Ένα καράβι που αρμενίζει απ’ το Βορρά,
παίρνει του αγέρα την πνοή και τη δροσιά του Πόντου,
για να τη φέρει εδώ σιμά,
στις πληγωμένες τις ψυχές, στις κλειδωμένες τις καρδιές
με το κλειδί του πόνου.
Φέρνει μαζί του και σιωπές, συρτές κραυγές ,τρομαχτικές,
του κόσμου που δε ρόδισαν ποτέ τα όνειρά του,
παρά μονάχα το κακό, το μαύρο εκείνο φονικό,
που σήκωσε και έκανε πρόσφυγες τα παιδιά του.
Κι αν περιμένεις κάθε μέρα στο λιμάνι
τον ερχομό του καραβιού από τον Πόντο,
δε θα το δεις ποτέ-ποτέ να φτάνει,
γιατί είναι η μνήμη εκείνη που το κάνει
να έρχεται την ίδια μέρα κάθε χρόνο.
Όμως τα παραμύθια σου ,τους στίχους που τραγούδησες
συνέχισε να λες, γιατί η σιωπή όπως φαίνεται,
δεν είναι πια χρυσός
κι αντίδωρο σε όλα αυτά, εικόνες απ’ το χθες,
θα ’ρχονται να σκορπίζουνε μες στο σκοτάδι φως.
Το ποίημα είναι της Άννας Δεληγιάννη-Τσιουλπά