ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ.gr | Γενοκτονία: Μια αυθεντική μαρτυρία για τα Τάγματα Εργασίας
Γενοκτονία: Μια αυθεντική μαρτυρία για τα Τάγματα Εργασίας
23 Ιούλ
0
Σχόλια

Γενοκτονία: Μια αυθεντική μαρτυρία για τα Τάγματα Εργασίας

Τα Τάγματα Εργασίας ή αλλιώς «Αμελέ Ταμπουρού», εφαρμόστηκαν και κατά τη περίοδο της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου προκειμένου να αφανιστεί μεγάλο τμήμα του πληθυσμού.

Δεν είναι τυχαίο πως τα «Αμελέ Ταμπουρού» ονομάστηκαν και τάγματα βασανισμού και θανάτου, αφού οι συνθήκες εργασίας ήταν απάνθρωπες, ενώ το φαγητό και το νερό ήταν σχεδόν ανύπαρκτα.

Οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν καταταγεί δεν άντεξαν, αφήνοντας την τελευταία τους πνοή από την πείνα, τις κακουχίες και τις αρρώστιες.

Ακολουθεί μια αυθεντική μαρτυρία:

«Εγώ ήμουν ο μεγαλύτερος της οικογένειας. Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν 12 χρονών. Έμεινα προστάτης σε τρία άλλα αγόρια και δυο αδερφές. Το Σεπτέμβριο του 1916 με πήραν από το χωριό μου, το Αχτραχμαλού της περιφέρειας Ακ-Νταγ-Ματέν, της νοτιότερης πόλης του Πόντου. Μετά από πορεία 35 ημερών και αφού στο δρόμο από τους 300 που ξεκινήσαμε υπέκυψαν στην πείνα και στις κακουχίες περίπου 70 άτομα – μην ξεχνάμε ότι μαζί μας ήταν άνδρες από 18 έως 50 ετών – φτάσαμε επιτέλους στο Κοζάτ, μια πόλη που κατοικούνταν από Κούρδους, Τούρκους και Αρμένιους (μέχρι το 1915 που τους σκότωσαν όλους). Εκεί ξεχώρισαν όσους μεγάλους ήξεραν μια τέχνη (κτίστη, αρτοποιού, σιδερά, καραγωγέα κτλ) και τους υπόλοιπους, περίπου 150, μας πήγαν στην πόλη Καρπέρ.

Η πόλη αυτή ήταν στα όρια της περιοχής των Κούρδων και πολύ κοντά στους χώρους στρατιωτικών επιχειρήσεων. Πολεμούσαν εκεί οι Τούρκοι με τους Ρώσους. Η κατάστασή μας ήταν άθλια. Τα παπούτσια μας είχαν τρυπήσει και τα δέναμε με σπάγκους, για να τα συγκρατήσουμε. Ήμασταν άπλυτοι και εξαντλημένοι από τις πορείες, αλλά κυρίως από την πείνα.

Μας πήγαν σε έναν άδειο στρατώνα, όπου συναντήσαμε άλλους 200 περίπου Έλληνες και Αρμένιους, που η φυσική τους κατάσταση ήταν χειρότερη από τη δική μας. Ένας ψηλός Τούρκος λοχαγός, συνοδευόμενος από δυο ανθυπολοχαγούς και με τη βοήθεια δυο χωροφυλάκων, μας έβαλε στη γραμμή και μας μίλησε. «Το Tabour (Τάγμα) που ήρθατε έχει ιερή αποστολή. Βοηθάει το στρατό μας στο δίκαιο αγώνα κατά των Ρώσων. Θέλω σκληρή δουλειά και πειθαρχεία. Προσέξτε, έχω δικαίωμα ζωής και θανάτου επάνω σας».

Όπλα δεν μας έδωσαν, μόνη στρατιωτική μας εξάρτυση ήταν μια άθλια χλαίνη, αυτή για στρώμα, αυτή και για παλτό. Βρισκόμασταν στο τέλος Οκτωβρίου και το χιόνι άρχισε να πέφτει στην περιοχή. Από το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα κουβαλούσαμε πυρομαχικά κι άλλα εφόδια στο στρατό που πολεμούσε ή επισκευάζαμε τους δρόμους.

Ένα κομμάτι ψωμί και μια νερόβραστη σούπα, δυο φορές την ημέρα, ήταν το φαγητό μας.

Κάθε μέρα πέθαινε κάποιος από την εξάντληση ή το ξυλοκόπημα. Πολλές φορές τα παλιά μας τσαρούχια τα ψήναμε στην φωτιά, τα αλατίζαμε και … τα τρώγαμε.

Το Νοέμβριο άρχιζε να μας θερίζει και ο τύφος, όμως το άνοιγμα των δρόμων από τα χιόνια συνέχιζε και πολλές φορές αντικαθιστούσαμε τα ζώα στο να τραβάμε κάρα ή πυροβόλα.

Ευτυχώς σε λίγο, στην περιοχή οι Κούρδοι, ίσως υποκινούμενοι και από τους Ρώσους, ξεσηκώθηκαν. Επικράτησε μεγάλη αναταραχή. Στους δρόμους ανακατεύονταν στρατός, πρόσφυγες κι εμείς των «Ταγμάτων Εργασίας». Η ευκαιρία ήταν μοναδική. 14 Έλληνες σκελετωμένοι το σκάσαμε. Οι περισσότεροι ήμασταν αγράμματοι, όμως πέντε από μας είχαν κάνει σπουδές στο εξωτερικό, στην Ρωσία, στην Οδησσό, στην Αθήνα».

Πηγή: Από το βιβλίο του Χάρη Τσιρκινίδη «Επιτέλους, τους ξεριζώσαμε» και Αλησμόνητες Πατρίδες του Ελληνισμού

ΣΧΟΛΙΑ
Συνεχίζοντας σε αυτό τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση των cookies στη συσκευή σας όπως περιγράφεται στην πολιτική cookies.