Το Σάββατο του Λαζάρου οι νοικοκυρές στον Πόντο το περνούσαν στην κουζίνα παρασκευάζοντας νηστίσιμα κουλούρια, τα λεγόμενα κερκέλια. Τα κερκέλια, λοιπόν, μαζί με λευκά αυγά τα έδιναν στα παιδιά, όταν το απόγευμα του Σαββάτου έβγαιναν για το βάεμαν, πήγαιναν, δηλαδή, από σπίτι σε σπίτι ψάλλοντας στην Ανάσταση του Λαζάρου.
Αφού, λοιπόν, ολοκλήρωναν τον ψαλμό, οι νοικοκυρές τους έδιναν κερκέλια και αυγά και ενίοτε καραμέλες. Πολλές φορές, όμως, λόγω της φτώχειας έδιναν στα παιδιά βρασμένο καρπό καλαμποκιού το οποίο ονομαζόταν τσιγκούλια.
Τα παιδιά, όταν έβγαιναν για το βάεμαν κρατούσαν ένα ανθισμένο κλαδί λεύκας κι ένα καλαθάκι για να βάζουν μέσα τ’ αυγά που θα μάζευαν.
Να σημειωθεί ότι τα κερκέλια που τους έδιναν οι νοικοκυρές τα περνούσαν σε σπάγκο και τα έβαζαν σαν περιδέραιο στο λαιμό τους ή έδεναν τη μία άκρη του πίσω στη μέση τους, κρατώντας την άλλη ελεύθερη. Κάθε κουλούρι που περνούσε από το σπάγκο πήγαινε έτσι πίσω στην πλάτη του παιδιού. Η πιο συνηθισμένη τακτική όμως ήταν να τα περνούν στο κλαδί που είχαν μαζί τους.
Κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής τους στα σπίτια, στο δρόμο συναντιόντουσαν και με άλλα παιδιά και ρωτούσε ο ένας τον άλλον, «Πόσα ωβά εποίκες;», δηλαδή, «πόσα αυγά μάζεψες;». Είχαν έναν άτυπο ανταγωνισμό για το ποιος θα μαζέψει τα περισσότερα.
Στο τέλος της ημέρας, τα κερκέλια τα έδιναν στους γονείς τους, τα αυγά όμως τα φύλαγαν, για να τσουγκρίσουν το Πάσχα.