ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ.gr | Ο Θεόδωρος Δρεπανίδης: Ο παπάς που βάφτισε τα βρέφη στη Σάντα πριν την εξορία
Ο Θεόδωρος Δρεπανίδης: Ο παπάς που βάφτισε τα βρέφη στη Σάντα πριν την εξορία
(Φωτ.: Σύλλογος Ποντίων Νομού Ξάνθης)
22 Απρ
0
Σχόλια

Ο Θεόδωρος Δρεπανίδης: Ο παπάς που βάφτισε τα βρέφη στη Σάντα πριν την εξορία

Τα δύσκολα και μαύρα χρόνια της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου είναι γεμάτα, εκτός ιστορίες ηρωισμού, καθώς οι αντάρτες μας έδωσαν πολλές σκληρές και άνισες μάχες σώζοντας πολλά γυναικόπαιδα και με πολλές τραγικές. Σήμερα θα αναφερθούμε σε μια ιστορία από την περιοχή της Σάντας. Μια ιστορία που δείχνει, για ακόμη μια φορά, το μίσος, το μένος και τη σκληρότητα των Τούρκων προς τους Έλληνες του Πόντου.

Όταν, λοιπόν, οι Τσέτες κάνουν επίθεση στην ενορία των Ισχανάντων, τα γυναικόπαιδα  αναγκάζονται να απομακρυνθούν παίρνοντας το δρόμο για την ενορία των Πιστοφάντων, που είναι η μεγαλύτερη και μέχρι εκείνη την ώρα, η κατάσταση ήταν και πιο ήρεμη. Ξαφνικά, όμως, θυμούνται τα αβάπτιστα παιδιά και έτσι τα αρπάζουν και πηγαίνουν στο σπίτι της Σοφίας Σπουδαχτάβας, συζύγου του μεταλλειολόγου, Ιωάννη Πιστοφίδη, που είχε σπουδάσει στη Βιέννη, γι’ αυτό και η γυναίκα του είχε την προσωνυμία Σπουδαχτάβα. Η γυναίκα δέχεται με προθυμία τα αβάπτιστά, καθώς και πολύ κόσμο στο σπίτι της και τους προσφέρει φαγητό. Εν τω μεταξύ στέλνει να ειδοποιήσουν τον ιερέα του χωριού, τον γέροντα παπα-Θεόδωρο Δρεπανίδη, προκειμένου να έρθει να βαφτίσει τα βρέφη. Είναι νύχτα, όταν ο παπα-Θεόδωρος, από την άλλη άκρη της ενορίας των Πιστοφάντων, ξεκινά, ακουμπισμένος στο μπαστούνι του, κάτω από πολύ βροχή, να πάει στο σπίτι που τον κάλεσαν. Διασχίζοντας, λοιπόν, το χωραφόδρομο και κάτω από αντίξοες συνθήκες, φτάνει στο αρχοντικό της Σπουδαχτάβας. Μόλις τον βλέπουν οι άνθρωποι που βρίσκονταν μέσα, ξεσπούν σε κλάματα με την εικόνα που αντίκρισαν.

Ο παπάς ήταν βρεγμένος, ξυπόλυτος, χωρίς παπούτσια, χωρίς κάλτσες, χωρίς ράσο και έχοντας σημάδια και τσουγκρανιές στο πρόσωπο. Όταν τον ρώτησαν τι του συνέβη, εκείνος, με ήρεμο ύφος, τους είπε πως στο δρόμο, καθώς ερχόταν, συνάντησε Τσέτες. Εκείνοι, λοιπόν, βλέποντας τον, τον άρπαξαν, τον έριξαν μέσα σε μια μπάρα με νερό, τον χτύπησαν, του πήραν τα παπούτσια, τις κάλτσες, το ράσο, καθώς και ένα πορτοφόλι με λίγα χρήματα που είχε, και εν συνεχεία τον άφησαν να φύγει. Αφού οι γυναίκες περιποιούνται, όσο μπορούν τον παπά, στη συνέχεια ξεκινά το μυστήριο του βαφτίσματος.

Τα χαράματα αρχίζουν οι Τούρκοι με ρόπαλα, ξύλα,  όπλα, κλωτσιές και βρισιές να εκτοπίζουν τα γυναικόπαιδα και τους γέρους, ενώ οι αντάρτες της Σάντας τους πολεμούν στα βουνά. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που στην απελπισία τους ανεβάζουν και κλειδώνουν τα κορίτσια τους στα πατάρια, προκειμένου να καούν μαζί με τα σπίτια, παρά να πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Τους γέρους και τις γριές που δεν μπορούν να κινηθούν, τους κλείνουν στα σπίτια.

Η πομπή, λοιπόν, ξεκινά. Οι Σανταίοι με δάκρυα στα μάτια αποχαιρετούν τον τόπο τους. Μπροστά ο παπα-Θεόδωρος. Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της πορείας, το καραβάνι φτάνει στο λόφο που δεσπόζει στην κορυφή της Σάντας, που λέγεται Καπάνια-Λευτοκαρόν. Ο παπα-Θεόδωρος κάνει σύνθημα να σταματήσουν για να ξεκουραστούν. Ακουμπά το γέρικο κορμί του στο μπαστούνι και γυρίζοντας το κεφάλι προς την ενορία των Πιστοφάντων, λέει περίλυπος «Ο Κύριε! Η εξορία του Αδάμ». Στη συνέχεια, συνεχίζουν με δάκρυα την πορεία τους.

 

 

 

Πληροφορίες πάρθηκαν από το βιβλίο: Άγιοι του Πόντου, της μοναχής Μαγδαληνής

ΣΧΟΛΙΑ
Συνεχίζοντας σε αυτό τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση των cookies στη συσκευή σας όπως περιγράφεται στην πολιτική cookies.