Οι πιέσεις που ασκούσαν οι κατακτητές και οι αυθαιρεσίες ανάγκασαν πολλούς Χριστιανούς κατά την τουρκοκρατία να εξισλαμιστούν. Οι περισσότεροι υπόδουλοι, βέβαια, προτίμησαν να υφίστανται τις διώξεις και τα μαρτύρια, παρά να αλλαξοπιστήσουν. Υπήρχε, όμως, και μία τρίτη μερίδα Χριστιανών Ελλήνων, που ούτε τη δουλεία μπορούσαν να υποφέρουν, αλλ’ ούτε τη θρησκεία των πατέρων τους ήθελαν να αρνηθούν. Αυτοί επέλεξαν με πόνο έναν συμβιβαστικό τρόπο ζωής κι έγιναν φαινομενικά μωαμεθανοί, ενώ στα βάθη της ψυχής τους διατήρησαν κρυφά τη χριστιανική πίστη.
Είναι οι λεγόμενοι «Κρυπτοχριστιανοί». Προσεύχονταν τη νύχτα μπροστά σε εικονίσματα κρυμμένα, τηρούσαν με ευλάβεια όλες τις νηστείες και κοινωνούσαν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού σε κρυφές Λειτουργίες στα υπόγεια. Στα φανερά ήταν ο Αλής, ο Μεμέτης, η Εμινέ, και στα κρυφά ο Ηλίας, ο Μιχαήλ, η Ελένη. Πολλές φορές δεν γνωρίζονταν ούτε και μεταξύ τους. Έζησαν μια ζωή μέσα στο φόβο, με τον κίνδυνο να αποκαλυφθούν. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που το μυστικό τους προδόθηκε και κάποιοι απ’ αυτούς οδηγήθηκαν στο μαρτύριο.
Κρυπτοχριστιανοί υπήρχαν σε πολλά μέρη, στην Ελλάδα και στη Μικρά Ασία. Αλλά οι περισσότεροι και πιο σκληρά βασανισμένοι ήταν στον Πόντο, όπου αριθμούσαν χιλιάδες, και βρίσκονται ακόμη εκεί και περιμένουν…
Η αληθινή ιστορία που ακολουθεί συνέβη στα τέλη του 19ου αιώνα, σ’ ένα χωριό του Πόντου, κοντά στο Ερζερούμ.
«Η μπόρα έχει περάσει, αλλά θυμωμένα κυλούν ακόμη τα θολά νερά του ποταμού Άκαμψη, δίπλα στο μεγάλο χωριό του κάμπου. Ήταν τουρκικό το χωριό, αλλ’ όχι από τότε που χτίστηκε. Γιατί παλιά, τότε που το Ερζερούμ λεγόταν Θεοδοσιούπολη, η περιοχή ήταν ελληνική. Με την κατάλυση του Βυζαντινού κράτους όμως, εγκαταστάθηκαν Τούρκοι εκεί, κι ανάγκασαν τους κατοίκους να αλλαξοπιστήσουν. Από κείνη τη μέρα σίγησε η καμπάνα της μικρής εκκλησούλας…
Στο καφενείο του χωριού οι ηλικιωμένοι Τούρκοι διηγούνται εύθυμες ιστορίες.
Έξαφνα σπαραχτικές φωνές ακούγονται από το ποτάμι. Δύο μικρά τουρκόπουλα που έπαιζαν στην όχθη, δεν πρόσεξαν και τα πήρε το ορμητικό ρεύμα. Μια γυναίκα που τα είδε έβαλε τις φωνές.
Το καφενείο άδειασε στη στιγμή. Όλοι έτρεξαν στο ποτάμι. Μαζί τους κι ο μουχτάρης, ο πρόεδρος του χωριού.
Μάταιος κόπος! Το ένα από τα δύο πεντάχρονα αγοράκια είχε ήδη πνιγεί… Το άλλο όμως, τι έκπληξη! Κατάφερε μόνο του να φτάσει στην όχθη! Και να το τώρα, μουσκεμένο ως το κόκκαλο, αλλά χαμογελαστό, κοιτάζει το πλήθος, σαν να μην είχε γίνει τίποτα το σπουδαίο.
Ο μουχτάρης το πήρε στην αγκαλιά του.
–Πώς τα κατάφερες, παιδί μου; Μπράβο! Εσύ θα γίνεις σωστός άντρας! Θα φοβήθηκες πολύ όμως, ε;
–Καθόλου! αποκρίθηκε το αγοράκι αθώα. Με έσωσε η Μητέρα του Θεού! Με κρατούσε στην αγκαλιά Της και με έσπρωχνε σιγά σιγά στην ακροποταμιά!
–Τι είπες; Η Μητέρα του Θεού; Πού την ξέρεις εσύ τη Μητέρα του Θεού; ρώτησε έκπληκτος ο μουχτάρης.
–Την ξέρω. Την έχουμε στο σπίτι μας ζωγραφισμένη σ’ ένα σανιδάκι.
Μια υποψία γεννήθηκε στη σκέψη του μουχτάρη.
–Πάμε να μου τη δείξεις! λέει στο παιδί.
Σε λίγο έφτασαν στο σπίτι, όπου βρίσκονταν μόνο η γιαγιά και η μητέρα του παιδιού. Ο πατέρας έλειπε.
Οι δυο γυναίκες δεν είχαν ιδέα για το ατύχημα. Με απορία κοίταξαν τον μουχτάρη. Η απορία όμως έγινε τρόμος, όταν είδαν το μικρό να του δείχνει μια μικρή πόρτα στον τοίχο και να λέει: «Να, εδώ μέσα είναι. Άνοιξε να δεις».
Άνοιξε ο μουχτάρης.
Και τότε είδε θέαμα καταπληκτικό: Σ’ ένα μικρό σκοτεινό δωμάτιο, ένα καντήλι έκαιγε μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας. Μια ευωδία από θυμίαμα απλώθηκε στο σπίτι.
Οι γυναίκες δεν είχαν τη δύναμη να αρθρώσουν λέξη. Με τα μάτια στυλωμένα στην εικόνα ικέτευαν τη Θεομήτορα να τους βοηθήσει. Άφωνος όμως κι ακίνητος είχε μείνει κι ο φανατικός Τούρκος. Το γλυκύτατο βλέμμα της Παναγίας τον είχε καθηλώσει.
Οι γυναίκες έπεσαν στα πόδια του.
–Μη μας κάνεις κακό, εφέντη πολυχρονεμένε, κι εμείς θα παρακαλούμε την Παναγία να σε φυλάει…
–Ώστε… είστε Χριστιανές; πρόφερε αργά.
–Ναι, αλλά δεν πειράζουμε κανένα. Ακολουθούμε την πίστη των πατέρων μας… Μη μας κάνεις κακό!
Ο μουχτάρης στάθηκε σιωπηλός μερικές στιγμές. Κι έπειτα, με φωνή σιγανή, σαν να ήθελε να ανακοινώσει ένα μυστικό, τους λέει:
–Μη φοβάστε! Προσέξτε όμως. Μην πείτε κι εσείς σε κανέναν ότι ήρθα στο σπίτι σας… Κάπου κάπου θα σας στέλνω λίγο λάδι, να βάζετε στο καντήλι.
Και προχώρησε σκυφτός προς την έξοδο.
Πηγή: Ιστορία του Ευρ. Χειμωνίδου, δημοσιευμένη στο βιβλίο του Ν. Π. Ανδριώτη, ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, Θεσ/νίκη 1974, σελ. 121-123.
Κείμενο: Περιοδικό «Προς τη ΝΙΚΗ», Σεπτέμβριος 2022