Το γεγονός ότι το 2017 ξεκίνησαν οι εργασίες αναστήλωσης και ανακαίνισης του κτηρίου και του περιβάλλοντα χώρου για να λειτουργήσει ως πολιτιστικό κέντρο, σε συνδυασμό με το ένδοξο παρελθόν του που λειτουργούσε ως ναός του Αρχάγγελου στο Αγιαντζίκ της Σινώπης, πυροδότησε τις συνωμοσιολογικές θεωρίες που θέλουν ο χώρος να αναστηλώνεται και να έχει ως πραγματικό στόχο την αναβίωση και την προώθηση του Χριστιανισμού στην περιοχή, που είναι και η πιο διαδεδομένη θεωρία.
Το γεγονός πήρε τόσο μεγάλη φήμη, που ανάγκασε τον δήμαρχο του Αγιαντζίκ, Αϊχάν Εργκιούν να την διαψεύσει επισήμως. Μεταξύ άλλων δήλωσε: «Με την ολοκλήρωση των εργασιών αναστήλωσης που ξεκίνησαν το 2017 το κτίριο θα συμβάλει στον τουρισμό της περιφέρειάς μας και θα δραστηριοποιηθεί πολιτιστικά για τον λαό και τους καλεσμένους μας. Αυτό το κτίσμα ανακαινίζεται όχι για να μετατραπεί σε εκκλησία αλλά σε πολιτιστικό κέντρο».
Σύμφωνα με καταγγελίες που κάλυψαν τοπικά μέσα, στην περιοχή υπήρξε δράση ιεραποστόλων που προσπαθούσαν να προσηλυτίσουν τους περίοικους, μοιράζοντας την Βίβλο από πόρτα σε πόρτα. Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με την εμφάνιση του οικήματος στην πλατφόρμα «Χάρτες Google» ως Εκκλησία Αρχαγγέλου, προκάλεσαν αντιδράσεις στην κοινή γνώμη και λειτούργησαν ως αφορμή για να ξεσπάσουν θεωρίες συνωμοσίας.
Το κτήριο, σύμφωνα με έγγραφα από τα αρχεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ξεκίνησε να ανεγείρεται στις 3 Δεκεμβρίου 1900 —ήταν η τελική άδεια, οι πρώτες προσπάθειες ανέγερσης του ναού ξεκίνησαν το έτος 1884— ως ιερός ναός αφιερωμένος στον Αρχάγγελο (δεν αναφέρεται σε κάποια πηγή για ποιόν Αρχάγγελο συγκεκριμένα, ενώ άλλες πηγές αναφέρουν ότι η εκκλησία είναι αφιερωμένη στον Άγιο Αντώνιο), στην συνοικία του Αγίου Αντωνίου.
Σύμφωνα με το βιβλίο Ottoman Population Records and the Census 1881 – 1893 του H. Kemal Karpat, στο Αγιαντζίκ ζούσαν συνολικά 1.243 Έλληνες, 575 γυναίκες και 638 άντρες. Εκείνη την εποχή υπάρχουν πληροφορίες πως κι οι Αρμένιοι της περιοχής χρησιμοποιούσαν την εκκλησία. Η εκκλησία βρίσκεται στη συνοικία Γιαλί, στο παραλιακό μέτωπο της κωμόπολης.
Την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και ιδιαιτέρως μετά από την ανταλλαγή των πληθυσμών, έμεινε δίχως ποίμνιο και σταμάτησε να λειτουργεί ως ναός. Το 1942 μετατρέπεται σε φυλακή και με το πέρασμα του χρόνου το κτίσμα αλλάζει δομή για να γίνει πιο λειτουργικό ως φυλακή. Τη δεκαετία του ’90 η φυλακή ερημώνει καθώς οι κατάδικοι μεταφέρονται στις φυλακές της Σινώπης. Το 2000 το οίκημα χαρακτηρίζεται πολιτιστικό μνημείο από την Επιτροπή Προστασίας Πολιτιστικών Μνημείων Σαμψούντας και τα επόμενα χρόνια ο τοπικός δήμος αποφασίζει την αναστήλωσή του με κρατικούς πόρους.
Η εκκλησία χτίστηκε σε μια πλαγιά, μέσα σε έναν αύλειο χώρο , με κατεύθυνση από τον βορρά προς τον νότο. Οι διαφορετικές τεχνικές που διαφαίνονται στους τοίχους είναι από διαφορετικές περιόδους κατασκευής. Ο ναός παρουσίαζε σε κάτοψη σχήμα ορθογωνίου και στο ανατολικό άκρο προεξείχε αψίδα που ήταν ημικυκλική εσωτερικά κι εξωτερικά. Ο αρχιτεκτονικός της τύπος της ήταν βασιλική με τρία κλίτη. Το κεντρικό κλίτος ήταν μεγαλύτερο και ψηλότερο από τα δύο παράπλευρα κλίτη, ενώ και τα τρία κλίτη σκεπάζονταν με θόλους που μεταγενέστερα αντικαταστάθηκαν από μια επίπεδη οροφή.
Σήμερα, το οίκημα έχει αναστηλωθεί πλήρως και, λίγο πριν παραδοθεί σε χρήση ως πολιτιστικό κέντρο, η ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ.gr σας παρουσιάζει μοναδικές εικόνες από αυτό (Οκτώβριος 2012 και Αύγουστος 2018).
Κείμενο-μετάφραση: Κωνσταντίνος Μαρούσης / Φωτογραφίες: Βασίλης Καρυοφυλλίδης.