Χαράλαμπος Μητσόγλου
Γεννήθηκε το 1902 στο Τοούζ Αγά της Μπάφρας του Πόντου.
Όταν ο Χαράλαμπος Μητσόγλου ήρθε από την Ανατολή ήταν 22 ετών, δε γνώριζε λέξη ελληνικά, και είχε δει με τα μάτια του αρκετά ώστε να διηγείται για το υπόλοιπο της ζωής του. Έζησε χρόνια στο βουνό. Το χωριό του, το Τοούζ Αγά της Μπάφρας, καταστράφηκε. Οι δύο γονείς του, τα τέσσερα αδέλφια του, Λευτέρης, Αβραάμ, Γιώργος και Κυριακή, οι γαμπροί του – συνολικά δώδεκα μέλη της οικογένειας του – και αναρίθμητοι συμπατριώτες του χάθηκαν στη Γενοκτονία. Ο ίδιος ήρθε στην Ελλάδα με τις τρεις αδελφές του, μόνοι επιζώντες του χωριού τους. Το μίσος του για τους Τούρκους εκφέρεται με δυνατή φωνή και πάθος. Σήμερα, λόγω της εντυπωσιακής υγείας και μνήμης του στη μοναδική ηλικία των 109, αποτελεί ζωντανό μνημείο. Η αφήγηση του, σε ελληνικά με τούρκικο «χρώμα», παρατίθεται ακέραιη με τις ελάχιστες δυνατές προσθήκες.
Θέλετε να σας πω τι έγινε στην Τουρκία; Σφαγή έγινε…
Οι περίφημοι «Μπαφραλήδες», οι τουρκόφωνοι Χριστιανοί του Δυτικού Πόντου, υπέφεραν ίσως περισσότερο από κάθε Έλληνα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας: «Τι έγινε στη Μπάφρα, από το Α μέχρι το Β, ξεύρω…Εκεί μέσα είμαι. Όλη η σφαγή, κάψιμο, τα παιδιά, οι γυναίκες, τα είδα…Το χωριό μου, Τοούζ Αγά λέγαν το. Μεγάλο ήταν, δυο εκκλησιές είχαμε. στην άκρα το χωριό είχε και 5-6 τούρκικες οικογένειες. Σχολείο δεν πήγα, ήμουνα στα βουνά…Τα σχολεία έκλεισαν…Πατέρας, μητέρα, όλοι στο βουνό πάνε…Οι Τούρκοι όλους τους έκοψαν…».
Σε μια απροσδιόριστη εποχή, που χάνεται στα βάθη της ιστορίας, οι κάτοικοι κλήθηκαν να επιλέξουν αν θα άφηναν τη γλώσσα ή τη θρησκεία τους. Και επέλεξαν το πρώτο. «Πολλά χρόνια χρόνια ήταν μπροστά, αιώνια, όταν πήρανε την περιφέρεια οι Τούρκοι, είπανέ την Μπάφρα: «θρησκεία θα αφήσετε ή γλώσσα». Και λένε οι Έλληνες τη γλώσσα αφήνουμε, θρησκεία δεν αφήνουμε. Στην Τουρκία ήταν η θρησκεία. Καμπάνα χτυπούσε, ο κόσμος στην εκκλησία…Με τους Τούρκους στην αρχή καλά ήμαστε. Σαν αδερφός. Κοντά ήταν ένα μικρό χωριουδάκι, έρχονταν την Κυριακή στην εκκλησία. Και μετά τους φιλοξενούσαμε στο σπίτι: έλα Ισμαήλ, έλα Χασάν…Κι έρχονταν».
Η ώρα της κρίσης άρχισε με τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και την εισβολή της Ρωσίας στα τουρκικά εδάφη, που έδωσε ελπίδες για ένοπλο αγώνα στους Χριστιανούς του Πόντου: «Κατεβαίνουν απ’ τα χωριά τους και παίρνουν τα όπλα οι Έλληνες τα μισά, πλάκωσαν οι Τούρκοι και βγήκαν στο βουνό, ύστερα δυο χρόνια εμείς. Στο αντάρτικο ήτανε διάφορα όπλα…Ρωσικά λίγα ήτανε, μεγάλη σφαίρα παίρνανε. Αλλά όπλα είχε, σφαίρες δεν είχε…Όσοι πήραν, πήραν. Αυτοί ήταν απάνω στα ψηλά. Μετά δυο χρόνια ήρθε σε μας. Μετά τους Αρμεναίους, αρχίνησε [ο διωγμός και] σε μας. Καλέσανε δυο-τρεις κλάσεις. Δυο γαμπροί μου, μάζεψαν όσους ήταν για επιστράτευση και κατέβηκαν στην Τραπεζούντα, στο Τοχάτ. Εκεί στην παραλία, τους έβαλαν θεριστική βολή. Τους σκότωσαν. Δεν πήγαινα στο μέτωπο…Μετά [οι Τούρκοι] κάλεσαν πάλι στρατιώτες. Ο αδελφός μου πήγε στην κλάση του. Στη Σαμψούντα, 600 λίρες πληρώσαμε, ήρθε ο αδερφός μου. Στο δρόμο [που ερχόταν μαζί] με το συμπέθερό του, τον σκότωσαν…Μετά αρχίνησε πληγή. Αυτό γίνεται όταν τελείωσαν με τους Αρμεναίους, το ’14. Μας κάλεσαν στρατιώτες και στο δρόμο μας σκότωναν. Τους παπάδες, τους δασκάλους, όλους τους εμπόρους – Έλληνες ήταν οι έμποροι και οι Τούρκοι το ξέρανε. Πολλοί έλληνες ήμασταν εμείς εκεί. Πιο πολλοί και απ’ την Ελλάδα…Εμείς εκεί 4,5 εκατομμύρια ήμαστε. Πλούσιο όλοι έλληνες ήταν. Φόρο από μας παίρνανε. Οι Τούρκοι δε δουλεύανε. Όλοι οι εγγράματοι Έλληνες από την Τραπεζούντα ήταν. Και σε ένα χωριό, και πέντε οικογένειες να είχε, σχολείο είχαν. Σχολείο και εκκλησία».
«Όταν η Ρωσία κατέβηκε Τραπεζούντα, ήταν ένας αρχηγός, Τσαούς-Αντών (=Αντώνης ο Λοχίας) λέγαν τον. Αυτός κράτος θα’ κανε σε μας εκεί. Τολμηρός άνθρωπος, κατέβαινε μέσα στην αστυνομία στη Σαμψούντα. Αστυνομία τουρκική δεν μπορούσαν να τον πειράξουν, τρέμουν». Εκτός απ’ τον Τσαούς-Αντών, υπήρχαν πολλοί καπετάνιοι στην περιοχή που έκαναν επιδρομές στα τουρκικά χωριά: «Αυτοί ήταν όλοι μαζί απ’ τη Σαμψούντα, πέρα. Τους ακούγαμεν…Όταν ήρθεν η ώρα να χτυπήσουν ένα τουρκικό χωριό, πήγαιναν όλοι μαζί και χτυπούσαν. Παίρναν τα ζώα του, τα γεννήματα του, φεύγουν απάνω στο βουνό και τα μοίραζαν. Ένας από τους Τούρκους ήταν κοντά, τσοπάνος. Έχει ένα μέρος τα ζώα του ελεύθερα. Αυτός δυο χρόνια τροφοδοτούσε εμάς. Οι καπετάνιοι έπαιρνα τα τρόφιμα και τα μοιράζανε στον κόσμο…». Το αντάρτικο δε θα επιβίωνε χωρίς τους τροφοδότες. Θυμάται ακόμη πώς οι Τούρκοι σκότωσαν έναν τροφοδότη, τον Ανανία μετά από προδοσία. Τον σκότωσαν «όπως πιάνεις τα βουβάλια και τα σφάζεις με το ξίφος. Πέρασαν κοντά μου 200 μέτρα…». Στη μάχη ήταν διαφορετικά: «Οι Τούρκοι δεν πολεμάν…Σηκώναν τα χέρια τους μόνο. Σου λέω, σε ένα στενό δρόμο, ρίχναμε ένα δέντρο, έρχονταν εκεί στην ενέδρα, σκοτώναμε 4-5 και υπόλοιποι φεύγουν…Δεν πολεμάν οι Τούρκοι. Άμα είχαν όλοι [οι] άντρες όπλα, Τούρκοι δεν θα ανέβαιναν. Αλλά πουτάνα Αγγλία.Τάφος της Ελλάδας, η Αγγλία είναι. Να ξέρεις ατό…».
Τα πράγματα άλλαξε άρδην η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917: «Πετάνε οι Ρώσοι τα όπλα επειδή έγινε κομμουνισμός…Τότε βρώμισαν τα πράματα. έρχονατι στο χωριό οι Τούρκοι, καλάνε τους μεγάλους. Πάνε στη Σαμψούντα, μια πόλις 40 χιλιόμετρα απ΄την Μπάφρα, κι εκεί τους σκοτώνουν. Και το ’16 [που] ήρθε η καταδίωξη, φεύγουμε στο βουνό. Από το ’16 μέχρι το ’18. Η δική μας περιφέρεια ησυχία ήτανε. Και το ’18 δίνουν μια διαταγή για ανταλλάξιμους και κατεβαίνουμε στα σπίτια. Τότε τον Αντών ήθελαν να σκοτώσουν, μετά δεν μπορούσαν…Κατεβήκαμε ήσυχα στο χωριό…Εμείς νομίζαμε θα μείνουμε στα χωριά μας. Σηκώνομαι ένα πρωί με τον πατέρα, να πάμε στη Σαμψούντα. Μου είχε πει απ’ το βράδυ. Καθόμασταν στο καφενείο μπροστά, ο πατέρας μου στα δεξιά, έρχεται ένας Τούρκος τζανταρμάς (=χωροφύλακας): “Γκιαούρ!”. Άγρια φωνή (γκιαούρ μας λέγανε οι Τούρκοι). “Ξέρεις, λέει, τον Αντών;”, “Ε, πώς να μην ξεύρω. Έρχεται [στο σπίτι μας], τρώει, πίνει αλλά ο ίδιος δεν κοιμάται καθόλου. Τα παιδιά κοιμούνται”. (Μια βραδιά, θυμούμαι ο πατέρας μου με ρώτησε. Του έδωσε παστάλ (φύλλα καπνού επεξεργασμένα) που σαν μπαρούτι ήτανε). Ήρθε κοντά στον Τούρκο ο πατέρας μου, του λέει ο Τούρκος: “Γκιαούρ, έλα μαζί μου τον Αντώνη αφού ξεύρεις”. Και παίρνει τον πατέρα μου, πηγαίνει στη Σαμψούντα, μέσα. Το κεφάλι του Αντών έφεραν. Του είχαν κόψει το κεφάλι. Ο κουμπάρος του τον πρόδωσε. Το ’18 γίνεται αυτό. Στο χωριό ο κόσμος κλαίει…».
Όταν ο κόσμος κατέβηκε από το βουνό πιστεύοντας πως οι Τούρκοι θα έδιναν αμνηστεία, πλανήθηκε: «Τότε άρχισε σφαγή. Λέγανε οι Τούρκοι “εξορία θέλεις ή φυλακή στη Σουρμελιού;» (σ.σ. ελληνικό χωριό, έδρα της τοπικής τουρκικής χωροφυλακής). Γελάστηκε ο κόσμος, πήγανε στη Σουρμελιού. Οικογένειες ολόκληρες. Ο γαμπρός μου ήτανε γερός, καπνοέμπορος. Πάει στη Μπάφρα μέσα, με τα καπνά του, ένα ζευγάρι βόδια και ένα βουβάλι αρμέξιμο. Εκεί πιάστηκαν. Κι άρχισαν να αγριεύουν…Εμείς στο χωριό τώρα δε ξέρουμε τι γίνεται στο άλλο χωριό. Και μια χήρα – Ελληνίδα – ήρθε και λέει “Σκοτώνουνε μες στα σπίτια. Τους Έλληνες στην πόλη μέσα…Ότι θέλεις κάνουνε”. Η αδελφή μου ζεύει το βουβάλι με ένα σκοινί στο λαιμό – η Μπάφρα ήτανε ίσιο μέρος – και πάμε μαζί προς τη Μπάφρα…Από το χωριό μας δυόμιση ώρες μέχρι την πόλη. Ήταν όλο Έλληνες, μόνο τρία χωριά ήτανε τουρκικά. Άρχισε να ψιχαλίζει. Περάσαμε τα τουρκικά φυλάκια…Στο δρόμο βλέπαμε, όλα τα έκαψεν ο Τούρκος…Περνούντες από τη Σουρμελιού, ακούμε βουή. “Σταμάτα εσύ, μου λέει η αδερφή μου, θα πάω να δω εγώ”. Πτώματα παντού…Ακόμα βουίζει το κεφάλι μου…Εκεί στη Σουρμελιού είχαν μαζέψει τους άνδρες κι είχαν κάνει θεριστική βολή. Στο χωριό μετά γυρίσανε και κάψανε και τις γυναίκες και τα παιδιά. Αρχίνησαν από κει, κάψιμο συνέχεια…Τους παπάδες τους έπιαναν και τους έδεναν πίσω από το άλογο…Και μετά λέγανε “Ελάτε να δείτε, ένα σκυλί σκότωσα…”.
Αυτά επάθαμεν οι Έλληνες…»
«Το ’18 πάλι εμείς στο βουνό. Σκορπισμένοι, σαν τα ζώα. Όταν έρχονταν Τούρκοι, όλοι μαζί μαζευόμασταν. Σαν άγρια ζώα….Ούτε τα ζώα μας, ούτε τίποτα. Εγώ που ζω τώρα, χελώνες έφαγα. Δυο μήνες. Γι’ αυτό ζω. Πέθαιναν κόσμος από την πείνα…Ένας Έλληνας, αν το πιστεύεις, πέθανε η νύφη του και έβαλε το κορίτσι στο καζάνι. έκοψε τα χέρια της, τα έβρασε και τα έφαγε…Με τα μάτια μου το’ δα αυτό».
Από τους Τούρκους μόνο ελάχιστοι από μία συγκεκριμένη φυλή που αντιστρατευόταν τον Κεμάλ, βοηθούσαν τους Έλληνες: «Ένας Τσερκέζος, στον κάμπο της Μπάφρας, ο παππούς του ήταν παπάς. Και αυτός βοηθούσε, ήξερε ότι θα [μας] σκοτώσουν. Ήρθε και αυτός μαζί μας. Αλλά στριμωγμένα ήταν».
«Τραβήξαμε πολλά βάσανα. Πείνα και σκοτωμός…Ούτε γιατρούς, τίποτα. Φάρμακα δε ξέραμε ‘μεις…Όπλο είχε, σφαίρα δεν είχε. Όπως ένα μπαστούνι…Από την Άγκυρα κατεβαίνει στην Μπάφρα ένα ποτάμι, στην άκρα. Από την πέρα μεριά, ένα χωριό, Τέκετζε το λέγανε.Έλληνες. Τους βάλανε στον Αϊ-Γιώργη, στην εκκλησία μέσα και τους έκαψαν. Και μετά θεριστική βολή στον κόσμο. Ανάμεσα τους ήταν ένα κορίτσι 13-14 χρονών που έμεινε. Έζησε. Φώναξαν οι Τούρκοι “Όποιος είναι ζωντανός, ας σηκωθεί, δε θα τον πειράξουμε”. Δε σηκώθηκε. Μόλις αυτοί έφυγαν, το κορίτσι ήρθε στο βουνό μες στα αίματα…Τέτοια καταστροφή έκαμαν την Μπάφρα…Σκοτωμός όλη την περιφέρεια. Όσοι ήτανε στη Μπάφρα μέσα, έμειναν. Όλους τους πήραν απ’ τα σπίτια κι απ’ τα ταβάνια και τα υπόγεια και τους πήγαν στο μεγάλο ποτάμι – σαν το Στρυμόνα. Βαθύ, μεγάλο, αν δεν ξέρεις κολύμπι, δεν μπορείς να περάσεις. Εκεί σκότωναν και οι άνθρωποι πέφταν στη θάλασσα…Καθάρισαν όλους τους Έλληνες εκεί. Τελευταία, αυτό το πράμα έκαναν, γέλαγαν τον κόσμο. Αλλά και να μην πήγαιναν, στο βουνό, πείνα είχε. Έρχονταν οι Τούρκοι – αστυνομία και στρατός – και μας κυνηγούσαν».
«Μια βραδιά, θυμάμαι, περάσαμε από ένα ποτάμι. Βράδιασε εκεί. Εκείνη τη στιγμή βάρεσαν σάλπιγγα για το ψωμί. Ο πατέρας μου φοβήθηκε που σταματήσαμε και μας λέει “Σηκωθείτε, θα φύγουμε”. Φύγαμε. Όσοι έμεινα εκεί, το άλλο πρωί τους βρήκαμε. Με τη ξιφολόγχη τους είχαν σκοτώσει…Τους περικύκλωσαν. Πού θα έφευγαν;… Τρεις μέρες κατεβήκαμε κοντά στο χωριό. Ήταν έρημο. Χόρτο τρώγαμε. Χόρτο…εμείς ανάγκη είχαμε το αλάτι. Άμα αλάτι έχεις, όλα τα τρως. Την αγριάδα μάζεψε, βράσε, βάλε λίγο αλάτι και τρως. Άμα δεν έχει αλάτι, δύσκολο…».
Τα χωριά στο βουνό ήταν πολύ μικρά, φτωχά και μισοερειπωμένα για να θρέψουν τους ξεσπιτωμένους οι οποίοι σώθηκαν από τον υποσιτισμό μόνο χάρη στον πλούτο του τόπου: «Τα βουνά πολύ πλούσιο μέρος ήταν. Κάστανα θέλεις; μήλα θέλεις; απίδια θέλεις; Γλυκά κάστανα, τα σπάγαμε με τη βέργα και τα τρώγαμε. Μια μέρα στον αγρό θυμούμαι που γύριζα νηστικός, στην άκρη ήταν δάσος. Βλέπω, κιτρινίζει κάτι. Πάω κοιτάζω, ήταν σπόρος από απίδι. Ήρθε ο χειμώνας, έπεσαν τα φύλλα, ήρθε χιόνι. Έλιωσε το χιόνι, πάω ξανά, απίδια. Ούτε ξέρω πόσα έφαγα εκεί…».
«Ακριβώς το ’21 τον Απρίλιο κατεβήκαμεν σε ένα τουρκικό χωριό. Από μια χαράδρα μακριά, φώναξαν σε μας Τούρκοι “Ελάτε δω!”. Το απόγευμα ήταν. Δεν πήγαμε…Στον ποτάμι είχανε σφάξει χιλιάδες, απ’ αυτούς που κατέβηκαν απ’ το βουνό. Με τον κασμά, με το τσεκούρι τους σκοτώνανε…Εκείνο το βράδυ σαν τα ζώα κοιμηθήκαμε [έξω απ’ το χωριό]. Ήμασταν στο χωρίο εκείνη τη νύχτα. Ακούω ένα γαϊδούρι, φωνάζει. Ήταν ενός Τούρκου χωριάτη, που μαζί με το στρατό πηγαίνουν…Εγώ δε ρωτάω το νου μου, δε σκέβω (=σκέφτομαι) πως έρχεται το γαϊδούρι εδώ. Πάω κοντά, δάσος μεγάλο ήτανε. Βράδιαζε. Μόλις έφτασα στα πρώτα σπίτια, γεμάτο στρατός το βουνό. Μαζεύω λίγο πίσω. Βγαίνει ο στρατός εκεί και έτρωγε για βράδυ. Πήγα, βρήκα τα κουκούτσια, τα ψωμία που άφησαν. Παραπέρα πάω, ήταν ένα κόκαλο τόσο μεγάλο. Το έφαγα, δεν έπαθα τίποτα…Αυτό τώρα σκυλί ήταν, ανθρώπου ήτανε, ποιος ξέρει;».
«Εκείνη την ώρα που πήγαινα πάνω, η μάνα μου, ο πατέρας μου, τα αδέλφια μου έρχονταν για να παραδοθούν. Η μάνα μου μάζεψε τα κορίτσια να κατέβουνε στην πόλη το άλλο πρωί. Πλαγιάσανε στα ντουβάρια μιας εκκλησίας. Ο πατέρας μου πέθανε εκείνο το βράδυ, τον σκεπάσανε μ’ ένα πάπλωμα. Στο δρόμο για τη Σαμψούντα, τους έπιασαν οι Τούρκοι και τους πήγαν στη Σαμψούντα. Τους άφησαν ελεύθερους. Τακ τακ πόρτα-πόρτα πηγαίνανε, [ζητούσανε] λίγο ψωμί. Όσοι έφαγαν, το βράδυ θάνατο…Τους έδωσαν ξερά φασόλια, χωρίς νερό. Έκαψε το στομάχι τους και πέθαναν. Επί τόπου έμειναν. Πέθαναν. Εμείς, με την αδερφή μου αλεύρι πήραμεν, ρύζι σούπα φτιάξαμε. Τα εντέρια μας κολλημένα ήτανε. Αλλά είχαμε φάει χελώνες και αυτό ωφέλησε εμάς…Μία αδερφή μου έζησε, πέθανε εδώ στην Κατερίνα αργότερα. Ο ένας αδερφός μου δούλεψε σε ένα τσιφλίκι τρεις μέρες. Όταν τελιώνει εκεί, δεν έφυγε στην πόλη. Και τον σκότωσαν εκεί για τα ρούχα του. Τα είδαμε μετά, ένας Τσερκέζος τα φορούσε…Για τα ρούχα σκότωσαν τον αδερφό μου…».
«Ο τελευταίος σαδισμός των Τούρκων ήταν η τιμή των 8 λιρών που ορίστηκε για το εισιτήριο για την Ελλάδα. Ένα άτομο για να έρθει στην Ελλάδα, ήταν 8 λίρες τουρκικές. Πήγαμε στη Σαμψούντα και δουλέψαμε. Δυο χρόνια σε ένα τσιφλίκι, καπνόν εκάναμεν. Δε μας άφησε τίποτα ο Τούρκος [τσιφλικάς]. Σε ένα χωριό όλοι παστάλια κάναμεν. Κι από κει πήραμε λεφτά και ήρθαμε. Ό,τι λεφτά πήραμε, μ’ αυτά ήρθαμε. Οκτώ λίρες. Γι’ αυτό ήρθαμε τελευταίοι, το ’24 ήρθαμε…Έμειναν πολλοί πίσω. Στη Σαμψούντα πήραμε το καράβι. Μέναμε στην Κωνσταντινούπολη σε ένα μέρος. Κάναμε μπάνιο με κρύο νερό, για να μην κολλήσεις αρρώστιες. Στον Αϊ-Γιώργη κάναμε το σταυρό μας και μετά ήρθαμε στην Έλλαδα. Μας έβγαλε στη Θεσσαλονίκη. Οκτώβριος ήτανε θυμάμαι ακριβώς, εβάλαμε πανί στο Καραμπουρνού. Ψάχναμε χωριό. Στον κάμπο να μύγα και κουνούπι, δεν μπορούσες να καθίσεις…Στο Λαγκαδά δυο μέρες καθίσαμεν. Μέχρι να μας κατεβάσει το φορτηγό, γύρισε πίσω…».
Μέχρι το 1947, ο κ.Χαράλαμπος έμεινε στο χωριό Κοκκινοχώρι Θεσσαλονίκης, ένα χωριό 50-100 σπιτιών που εκκενώθηκε στον εμφύλιο. Σήμερα πεδίο βολής του στρατού. «Πολύ δύσκολα χρόνια. Όταν ήρθαμε Ελλάδα, δεν είχαμε τίποτα, ήμασταν όπως ήρθαμε… Έμεινε να πάρεις και τίποτα; Στο βουνό πήραμε ένα στρώμα και το είχαμε δυο άτομα! Φεύγαμεν συνέχεια. Ερχόντουσαν οι Τούρκοι, τρέχαμε…Έξω κοιμούσαν…Σαν τα άγρια ζώα. Με τα ρούχα που φορούσαμεν…».
Το Κοκκινοχώρι (πρώην Τσεσμέ Μαχαλάς) είχε μερικά τουρκικά σπίτια αλλά το χωριό δομήθηκε ουσιαστικά από τους Μπάφραλήδες που επιδόθηκαν στην καλλιέργεια της γης – σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι και καπνό. Πόντιοι και λίγοι Θρακιώτες εγκαταστάθηκαν και σε όλα τα γύρω χωριά, Μαυρούδα, Λίμνη, Ανοιξιά, Φιλαδέλφεια, Ξεροπόταμος, Ασκός κ.α.
Ο κ. Χαράλαμπος παντρεύτηκε δυο φορές και έκανε συνολικά έξι παιδιά. Η δεύτερη γυναίκα του, Αικατερίνη Τσαπανίδου, ήταν Πόντια από τη Ρωσία. Υπηρετούσε κληρωτός από το 1933 μέχρι και το 1947. Από την Καβάλα στα όπλα, όταν νίκησαν οι κομμουνιστές, τον Απρίλιο του 1941 “στου Μεταξά τα χαρακώματα”. «Έξι φορές φόρεσα το χακί, όχι μία. Όταν ήρθαμε οι πρόσφυγοι, εγώ μεγάλος ήμουνα, είπανε να περάσουν οι μικροί. Τελευταία τι σκέφτηκε το κράτος: το ’33 διαταγή να περάσουν επιτροπή όσοι δεν μπόρεσαν. Όταν άνοιξε ο πόλεμος του ’40 ήμουνα έφεδρος στις Σέρρες, τέσσερις μήνες. Απολύομαι ύστερα από κεί, 18 μέρες η καμπάνα χτυπάει. Πάμε στην Αλβανία! Περάσαμε παγωμένα ποτάμια. Πέντε μέρες ούτε ψωμί. Και μια άλλη φορά με κάλεσαν πάλι, σκοπευτής πολυβόλου. Μάθημα στο πολυβόλο…Εγώ μεγάλωσα με στρατό, κυνήγια ήξερα να κάνω. Μόλις το γύρισα…Καλά, λέει, από που ξέρεις; Ε, πως να μη ξέρω, λέω, ολόκληρο γαϊδούρι;!».
Το 1947 τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι σε επίθεση ανταρτών στο Κοκκινοχώρι. Μετά από τη νοσηλεία στο στρατιωτικό νοσοκομείο των Αθηνών, ήρθε στον Λαγκαδά και ακολούθως στη Νυμφόπετρα. Τα τελευταία πέντε χρόνια ζει μαζί με την κόρη του, Μαρία, και το γαμπρό του, Ιορδάνη Κουτζουβελίδη, στο χωριό Ασκός.
«Οι Τούρκοι τεμπέληδες είναι, δεν δουλεύουν. Παζάρι γινόταν στην Μπάφρα, μόνο Έλληνες πήγαιναν. Βούτυρο θέλεις; Γιαούρτι θέλεις; Όλα…Και τώρα έτσι είναι. Τα χωριά τους χάλια. Πρώτη φορά που [ξανά]πήγα στο χωριό, είδα του θείου μου το σπίτι. Μπροστά είχε [θυμόμουνα] μουριά και καρυδιές, μεγάλα δέντρα. Δεξιά και αριστερά. Το σπίτι το έκαψαν. Κοιτάζω, λέω ένα γέρο Τούρκο “εδώ ήτανε σπίτι, είχε μεγάλα δέντρα, που πήγαν;”, “τα κόψαμε, εγώ τα έκοψα”, “γιατί τα έκοψες;”, “κρυώναμε. Εδώ ούτε γαϊδούρι δεν έχουμε…”. Την εκκλησία τη χάλασαν, θέλαν πέτρες για να χτίσουν σπίτι. Τίποτα βρε παιδί μου! Με τον κασμά έσκαβες και έσπερνες καλαμπόκι, τέτοιο πλούσιο μέρος. Αλλά δε δουλεύουν…Αυτοί που πήγαν τώρα πρόσφυγες, δουλεύουν. Η Μπάφρα είχε δύο τζαμιά και τώρα έχει 15. Και μου είπαν [όταν πήγα]: “εσύ Γιουνάν, δεν πείραξες εμάς…εσάς όμως σας κάνανε πολύ σκοτωμό”…Τα σπίτια τι τα έκαψαν; τι τους έφταιγαν; Αγράμματοι άνθρωποι. Και θέλουν να σκεπάσουν αυτά που έγιναν. Αλλά όλες οι χώρες λένε να πληρώσουν». Σε πρόσφατη εκδήλωση της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης για τη 19η Μαΐου, επέτειο της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, ο ίδιος τιμήθηκε και έγινε αντικείμενο λατρείας από κοινό και συνέδρους.
Αν και ο κ.Χαράλαμπος δε ξέρει γράμματα, καταλαβαίνει το περιεχόμενο της λέξης “Γενοκτονία”. Ξέρει επίσης πως η μνήμη όσων συνέβησαν στον Πόντο και η μετάδοση τους στους νέους είναι αυτονόητο καθήκον για εκείνον. Και σε προσωπικό επίπεδο, ο μοναδικός ίσως τρόπος για να ξορκίσει τους εφιάλτες…
* Συνέντευξη στον ΙΑΣΟΝΑ ΧΑΝΔΡΙΝΟ για το ΕΘΝΟΣ, Ασκός Θεσσαλονίκης, 7 Ιουλίου 2010
Πηγή : diaforetiko.gr