Τα Χριστούγεννα κατά πολλούς είναι η ωραιότερη γιορτή του χρόνου και μια από τις σημαντικότερες γιορτές της Χριστιανοσύνης, καθώς είναι η ημέρα γέννησης του Θεανθρώπου.
Στο κείμενο που ακολουθεί θα παρουσιαστούν κάποια από τα έθιμα που τηρούσαν οι κάτοικοι στον Πόντο κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου.
Η διατήρηση των εθίμων είναι σημαντική, καθώς αποτελούν πηγή δύναμης, ταυτότητας και σύνδεσης ανάμεσα στις γενιές. Τηρώντας τα έθιμα εναρμονίζουμε το χθες με το σήμερα και χτίζουμε το αύριο.
Στον Πόντο, λοιπόν, όπως και σε κάθε γωνιά του κόσμου, τα Χριστούγεννα γιορτάζονταν με ευσέβεια και λαμπρότητα. Οι προετοιμασίες για την ημέρα εκείνη ξεκινούσαν πολλές ημέρες πριν. Οι κάτοικοι σταματούσαν κάθε εξωτερική εργασία και αφιερώνονταν στις τελευταίες λεπτομέρειες του γιορτινού τραπεζιού. Την περίοδο εκείνη συνήθιζαν να λένε, «Τη Χριστού όλ’ αναλλάχνε και τα πετεινάρα σπάζ΄νε», δηλαδή «Τα Χριστούγεννα όλοι φορούν τα γιορτινά τους και σφάζουν τα κοκόρια».
Οι νοικοκυρές έφτιαχναν πίτες και γλυκά, όπως αλευροχαλβά, κατμέρια και πουρμά. Στην Ινέπολη ετοίμαζαν «κετέ» και «ισλί», ενώ στην Αμάσεια κεσκέτι, σουμπορεγί και τζεβιζλί τσορέκ. Επίσης, οι άνδρες του σπιτιού, έσφαζαν το γουρούνι (το οποίο υπήρχε σε κάθε οικεία) και με το κρέας του έφτιαχναν «γαβουρμά» και «τσιλγάρια». Το λίπος του το λιώνανε και το έβαζαν σε πίτες και φαγητά.
Στην Τραπεζούντα, αλλά και σε άλλες, οι νοικοκυρές ζύμωναν κουλούρια, όπως επίσης και τα Χριστόψωμα, στα οποία έβαζαν καρύδια και μετά το ψήσιμο έριχναν από πάνω μέλι. Πάνω στα Χριστόψωμα με αμύγδαλα δημιουργούσαν τη γέννηση του Χριστού ή δημιουργούσαν ένα
σταυρό και στη μέση τοποθετούσαν ένα ολόκληρο καρύδι.
Την παραμονή των Χριστουγέννων κρεμούσαν στο εικονοστάσι σταυρωτά κλαδιά φουντουκιάς ή καρυδιάς ή μόνο καρπούς. Επίσης, την ημέρα αυτή έβαζαν στο τζάκι ένα κούτσουρο, το λεγόμενο
«Χριστοκούρ», το οποίο ήταν από μηλιά ή αχλαδιά ή από κάποιο άλλο δέντρο που υπήρχε σε αφθονία στην περιοχή. Με αυτό, λοιπόν, το κούτσουρο άναβαν την φωτιά μόλις χτυπούσε η καμπάνα και την κρατούσαν αναμμένη για τις τρεις μέρες των Χριστουγέννων, τα «Χριστουήμερα». Από αυτό το κούτσουρο κρατούσαν φωτιά και για τις δώδεκα ημέρες των εορτασμών, αντικαθιστώντας το με άλλο πριν σβήσει. Για να τους φέρει γούρι, πίστευαν πως πρέπει να καίγεται όρθιο.
Το βράδυ της παραμονής η νοικοκυρά του σπιτιού στόλιζε ένα τραπέζι δίπλα στο
χριστουγεννιάτικο δέντρο, το οποίο ήταν αφιερωμένο στην Παναγία και ήταν γνωστό ως «Το τραπέζι τη Παναίας». Ήταν γεμάτο με διάφορα εδέσματα και έβαζαν επίσης και ένα εικόνισμα. Με αυτό το τρόπο ήθελαν να ευχαριστήσουν την Θεοτόκο για όλο όσα τους είχε προσφέρει.
Σε κάποια μέρη του Πόντου, η οικογένεια έκοβε ένα κυδώνι σε όσα κομμάτια ήταν τα μέλη της. Σε ένα κομμάτι έβαζαν ένα κέρμα και σε όποιον τύχαινε, έπρεπε τα χαράματα να σηκωθεί και να πάει στην πλατεία να γεμίσει μια κανάτα με νερό, από το οποίο θα έβαζε στα ζώα και θα κρατούσε για να πλυθούν και να πιούν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.
Εππλέον, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, τα παιδιά, αλλά και όσοι μεγάλοι ήθελαν, έβγαιναν για τα κάλαντα, όπου έπαιρναν αντί για χρήματα, ξηρούς καρπούς, ξερά σύκα και κερατούτσες που
έμοιαζαν με φασόλια, αλλά ήταν γλυκές.
Επίσης, οι κάτοικοι στον Πόντο, όπως και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, πίστευαν ότι κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου ( το οποίο ξεκινούσε από την παραμονή των Χριστουγέννων και
τελείωνε των Φώτων), έβγαιναν οι καλικάτζαροι, γνωστοί στον Πόντο και ως πίζηλα (ανάλογα με την περιοχή λέγονταν και πίζουλα, πίζελακαι πιζήαλα). Τα πίζηλα, λοιπόν, έβγαιναν και ενοχλούσαν τους ανθρώπους και ιδιαίτερα τα παιδιά, ιδιαιτέρως τα αβάπτιστα, τις λεχώνες και γενικά τα αδύναμα άτομα. Προκαλούσαν ζημιές και για να προστατευτούν οι άνθρωποι απέφευγαν να κάνουν εξωτερικές δουλειές τη νύχτα. Επίσης, για να μην τους πλησιάσουν ψυθίριζαν προσευχές. Τα πίζηλα εξαφανίζονταν των Φώτων, όταν και γινόταν ο αγισμός των υδάτων και επέστρεφαν και πάλι το επόμενο Δεωδεκαήμερο.
Άλλο ένα έθιμο ή καλύτερα λαϊκό δρώμενο που πραγματοποιούνταν κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου ήταν οι Μωμόγεροι, το οποίο διαρκεί από την παραμονή των Χριστουγέννων έως των Φώτων. Οι ρίζες του εθίμου βρίσκονται στην προ χριστιανική περίοδο, αλλά οι Πόντιοι του έδωσαν αργότερα χριστιανικό χαρακτήρα. Η ονομασία του συγκεκριμένου δρώμενου προέρχεται από τις λέξεις «μίμος» και «γέρος». Άλλοι θεωρούν πως προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό θεό, Μώμο, ο οποίος ήταν θεός της χλεύης, της ειρωνείας και του σαρκασμού. Σκοπός του συγκεκριμένου δρώμενου είναι η σάτιρα, αλλά υπήρχαν και περιπτώσεις όπου ήταν πιο σοβαρές, καθώς είχαν σκοπό να δώσουν κάποιο κοινωνικό μήνυμα τους Μωμόγερους τους συνόδευαν οργανοπαίκτες, καθώς η μουσική και ο χορός ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της
παράστασής του. Μετά από κάθε παράσταση ακολουθούσε γλέντι.
Η ημέρα των Χριστουγέννων ξεκινούσε πολύ νωρίς και συγκεκριμένα από τις 4 το πρωί, όπου και χτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας, καλώντας τον κόσμο στην Θεία Λειτουργία. Τα Χριστούγεννα ή τη Χριστού ήταν η πρώτη γιορτή του Δωδεκαημέρου.
Αυτή η μέρα ήταν αφιερωμένη στην οικογένεια, η οποία τα γιόρταζε με κάθε λαμπρότητα, φορώντας όλα τα μέλη της καινούργια και επίσημα ρούχα και παπούτσια. Την ημέρα αυτή όλη η οικογένεια συγκεντρωνόταν γύρω από το γιορτινό τραπέζι και γευμάτιζαν όλοι μαζί.
Το κλίμα ήταν εύθυμο και δεν έλειπαν τα τραγούδια και τα πειράγματα.
Την περίοδο των Χριστουγέννων πραγματοποιούνταν πολλοί γάμοι, αρραβώνες και βαφτίσια, καθώς την περίοδο αυτή επέστρεφαν οι ξενιτεμένοι, οι οποίοι είχαν αφήσει το σπίτι και την οικογένειά τους για να πάμε σε άλλο τόπο να εργαστούν. Τη Χριστού, όμως, επέστρεφαν και έτσι, αφού όλη η οικογένεια ήταν συγκεντρωμένη, πραγματοποιούνταν τα προαναφερθέντα μυστήρια.