και ο Δήμαρχος Γερίου Νεόφυτος Παπαλαζάρου.
Μέλη του Κέντρου Νεότητας «Παναγία Σουμελά» απήγγειλαν ποιήματα και τραγούδησαν άσματα του Πόντου με τη συνοδεία της χορωδίας και του Χορευτικού συγκροτήματος του Κέντρου. Έλαβε επίσης μέρος και η Χορωδία του Δήμου Γερίου που τραγούδισε άσματα από τη Μικρά Ασία. Η εκδήλωση τελείωσε με τον χορό Σέρρα που χόρεψαν νέα παλικάρια της Ποντιακής Κοινότητας Κύπρου και σκόρπισαν ρίγη συγκίνησης, υπερηφάνειας και θαυμασμού.
Κεντρική ομιλίτρια της εκδήλωσης ήταν η πρώην Υπουργός Εξωτερικών Κύπρου Δρ. Ερατώ Κοζάκου-Μαρκουλλή. Ακολουθεί αυτούσια η ομιλία της:
«Θα ήθελα κατ’ αρχάς να ευχαριστήσω θερμά την Πρόεδρο της Ένωσης Ελλήνων Ποντίων Κύπρου, Λίνα Φενερίδου, για την πρόσκληση να μιλήσω στην σημερινή εκδήλωση Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, αφιερωμένη στον Ελληνισμό του Πόντου, κομμάτι του οποίου είμαι και εγώ, ως απόγονος, από την πλευρά της μητέρας μου, Ελλήνων από την Τραπεζούντα του Πόντου. Αυτή η τιμημένη καταγωγή αποτελεί για μένα πολύτιμη κληρονομιά που την κουβαλώ με δέος και υπερηφάνεια.
Η σημερινή μέρα μνήμης και τιμής για ένα ανεκτίμητο μέρος του οικουμενικού Ελληνισμού, του Ποντιακού Ελληνισμού, που τόσα υπέφερε και τόσα πρόσφερε ιστορικά, πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά στον εθνικό κορμό, αποτελεί ιερή υποχρέωση. Αποτελεί εθνικό χρέος που θα το μεταφέρουμε από γενιά σε γενιά, ως Ελληνισμός του Κέντρου ή της διασποράς, μέχρι τη δικαίωση του αγώνα για την διεθνή αναγνώριση της γενοκτονίας των 353,000 Ελλήνων του Πόντου, που διαπράχθηκε 103 χρόνια πριν από τους Νεότουρκους και την Κεμαλική Τουρκία.
Η Ελληνική Δημοκρατία με νόμο που υιοθέτησε τον Φεβρουάριο του 1994, καθιέρωσε την 19η Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου», ημερομηνία που παραπέμπει στην 19η Μαΐου 1919 όταν ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει την πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας. Η αναγνώριση αυτή από την Ελληνική Πολιτεία, παρόλη την καθυστέρηση επτά ολόκληρων δεκαετιών, δικαίωσε ηθικά τον Ποντιακό Ελληνισμό και συνέδεσε άρρηκτα πλέον τον σύγχρονο ελληνισμό με την ιστορική του μνήμη.
Η Κυπριακή Δημοκρατία, που βίωσε και η ίδια τη δική της τραγωδία στα χέρια του Τούρκου κατακτητή το 1974, με την Τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη για 48 χρόνια κατοχή, ήταν η πρώτη χώρα μετά την Ελλάδα που αναγνώρισε τη γενοκτονία των Ποντίων, στις 19 Μάϊου 1994. Έκτοτε βρίσκεται αλληλέγγυα και συμπαραστέκεται με κάθε τρόπο στον αγώνα για διεθνή αναγνώριση της γενοκτονίας. Πέραν από την Ελλάδα και την Κύπρο η γενοκτονία των Ποντίων αναγνωρίζεται από την Αρμενία και τη Σουηδία, από αριθμό Πολιτειών των ΗΠΑ, της Αυστραλίας και του Καναδά, καθώς και από τα Κοινοβούλια της Ολλανδίας, της Αυστρίας, της Νότιας Αυστραλίας και της Νέας Νότιας Ουαλίας.
Ο Ποντιακός Ελληνισμός, όπως και ο Ελληνισμός της Κύπρου, έχουν βαθιές ιστορικές ρίζες. Μετά την εποχή της εξερεύνησης και των πρώτων επαφών με τα ποντοπόρα ταξίδια των Ελλήνων, που ξεκίνησαν από το 1400 π.χ., οι Ίωνες, κυρίως Έλληνες που είχαν εγκατασταθεί στη Μίλητο της Μικράς Ασίας, άρχισαν από τον 8ο π.χ. αιώνα να εγκαθίστανται ως άποικοι στις περιοχές του Πόντου, δηλαδή στο βορειοανατολικό άκρο της Μικράς Ασίας, ιδρύοντας σημαντικές πόλεις, από την Ηράκλεια στα δυτικά μέχρι την Διοσκουριάδα στην θρυλική αρχαία Κολχίδα, τον σημερινό Καύκασο, πόλεις ξακουστές όπως τη Σινώπη, την Τραπεζούντα, τη Κερασούντα, τα Κατύωρα, την Αμισό.
Πέρα από 100 γενιές Ελλήνων έζησαν με μια έντονη ιστορική και πολιτιστική παρουσία στον Πόντο, έκτισαν φημισμένες πόλεις, διακρίθηκαν σε όλους τους τομείς, κυρίως στο εμπόριο και τη ναυτιλία, διευρύνοντας τους θαλάσσιους διαδρόμους της Μαύρης Θάλασσας και τους χερσαίους δρόμους προς την Κεντρική Μικρά Ασία και την Ανατολή, όπου ανακάλυψαν νέες πηγές πλούτου.
Οι Ποντιακοί πληθυσμοί αποκαλούνταν τότε με το εθνωνύμιο Έλλενοι, που διατηρήθηκε έντονα στα Ποντιακά τραγούδια, ακόμα και όταν αργότερα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα μετά την υιοθέτηση του Χριστιανισμού, η ονομασία Έλλενες ταυτίστηκε με την ειδωλολατρία και αντικαταστάθηκε με το εθνωνύμιο Ρωμαίοι ή Ρωμιοί.
Η Χριστιανική ιστορία του Πόντου ξεκινά από τα πρώτα Αποστολικά χρόνια, όταν οι Απόστολοι Πέτρος και Ανδρέας κήρυξαν τη νέα θρησκεία στην Τραπεζούντα και τη Αμισό. Παρά τους ανελέητους διωγμούς των Ρωμαίων, ο Χριστιανισμός ξαπλώθηκε σε όλη την περιοχή του Πόντου. Στα Βυζαντινά χρόνια ο Πόντος αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες επαρχίες του Ανατολικού τμήματος της Αυτοκρατορίας, με πρωτεύουσα αρχικά τη Νεοκαισάρεια. Αργότερα η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στη Τραπεζούντα, που αποτέλεσε το Κέντρο της Αυτοκρατορίας που ίδρυσε ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, η οποία άντεξε μέχρι την κατάληψη από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή το 1461.
Μέσα από όλη αυτή την ιστορική πορεία και με πολύτιμο εφόδιο το εμπορικό τους δαιμόνιο την εργατικότητα και την εφευρετικότητα τους, οι Έλληνες του Πόντου, συνέβαλαν στην πρόοδο και ανάπτυξη όλων των περιοχών του Εύξεινου Πόντου και της νότιας Ρωσίας.
Η Κύπρος ακολούθησε μια παράλληλη και με πολλά κοινά χαρακτηριστικά ιστορική πορεία, ξεκινώντας από τον 14ο, αλλά κυρίως τον 12ο αιώνα π.Χ., όπου μετά τον Τρωικό πόλεμο, άρχισε ο αποικισμός της Κύπρου από τους Αχαιούς και τους Μυκηναίους και εγκαθιδρύθηκαν τα πρώτα Ελληνικά βασίλεια κατά το Μυκηναϊκό πρότυπο.
Παρά τις αλλεπάλληλες ταλαιπωρίες και κακουχίες δια μέσου των αιώνων, από δεκάδες δυνάστες και κατακτητές, τα δύο αυτά άκρα του Ελληνισμού, ο Πόντος και η Κύπρος, διατήρησαν πεισματικά τον Ελληνικό τους χαρακτήρα, με τη δική τους ξεχωριστή διάλεκτο με τις ομηρικές ρίζες, και την Ελληνική Ορθόδοξη θρησκεία, μεταλαμπαδίζοντας από γενιά σε γενιά τις συλλογικές μνήμες μιας περήφανης ιστορίας και παράδοσης.
Η προσφορά τόσο του Ποντιακού όσο και του Κυπριακού Ελληνισμού στον Ελληνικό πολιτισμό των τελευταίων τριών χιλιετηρίδων και στον Χριστιανισμό, είναι ανεκτίμητη. Ανεξίτηλα σημάδια αυτού του πολιτισμού και της προσφοράς παραμένουν τα αρχαία μνημεία, οι εκκλησίες και τα μοναστήρια, τα τείχη και τα κάστρα, που είναι σπαρμένα και ριζωμένα βαθιά στα βουνά του Πόντου και στις οροσειρές του Τροόδους και του Πενταδακτύλου, καθώς και στις εύφορες πεδιάδες και στα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου και ολόκληρης της Κύπρου.
Στα δύσκολα χρόνια της Οθωμανικής κατάκτησης, οι Πόντιοι διατήρησαν την πίστη τους, είτε φανερά, είτε ως Κρυπτοχριστιανοί. Σε διάφορες περιόδους της Οθωμανικής κατοχής παρατηρήθηκαν περίοδοι μαζικών υποχρεωτικών εξισλαμισμών, που μαζί με τους διωγμούς και την τρομοκρατία που ασκούνταν εκ μέρους των τοπικών σατραπίσκων, των Ντερεμπέηδων, ενάντια στους Χριστιανικούς πληθυσμούς του Πόντου και την οικονομική καταπίεση, οδήγησαν σε ραγδαία πληθυσμιακή συρρίκνωση, ου ήταν το αποτέλεσμα μεγάλων μεταναστευτικών ρευμάτων προς την Ρωσία και τον Καύκασο, κυρίως από το 1828 και μετά το τέλος του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1877-1878. Εκείνη την περίοδο είχαν μεταναστεύσει και οι δικοί μου πρόγονοι από την Τραπεζούντα με προορισμό την Οδησσό, το Πότι και το Σουχούμι της Γεωργίας.
Παρά τις κάποιες Οθωμανικές μεταρρυθμίσεις, που αποκορυφώθηκαν με την έκδοση του Χάττι Χουμαγιούν το 1856 και την ανακήρυξη του πρώτου Τουρκικού Συντάγματος το 1876, οι Έλληνες του Πόντου που παρέμειναν στους τόπους τους, έμελλε δυστυχώς να πέσουν θύματα σε λίγα χρόνια του ειδεχθούς εγκλήματος της γενοκτονίας και του ολοκληρωτικού ξεριζωμού από τις πατρογονικές τους εστίες την περίοδο 1914-1923. Από τις 700,000 Έλληνες που ζούσαν στον Πόντο το 1914, 353,000 εξολοθρεύθηκαν με τον πιο βάναυσο τρόπο από τους Νεότουρκους και οι υπόλοιποι προσφυγοποιήθηκαν, καταφεύγοντας στην μητροπολιτική Ελλάδα, στις άλλες περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, στην Ευρώπη, την Αμερική , τον Καναδά και την Αυστραλία, θύματα του παντουρκισμού και της πολιτικής της βίαιης αφομοίωσης και του αφανισμού των εθνικών μειονοτήτων.
Μαζικές δολοφονίες και απάνθρωπη και εξευτελιστική συμπεριφορά με τη μέθοδο των σφαγών, εξανδραποδισμών, βιασμών και απαγχονισμών και μαζικές και βίαιες μετακινήσεις πληθυσμού, με τη μέθοδο των εξοριών και των ταγμάτων εργασίας, που στόχο είχαν τη φυσική καταστροφή μιας συγκεκριμένης εθνικής ομάδας, των Ελλήνων του Πόντου, ήταν οι πολιτικές που εφάρμοσαν αρχικά οι Νεότουρκοι και αργότερα η Κεμαλική Τουρκία την περίοδο 1914-1923. Οι αποτρόπαιες αυτές πράξεις συνθέτουν το πιο ειδεχθές των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, αυτού της γενοκτονίας, όπως περιγράφεται στη Σύμβαση του ΟΗΕ του 1948, για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας.
Αν και τα τραγικά γεγονότα της γενοκτονίας των Ελλήνων Ποντίων διαδραματίστηκαν αρκετά πριν την καθιέρωση του όρου γενοκτονία με την Σύμβαση του 1948, ωστόσο εμπίπτουν στην υπόσταση και τον ορισμό του εγκλήματος της γενοκτονίας ως μια σκόπιμη, προμελετημένη, συστηματική και σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή των Ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας, της Ανατολικής Θράκης και του Πόντου. Μαζί με την γενοκτονία των Αρμενίων, αποτελούν τις πρώτες σύγχρονες γενοκτονίες του 20ου αιώνα, η ατιμωρησία των οποίων οδήγησε τον Χίτλερ στην εξόντωση και το ολοκαύτωμα εκατομμυρίων Εβραίων.
Στην περίπτωση της Κύπρου το πλήγμα της Τουρκικής επιθετικότητας και επεκτατισμού ήλθε το 1974, όταν πέντε μόνο μέρες μετά το προδοτικό και εγκληματικό πραξικόπημα και χρησιμοποιώντας το ως πρόσχημα, η Τουρκία έθεσε σε εφαρμογή τα κατακτητικά της σχέδια. Σε διάστημα τριών εβδομάδων καταλήφθηκε το 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, από το οποίο εκδιώχθηκε όλος σχεδόν ο Ελληνικός του πληθυσμός, 200,000 Ελληνοκύπριοι, που αποτελούσαν το 80% του πληθυσμού των κατεχόμενων περιοχών. Σε μια μόνο νύκτα οι άνθρωποι αυτοί έχασαν τα πάντα, ξεριζώθηκαν από εστίες και εδάφη, όπου, όπως και στον Πόντο, για χιλιετηρίδες έζησαν και μεγαλούργησαν οι πρόγονοι τους και εγκατέλειψαν χώρους ιερούς πάνω στους οποίους βάδισαν και θαυματούργησαν Απόστολοι και Άγιοι της Ορθοδοξίας. Χιλιάδες Ελληνοκύπριοι δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ, άνδρες και γυναίκες ακόμα και γέροντες υπέστησαν εξευτελιστική συμπεριφορά και πολλών ακόμα εκατοντάδων αγνοείται η τύχη τους. Πέραν όμως από την ανθρώπινη τραγωδία και την υλική καταστροφή, μια από τις πιο οδυνηρές πτυχές της Τουρκικής κατοχής, αποτέλεσε η λεηλασία και η βεβήλωση των Ελληνικών και Χριστιανικών μνημείων, εκκλησιών και μοναστηριών στις κατεχόμενες από τα τουρκικά στρατεύματα περιοχές, πολιτική που ακολουθήθηκε σε όλες της περιοχές του Πόντου και της Μικράς Ασίας.
Τόσο στην περίπτωση της γενοκτονίας των Ποντίων, όσο και στην περίπτωση της τουρκικής εισβολής και κατοχής της Κύπρου, υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής, που δένει αδιάρρηκτα τους αγώνες του Ποντιακού και του Κυπριακού Ελληνισμού για δικαίωση: η Τουρκική βαρβαρότητα, επιδρομικότητα και αδιαλλαξία και η άρνηση εκ μέρους του θύτη να παραδεχθεί τα στυγερά εγκλήματα του παρελθόντος , αλλά και αυτά της πιο πρόσφατης ιστορίας του.
Υπάρχει επίσης ένας άλλος κοινός παράγοντας που συνέβαλε στη διαιώνιση αυτής της επεκτατικής και απάνθρωπης συμπεριφοράς και περιφρονητικής προσέγγισης εκ μέρους της Τουρκίας, που δεν είναι άλλος από την ανοχή της διεθνούς κοινότητας για τα αποτρόπαια εγκλήματα και παρανομίες της Τουρκίας.
Δυστυχώς, η πολιτική δύο μέτρων και δύο σταθμών που συνεχίζει να ακολουθείται εκ μέρους πολλών σημαντικών κρατών όσο αφορά την Τουρκία, για εξυπηρέτηση οικονομικών, στρατηγικών και συμμαχικών συμφερόντων, αποτελεί και τη θεμελιώδη αιτία που συντηρεί και εκτρέφει τον τουρκικό επεκτατισμό, την επιθετικότητα, την εγκληματικότητα και τις παραβιάσεις του διεθνούς και ανθρωπιστικού δικαίου διαχρονικά.
Με τις πρόσφατες δραματικές εξελίξεις που αφορούν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, που οδήγησε στον όλεθρο και την καταστροφή στη χώρα και προσφυγοποίησε και εκτόπισε πέραν των 10 εκατομμυρίων Ουκρανών, δεν μπορεί παρά να είμαστε αλληλέγγυοι προς τον Ουκρανικά λαό, ο οποίος βιώνει όσα τραγικά βίωσε και συνεχίζει να βιώνει ο Κυπριακός λαός από το 1974 με την Τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή. Η σκέψη μας εστιάζεται στις εκατοντάδες χιλιάδες Ουκρανούς Ελληνικής και Ποντιακής καταγωγής, που για πολλοστή φορά ξεριζώνονται από τις πατρογονικές τους εστίες στην Μαριούπολη με την αρχαία Ελληνική κοινότητα, τη Ζαπορίζια, το Χάρκοβο και την Οδησσό, πόλη όπου ιδρύθηκε το 1814 η Φιλική Εταιρεία και άναψε η δάδα της Ελληνικής επανάστασης. Η άμεση και αποτελεσματική απάντηση της ΕΕ, των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της Δύσης γενικότερα στην Ρωσική επιθετικότητα, με την επιβολή γενικευμένων κυρώσεων, ενώ επικροτείται γιατί αποτελεί επιτέλους μια αποφασιστική απάντηση σε θύτες που παραβιάζουν κατάφωρα το διεθνές δίκαιο, εν τούτοις εγείρει και σοβαρά ερωτηματικά για την τήρηση δύο μέτρων και δύο σταθμών έναντι άλλων εισβολέων και συστηματικών εγκληματιών, όπως η Τουρκία, σε βάρος άλλων λαών.
Είναι πραγματικά αδιανόητο στον 21ο αιώνα η Τουρκία να συνεχίζει να παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και τις αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων, ενώ ταυτόχρονα αρνείται να συμφιλιωθεί με το παρελθόν της και να αναγνωρίσει την ευθύνη της για εγκλήματα που διέπραξε σε διάφορες περιόδους της ιστορίας της, όπως έπραξε η Γερμανία και η Ιαπωνία.
Δυστυχώς μέχρι σήμερα η Τουρκία όχι μόνο δεν έχει αναλάβει οποιαδήποτε ευθύνη και δεν έχει απολογηθεί για την αποτρόπαιη και δολοφονική της συμπεριφορά, αλλά συνεχίζει να αρνείται ότι υπέχει καν ευθύνη, διαστρεβλώνοντας την ιστορική αλήθεια, η οποία, όμως, τεκμηριώνεται με αδιαμφισβήτητα στοιχεία και μαρτυρίες, που αποκαλύπτουν τις πολιτικές εθνικού ξεκαθαρίσματος και γενοκτονίας που εφάρμοσε συστηματικά σε βάρος των Ελλήνων του Πόντου, της Μικράς Ασίας και της Κύπρου.
Οι αγώνες, όμως, του Ποντιακού και του Κυπριακού λαού συνεχίζονται και θα συνεχίσουν μέχρι τη δικαίωση, που δεν είναι άλλη από την αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων εκ μέρους της Τουρκίας και τον τερματισμό της τουρκικής κατοχής της Κύπρου, την απελευθέρωση και την επανένωση του νησιού και του λαού της. Η διεκδίκηση αυτή αποτελεί καθήκον μας για τη δικαίωση της θυσίας των εκατοντάδων χιλιάδων θυμάτων του Ποντιακού και του Κυπριακού Ελληνισμού ώστε να μην επαναληφθούν παρόμοια αποτρόπαια εγκλήματα εκ μέρους της Τουρκίας και άλλων θυτών.
Είναι γι’ αυτό που, λαμβάνοντας υπόψη και τις νέες γεωπολιτικές εξελίξεις με επίκεντρο τον μαινόμενο πόλεμο στην Ουκρανία, παρέχονται ίσως, κατά ένα τραγικό τρόπο, και νέες ευκαιρίες να υπενθυμίσουμε στους εταίρους μας και συμμάχους της Τουρκίας, τα εγκλήματα που έχει διαπράξει διαχρονικά και να ζητήσουμε να ασκηθούν όλες εκείνες οι αναγκαίες επιρροές και πιέσεις, για να τερματίσει επιτέλους την εγκληματική της συμπεριφορά και να κάνει εκείνη τη στροφή στις πολιτικές της, που θα της επιτρέψει να προχωρήσει σε ένα δρόμο και ένα προορισμό που να συνάδει με το διεθνές δίκαιο. Τώρα είναι η περίοδος που η επιμονή μας στις πανανθρώπινες αρχές και αξίες και στο διεθνές δίκαιο θα πρέπει να παραμείνει ακλόνητη, ούτως ώστε τα μηνύματα που απευθύνονται στην Τουρκία και στους απανταχού εγκληματούντες κατά της ανθρωπότητας, να είναι ξεκάθαρα.
Θα ήθελα να καταλήξω με τη δική μου προσωπική μαρτυρία που με κάνει να είμαι περήφανη για την καταγωγή μου, αφού η οικογένεια μου προέρχεται τόσο από τον Ποντιακό Ελληνισμό, από την πλευρά της μητέρας μου, όσο και από τον Ελληνισμό της Κύπρου, από την πλευρά του πατέρα μου.
Όσο αφορά τις Ποντιακές μου ρίζες, η γιαγιά μου, Ερατώ Παυλίδη γεννήθηκε στην Τραπεζούντα, από Πόντιους γονείς. Όταν ήταν 10 ετών, όλη η οικογένεια διέφυγε στην Οδησσό, όταν τουλάχιστον 100,000 Πόντιοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα πάτρια εδάφη, μετά από διωγμούς των Τούρκων που ακολούθησαν τον δεύτερο Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1876-1878. Η Ερατώ ήταν αδελφή του γνωστού μεγαλέμπορα, Ελευθέριου Παυλίδη, που γεννήθηκε στην Τραπεζούντα το 1876 και σπούδασε στο φημισμένο Φροντιστήριο, ενώ μετά την διαφυγή της οικογένειας στην Οδησσό, διέπρεψε επαγγελματικά, αλλά και ως μεγάλος πατριώτης, διατελέσας επί σειρά ετών έφορος των Ελληνικών εκπαιδευτηρίων και Πρόεδρος της Ελληνικής κοινότητας της Οδησσού. Το 1921 ο Ελευθέριος Παυλίδης μετανάστευσε στην Αθήνα, όπου εξελέγη Βουλευτής και υπερασπίστηκε δραστήρια και ένθερμα τα συμφέροντα των προσφύγων, αρθρογραφώντας και συγγράφοντας. Το έργο του « Ο Ελληνισμός της Ρωσίας», παραμένει πολύτιμο βοήθημα για όσους ασχολούνται με τον Ελληνισμό της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και ιδιαίτερα τον Ποντιακό Ελληνισμό.
Από την πλευρά του παππού μου, Απόστολου Τεκμετζόγλου, η καταγωγή ήταν επίσης Ποντιακή από την Τραπεζούντα. Ο ίδιος γεννήθηκε και έζησε στο Σουχούμι, δηλαδή την αρχαία Διοσκουριάδα, της Γεωργίας, όπου γεννήθηκε και η μητέρα μου. Ήταν μεγαλέμπορας και χρημάτισε για ένα διάστημα Δήμαρχος του Σουχούμι.
Είμαι πραγματικά περήφανη για την Ποντιακή μου καταγωγή και συγκινούμαι αφάνταστα με τις ιστορίες, τη γλώσσα, τις παραδόσεις και τους χορούς του Πόντου. Γι’ αυτό επιτρέψτε μου να κλείσω με ένα ποίημα που έγραψε ο πρώτος ξάδελφος της μητέρας μου, Δημήτριος Γεωργίου Παυλίδης, για την προγιαγιά μου, Σοφία Παπαντώνη Παυλίδη, μητέρα των Πόντιων Παυλιδαίων από την Τραπεζούντα:
«Η γιαγιά μου η Πόντισσα, καλλονή κι αρχόντισσα
Παπαντώνη κόρη, ρίζα Κομνηνών.
Στα βαθιά τα χρόνια της, χάιδευε τα εγγόνια της
«Ριζα μ’ και στερέα μ’ ποδεδίζω σε»
Στα σβησμένα μάτια της άπλωσε και ρίζωσε
Νοσταλγίας ίσκιος χρόνων μακρινών.
Για τον Πόντο έλεγε, για τον Πόντο έκλαιε
« Πόντε μ’ έρμον Πόντε μ’ να λελεύω σε»
Σαν Λαμπάδα έλιωσε.. Κι ο θεός δεν έδωσε
νάβλεπε πριν σβήσει ξαναπατρισμό.
Με τον πόνο πάλεψε, που στερνά της σάλεψε
Μαζί με το ανάβλεμμα και τον λογισμό.
Η γιαγιά αναγάλλιαζε, όταν μας αγκάλιαζε,
Στέριωμα τα εγγόνια λεβεντογενιάς.
Ποντιακά μας μίλαγε και σφικτά μας φίλαγε
Ποντιακά….μη πάρουμε δρόμο λησμονιάς.
Κι από τότε μέσα μας στάλαξε και ρίζωσε
Για τον Πόντο η αγάπη άσβηστη, τρανή
Κι όλο «να λελεύω σε» και όλο «ποδεδίζω σε»
Της γιαγιάς της Πόντισσας μας μιλά η φωνή.»
Ο χορός Σέρρα που έκλεισε την εκδήλωση: