Στον Πόντο, η Αποκριά λεγόταν «Εμπονέστα», που προέρχεται από τη λέξη «απονήστια». Οι Πόντιοι κατά αυτή την περίοδο ήταν πιο ευδιάθετοι, γλεντούσαν και μεταμφιέζονταν. Φυσικά δεν έλειπαν τα πειράγματα, οι χοροί και τα τραγούδια.
Τα χάταλα της Ένωσης Ποντίων Νίκαιας-Κορυδαλλού μπορεί να μην μεταμφιέστηκαν αλλά με έντονη διάθεση και πολύ χαρτοπόλεμο δημιούργησαν αποκριάτικες φιγούρες.
Στη συνέχεια αναβίωσαν το έθιμο του «Κουκαρά». Ο κουκαράς ήταν ένα σκιάχτρο, μια επινόηση των ποντίων μαμάδων, με σκοπό να αποτρέψουν τα παιδιά από οποιαδήποτε παρασπονδία την περίοδο της Σαρακοστής.
Ο κουκαράς δημιουργούνταν από πατάτα ή κρεμμύδι, το οποίο το ζωγράφιζαν και του κάρφωναν εφτά φτερά, όσες δηλαδή, και οι εβδομάδες της νηστείας.
Τον κρεμούσαν στο ταβάνι το βράδυ της τελευταίας Κυριακής της αποκρίας ή τα ξημερώματα της Καθαράς Δευτέρας, με σκοπό το πρωί, όταν ξυπνούσαν τα παιδιά, να τον δουν.
Με το τέλος της κάθε εβδομάδας, αφαιρούσαν και από ένα φτερό, ώστε το Μεγάλο Σάββατο να μην έχει απομείνει κανένα, κάτι που σηματοδοτούσε, εκτός από το τέλος της νηστείας και την εξαφάνισή του.