Δεκατρία χρόνια μετά την ιστορική πρώτη Θεία λειτουργία από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο στο εμβληματικό Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά στην Τραπεζούντα, φέτος, παρά την αρχική άρνηση των τουρκικών αρχών, οι καμπάνες θα ηχήσουν ξανά ανήμερα της μεγάλης γιορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
«Κόσμος γύρω πηγαινοέρχεται μα δεν τούς βλέπω, δεν τούς ακούω. Ακούω μόνο τον ήχο της σιωπής που δεκάδες χρόνια τώρα, σ’ αυτόν τον τόπο του μυστηρίου μιλάει μεγαλόφωνα. Μόνο αν είσαι μυημένος στον Πόντο και την ιστορία του, μπορείς να αφουγκραστείς αυτά που θέλει να σου πει».
Ο Στέφανος Τανιμανίδης, επίτιμος πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων θυμάται τη μέρα που με δάκρυα στα μάτια στάθηκε, για πρώτη φορά, μπροστά στο Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, στην Τραπεζούντα. Ήταν τέλη της δεκαετίας του ’90 όταν έλαβε μέρος στην πρώτη οργανωμένη αποστολή πιστών, που έφταναν στη Μαύρη Θάλασσα για να προσκυνήσουν κάτω από τα επιφυλακτικά βλέμματα της τουρκικής αστυνομίας και του στρατού το μνημείο-σύμβολο του ποντιακού Ελληνισμού.
Θα ακολουθούσαν κι άλλες επισκέψεις, τα επόμενα χρόνια. Η χρονιά-ορόσημο, ωστόσο, ήταν το 2010. Στις 15 Αυγούστου, ανήμερα του εορτασμού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος θα τελούσε, ύστερα από 88 χρόνια «σιωπής» στο Μοναστήρι, την πρώτη Θεία λειτουργία με την άδεια των τουρκικών αρχών.
Στον προαύλιο χώρο, είχαν συγκεντρωθεί εκατοντάδες πιστοί, ενώ χιλιάδες άλλοι παρακολουθούσαν τη λειτουργία μέσα από γιγαντοοθόνες που είχαν στηθεί στον περίβολο του μοναστηριού. Γενιές και γενιές Ελλήνων του Πόντου βρέθηκαν τη μέρα εκείνη στους πρόποδες του όρους Μελά, για να δουν, να μάθουν, να μην ξεχάσουν. Ήταν μία δικαίωση -ύστερα από αγώνες δεκαετιών- που επιτεύχθηκε με τη «σφραγίδα» του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου.
Ο Στέφανος Τανιμανίδης βρέθηκε εκεί, τιμώντας την ιστορία της οικογένειάς του που συνδέεται τρεις γενιές με την Παναγία Σουμελά. «Είναι το ιερό σύμβολο της θρησκείας και του έθνους μας, που έχει ταυτιστεί με την παρουσία μας στον τόπο, εδώ και αιώνες. Τα ιερά προσκυνήματά μας, στα οποία κάθε χρόνο συρρέουν χιλιάδες προσκυνητές, είναι ο Πόντος σε μικρογραφία. Είναι η Αμφικτιονία μας, ο πνευματικός φάρος και ο φρουρός της παράδοσής μας», λέει στην «Κ».
Η ιστορική μέρα της 15ης Αυγούστου του 2010, έγινε η αρχή για να ηχήσουν ξανά -στα χρόνια που ακολούθησαν- οι καμπάνες της «Σουμελιώτισσας» στη μεγάλη χριστιανική γιορτή. Το 2015 το Μοναστήρι έκλεισε για εργασίες αναστήλωσης και αφαίρεσης βράχων που απειλούσαν με καταστροφή το Μνημείο. Το καλοκαίρι του 2020, το τουρκικό υπουργείο Πολιτισμού ανακοίνωσε ότι οι εργασίες ολοκληρώθηκαν και έδωσε άδεια για το άνοιγμα της Μονής ως μουσείο σε επισκέπτες και προσκυνητές. Έναν χρόνο μετά, η πατριαρχική λειτουργία για τον εορτασμό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, τελέστηκε ξανά. Το ίδιο και το 2022. Κάθε φορά με την ίδια συγκινησιακή φόρτιση για χιλιάδες προσκυνητές που κατασκηνώνουν στο όρος Μελά από το προηγούμενο βράδυ, θέλοντας να ζήσουν από πιο κοντά την κατανυκτική ατμόσφαιρα.
«Η Παναγία Σουμελά συνδέει τον ποντιακό ελληνισμό με την αρχέγονη κοιτίδα του. Έως το 1922 και για 16 αιώνες, η Μονή της Παναγίας υπήρξε ένα ισχυρότατο θρησκευτικό, πνευματικό σύμβολο του Ελληνισμού του Μικρασιατικού Πόντου. Πριν από το 1922 η επιρροή των Μονών στον Πόντο ήταν τεράστια. Είχαμε τρεις μεγάλες μονές, σταυροπηγιακές, της Παναγίας Σουμελά, του Ιωάννη του Βαζελώνα και του Γεωργίου Περιστερεώτα. Είναι αρχαίες μονές που άπλωσαν την ακτινοβολία της ελληνορθοδοξίας σε όλη τη Μαύρη Θάλασσα, τη Ρωσία, την Ουκρανία, την Κριμαία. Το ελληνορθόδοξο πνεύμα είχε τεράστια απήχηση», λέει στην «Κ» ο διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, Βλάσης Αγτζίδης.
«Μπρος – πίσω» από τις τουρκικές αρχές για την τέλεση της λειτουργίας
Φέτος, 13 χρόνια μετά την πρώτη πατριαρχική λειτουργία στο ιστορικό μοναστήρι, προκλήθηκε για πρώτη φορά αναστάτωση. Στις 20 Ιουλίου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακοίνωσε ότι οι τουρκικές αρχές, δεν παραχώρησαν την απαιτούμενη άδεια προκειμένου να τελεστεί η Θεία λειτουργία τον Δεκαπενταύγουστο. Η «αποκατάσταση» ήρθε τέσσερις μέρες αργότερα όταν από το Φανάρι έγινε γνωστό ότι η άδεια παραχωρήθηκε και η λειτουργία θα τελεστεί κανονικά. Οι τουρκικές αρχές είχαν αλλάξει γρήγορα την απόφασή τους.
«Η άρνηση προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο οφειλόταν σε επίσημη απάντηση του τουρκικού υπουργείου Πολιτισμού. Πιθανοί λόγοι να σχετίζονται με την αυξανόμενη ισλαμιστική και εθνικιστική τάση που έχει καλλιεργηθεί στην Τουρκία μετά το πραξικόπημα του 2016», αναφέρει στην «Κ» ο κ. Αγτζίδης, ο οποίος εξηγεί και τη γρήγορη αλλαγή στάσης των τουρκικών αρχών. «Η μεγάλη αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, των οργανώσεων πολιτών -κυρίως των ποντιακών συλλόγων- καθώς και η επίσημη καταδίκη της απαγόρευσης από το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, πιθανότατα να οδήγησαν τις τουρκικές αρχές να επανεξετάσουν την αρχική απόφαση. Σίγουρα σε αυτό, συνέβαλε και η πρόθεση της Τουρκίας να ομαλοποιήσει, έστω και προσωρινά, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, θέλοντας να αποφύγει πράξεις που θα την εξέθεταν στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης».
Η επιστολή στον Ερντογάν
Την ημέρα που έγινε γνωστή η πρόθεση της Τουρκίας, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ποντιακών Σωματείων, αντέδρασε άμεσα με μία επιστολή προς τον Πρόεδρο της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν: «Επειδή ασφαλώς η Τουρκία των 85 εκατομμυρίων, κατά πλειοψηφία Μουσουλμάνων, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από το να δώσει την ευκαιρία σε όλους εμάς -που οι πρόγονοί μας έζησαν για 2.500 χρόνια ειρηνικά και δημιουργικά στις περιοχές της σημερινής Τουρκίας- να επισκεφτούμε το εθνικο-θρησκευτικό σύμβολό μας, αλλά αντιθέτως να ωφεληθεί επιδεικνύοντας σεβασμό στις θρησκευτικές ελευθερίες και τα δικαιώματα, περιμένουμε να αναλάβετε σχετικές πρωτοβουλίες», ανέφερε -μεταξύ άλλων- στην επιστολή που υπέγραφε ο επίτιμος πρόεδρος της Ομοσπονδίας, Στέφανος Τανιμανίδης.
Η Παναγία Σουμελά «φάρος» τουριστικής ανάπτυξης για την Τουρκία
Η πολιτική της Τουρκίας, ωστόσο, απέναντι στα ελληνικά Μνημεία, τόσο αρχαία όσο και μεσαιωνικά, έχει περάσει από διάφορα «κύματα».
«Μετά το 1922 η γραμμή ήταν “καταστροφή και απόκρυψη” διότι τα μνημεία κρατούσαν ζωντανή την ελληνική ανάμνηση. Έτσι, όλες οι Μονές του Πόντου αφέθηκαν στο έλεος των ληστών και του χρόνου, με αποτέλεσμα σημαντικά τμήματά τους να καταρρεύσουν», εξηγεί ο Βλάσης Αγτζίδης.
Η πολιτική της Τουρκίας άρχισε να αλλάζει από τη δεκαετία του ‘80 και ακόμη περισσότερο τη δεκαετία του ‘90. Ήταν η περίοδος κατά την οποία αυξήθηκε σημαντικά το «ρεύμα» των επισκεπτών από την Ελλάδα. Η άφιξη χιλιάδων προσκυνητών μεταφράστηκε σε ευπρόσδεκτο τουριστικό συνάλλαγμα.
«Οι τουρκικές αρχές συνειδητοποίησαν ότι τα Μνημεία αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν “φάρους” τουριστικής ανάπτυξης της περιοχής και μέσο οικονομικής ευημερίας. Παράλληλα, εμφανίστηκε και μια νέα γενιά περισσότερο ανοιχτόμυαλη. Έτσι η επισκευή της Μονής της Παναγίας Σουμελά, της οποίας η στέγη είχε καταρρεύσει και είχε υποστεί μεγάλη φθορά, εντάχθηκε σε πρόγραμμα της UNESCO. Το εγχείρημα στέφθηκε με επιτυχία», λέει ο κ. Αγτζίδης αναφερόμενος στην άδεια που δίνεται κάθε χρόνο για την τέλεση της Θείας λειτουργίας στις 15 Αυγούστου, γεγονός που συγκεντρώνει στην Τραπεζούντα χιλιάδες προσκυνητές από διάφορα μέρη.
Το αποτέλεσμα της αναστήλωσης, πάντως, προκάλεσε αντιδράσεις, καθώς πολλοί θεωρούν ότι αποδυναμώθηκε η ελληνορθόδοξη ταυτότητα του Μνημείου.
«Ο αγώνας μας είναι να αποδοθεί η πραγματική ταυτότητα της Παναγίας Σουμελά. Η “μη πιστή” αναστήλωση της αρχιτεκτονικής του μνημείου, μπορεί να ικανοποιεί τους τουρίστες που δε βλέπουν πια χαλάσματα και να απαλύνει τον δικό μας πόνο, γιατί δε βλέπουμε τις καταστροφές που έχει υποστεί η Μονή, όμως, ο έντεχνος μετασχηματισμός του δε θα μάς κάνει να ξεχάσουμε τα γεγονότα που συνέβησαν από τις τουρκικές κυβερνήσεις της εποχής σε βάρος μας και τον τρόπο με τον οποίο κατέστρεψαν το μοναστήρι. Όσο κι αν προσπαθήσουν να οικειοποιηθούν τον πολιτισμό μας, τα μνημεία μας, τους χορούς μας, η πολιτική αυτή δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική, καθώς δείχνει ότι δε σέβεται το δικαίωμα της διαφορετικότητας», τονίζει ο κ. Τανιμανίδης.
«Να βγουν στο φως τα Ιερά Κειμήλια»
Τα τελευταία 15 χρόνια, ωστόσο, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ποντιακών Σωματείων δίνει μία νέα μάχη: να συλλεχθούν και να αξιοποιηθούν όλα τα -εκτός Μονής- κειμήλια που εδώ και δεκαετίες βρίσκονται σε αποθήκες της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, σε Μουσεία και ιδιωτικές συλλογές, ώστε να μπορέσουν να επανατοποθετηθούν στο φυσικό τους χώρο, τη Μονή της Παναγίας Σουμελά, στην Τραπεζούντα.
«Η πρότασή μας αυτή απευθύνεται και προσκαλεί και τους σύγχρονους πολιτικούς στην Ελλάδα και την Τουρκία, ακολουθώντας τα βήματα του Ελευθέριου Βενιζέλου και του Ισμέτ Ινονού -τουλάχιστον σε αυτό το θέμα- να συμβάλουν ώστε να ελευθερωθούν όλα αυτά τα ιστορικά κειμήλια. Να βγουν στο “φως” από τα σκοτεινά υπόγεια που για δεκαετίες παραμένουν αδρανή, και να επιτραπεί να τα μελετήσουν νέοι ιστορικοί και ερευνητές, προκειμένου να αναδείξουν όχι μόνο την προέλευσή τους, αλλά και νέα στοιχεία από την ιστορία των δεκαέξι αιώνων της Μονής Σουμελά», καταλήγει ο Στέφανος Τανιμανίδης.
Πηγή : kathimerini.gr