Το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου 1921 η Σαντά δεν θα υπήρχε. Όσοι σώθηκαν κατέφυγαν στην Ελλάδα. Στον Έβρο εγκαταστάθηκαν στα χωριά Πεύκα και Αετοχώρι.
Φέτος συμπληρώνονται 102 χρόνια από την καταστροφή της Σάντας (ή Σαντάς) του Πόντου και τον εκτοπισμό των κατοίκων της στα βάθη του τουρκικού κράτους (11/9/1921 – 11/9/2023).
Η Σαντά ήταν ένα σύμπλεγμα επτά συνοικιών στα ορεινά της Τραπεζούντας, γι αυτό και ονομάστηκε Επτάκωμη Σαντά. Για 4 αιώνες έστεκε απάτητη στα ψηλά ρασία, σαν «κρυφή πόλη κοντά στον ουρανό», όπως την χαρακτήρισε πριν μερικά χρόνια η τουρκική εφημερίδα Χουριέτ (Τουρκικά Νέα “Η Μαρτυρική Σάντα του Πόντου”- https://tourkikanea.gr).
Η Σαντά ξεχώριζε με την πνευματική της ανάπτυξη, τα σχολεία της, την εργατικότητα των ανθρώπων της, τον πλούτο της, τα ξακουστά παρχάρια της, με το ελεύθερο πνεύμα της.
Η περιοχή αυτή έπρεπε να σβηστεί από το χάρτη γιατί αντιστάθηκε. Ήταν 8 Σεπτεμβρίου του 1921 όταν κινητοποιήθηκε το σύμπαν κατά της Σαντάς. Μια μεραρχία τουρκικού στρατού με την υποστήριξη ορεινού πυροβολικού και άλλους 800 τσέτες συγκεντρώθηκαν και πολιόρκησαν τα επτά χωριά της.
O Νικόλαος Tοπαλίδης, ο γνωστός δάσκαλος, μελισσοκόμος που εγκαταστάθηκε στο Αετοχώρι της Αλεξανδρούπολης, ο οποίος ήταν αυτόπτης μάρτυρας και παθών γράφει για τις τελευταίες στιγμές της τραγωδίας:
«Τραγικές στιγμές ζήσαμε και ανείπωτο μαρτύριο περάσαμε! Aκόμα και τώρα, που το διηγούμαι, με πιάνει ρίγος. Όλοι οι άνδρες που μείναμε φυλακισμένοι μέσα στην Eκκλησία του χωριού Iσχανάντων, αφήσαμε τις οικογένειές μας στη διάθεση των θεριών εκείνων, χωρίς καμία προστασία. Kαμιά πέννα και η πιο δυνατή, δεν μπορεί να περιγράψει την ψυχική αγωνία μας των στιγμών εκείνων. Υπάρχει αγωνία που κοντά της ο θάνατος είναι λυτρωτής.
Φυλακισμένος μέσα στην Εκκλησία, χωρίς να ξέρω και χωρίς να μπορώ να δώσω καμιά βοήθεια στην κινδυνεύουσα οικογένειά μου.
Βλέπαμε απ’ τα παράθυρα της εκκλησίας τους ανθρώπους μας, του απέναντι χωριού Zουρνατσάντων, να διώχνονται από τα σπίτια τους, να δέρνωνται, να πέφτουν λιπόθυμοι. Και φανταζόμαστε ότι η ίδια κατάσταση ήταν και στ’ άλλα χωριά. Και όσο τις βλέπαμε, άλλο τόσο εντείνουνταν τα δάκρυα και οι επικλήσεις μας στο Θεό, για να έρθει σε βοήθεια.
Τελευταία μας έβγαλαν από την Eκκλησία και μας έφεραν στο χωριό Πιστοφάντων. Όπου συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα όλων των χωριών. Είδα την οικογένειά μου… ανάσανα, συνήλθα και δοκίμασα μεγάλη χαρά. Όχι γιατί γλυτώσαμε, παρά γιατί θα πεθαίναμε μαζί.
Είχαμε τη γνώμη ότι μας περίμενε η σφαγή των Αρμενίων.
Και μια αποφράδα ημέρα όλος ο πληθυσμός της Σάντας ξεκίνησε για το Γολγοθά του με κουστωδία μεγάλου στρατού…» (Δημ. Ψαθάς “Η Γη του Πόντου”).
Το πρωί της 10ης Σεπτεμβρίου 1921 περίπου 3.000 Σανταίοι θα πάρουν τον δρόμο της εξορίας.
Είναι αδύνατο να περιγράψει κανείς την τρομερή αγωνία και το σπαραγμό πού ήταν ζωγραφισμένα στα πρόσωπα τους. Οι γυναίκες μοιρολογούσαν, τα παιδιά τρομοκρατημένα έκλαιγαν γοερά, και οι άνδρες με δυσκολία κρατώντας τα δάκρυα, μάταια προσπαθούσαν να τους δώσουν κουράγιο…
Στον δρόμο πέθαιναν από τις κακουχίες, άταφοι, βορά στα άγρια πουλιά και τα αγρίμια… Στην καλύτερη τους σκέπαζαν πρόχειρα με το χιόνι. Οι Τούρκοι τους ανάγκαζαν να περπατούν χωρίς σταματημό.
Ήταν ένα «Άουσβιτς εν ροή» όπως απεκάλεσε αυτές τις πορείες θανάτου ο Πόντιος Ακαδημαικός Πολυχρόνης Ενεπεκίδης.
Άγιος ΧριστόφοροςΣτις 10 Σεπτεμβρίου το βράδυ οι Σανταίοι που έμειναν πίσω και αντιστάθηκαν για να μην πάρουν το δρόμο της εξορίας κατέφυγαν στα απόκρημνα βουνά της Σαντάς. Τους ακολούθησαν περίπου 300 γυναικόπαιδα. Αγωνίστηκαν όλη τη νύχτα γενναία απέναντι στον πολυάριθμο στρατό. Ομως ο αγώνας ήταν άνισος. Με το πρώτο φως της ημέρας ήταν σίγουρο ότι θα εγκλωβίζονταν μέσα στη σπηλιά της Μάγαρας, όπου είχαν καταφύγει. Έτσι πήραν την απόφαση μέσα στο σκοτάδι να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να διαφύγουν.
Ήταν τραγικά τα όσα διαδραματίστηκαν τη νύχτα εκείνη, ωσάν αρχαία τραγωδία, όπου έπρεπε να θυσιαστεί μια Ιφιγένεια για να σωθούν οι πολλοί… Έτσι θυσιάστηκαν και τα 7 νήπια για να σωθούν οι υπόλοιποι…
Προς τα ξημερώματα της 11ης Σεπτεμβρίου 1921 οι Τούρκοι άρχισαν ξανά την επίθεση. Καθώς δεν υπήρξε καμία αντίδραση προχώρησαν προς τη σπηλιά. Τη βρήκαν άδεια. Ακολούθησαν τα ίχνη και βρήκαν τα 7 νήπια σφαγμένα, που είχαν θυσιαστεί για να μην προδώσουν τους υπόλοιπους με το κλάμα τους. Οι Τούρκοι στρατιώτες ειδοποίησαν τον μέραρχο, ο οποίος μπροστά στο συγκλονιστικό θέαμα διέταξε το στρατό ν΄ αποσυρθεί λέγοντας «είναι αδύνατο να κυνηγηθούν άνθρωποι που σφάζουν τα παιδιά τους…» (Στάθης Αθανασιάδης – Γεροστάθης, “Ιστορία και Λαογραφία Σαντάς”, τομ. Α’, 1967).
Το πρωί η Σαντά δεν θα υπήρχε. Τσέτες και στρατός λεηλάτησαν, έκαψαν και γκρέμισαν σχεδόν τα πάντα γύρω τους.
Όσοι σώθηκαν κατέφυγαν στην Ελλάδα. Στο Νομό Έβρου εγκαταστάθηκαν στα χωριά Πεύκα και Αετοχώρι της Αλεξανδρούπολης και όπως μου έγραψε η εγγονή του Νικολάου Τοπαλίδη, Μαρία: «Πολύ βασανίστηκαν, πολλά κατάφεραν».
Μια αναφορά του Γεωργίου Κανδηλάπτη
Ο Γεώργιος Κανδηλάπτης – Κάνις με την οικογένειά του τον Ιούλιο του 1924 βρισκόταν, ως ανταλλάξιμος στο λιμάνι της Τραπεζούντας, περιμένοντας το πλοίο που θα τους έφερνε στην Ελλάδα. Εκεί έλαβε εντολή από τον απεσταλμένο της Ελληνικής Κυβέρνησης στον Πόντο, βουλευτή Δράμας Λάμπρο Π. Λαμπριανίδη, και μαζί με τον Ελβετό εκπρόσωπο της Κοινωνίας των Εθνών Σάσμαν συνέβαλε στη σωτηρία και απελευθέρωση των Σανταίων ανταρτών από τις φυλακές της Τραπεζούντας.
Λίγες μέρες μετά θα αναχωρούσαν με το πλοίο “Καβάλα” για την Ελλάδα. «Εν τω πλοίω ανάρπαστος εγενόμην υπό των Σανταίων και λοιπών φυλακισμένων δια τας προς προς αυτούς εκδηλώσεις μου, και εστρώθημεν εις διασκέδασιν διαρκέσασαν μέχρι της ώρας της εκκινήσεως, ήτοι περί την 3η μ.μ…» (Μαρία Βεργέτη, “Η ζωή μου, ήτοι αυτοβιογραφία του εξ Αργυρουπόλεως του Πόντου Γεωργίου Θ. Κανδηλάπτου-Κάνεως”).
Αιωνία η μνήμη τους!
Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α.)
Φωτογραφίες Σάντας: pontiaka.gr
Πηγή : alexpolisonline.com