Για το χωριό του, το Μετζινγκέρτ της υποδιοίκησης Χορασάν του Καρς στην ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου, μίλησε πριν από αρκετά χρόνια, ο Δημήτριος Αλεξανδρίδης, περιγράφοντας τη διαδρομή που έκανε από εκεί για να φτάσει στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, σε μια κρίσιμη στιγμή της ιστορίας των Καυκασίων μέχρι την έλευσή τους στην Ελλάδα.
Στη μαρτυρία του, που παραμένει καταγεγραμμένη στο Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού (ΙΑΠΕ), αλλά έρχεται και πάλι στο φως, με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από την ίδρυση του Πολιτιστικού Συλλόγου Καυκασίων Καλαμαριάς «Ο Προμηθέας», αναφέρει ότι «το χωριό ήταν στην επιρροή των Ρώσων» και παρουσιάζοντας τι έγινε μετά την Οκτωβριανή επανάσταση λέει: «έφυγαν οι Ρώσοι και μας άφησαν στο έλεος του Θεού.
Ακολούθησαν οι Τούρκοι και κατέλαβαν το χωριό».
«Ύστερα συνεννοήθηκαν τα 72 χωριά του Καυκάσου να φύγουν από την τουρκική επιρροή. Πού να πάνε; Ήρθε αντιπροσωπεία από την Ελλάδα – Ηρακλής Πολεμαρχάκης, αξιωματικός από την Ελλάδα, να μας πάρει στην Ελλάδα.
Και συνεβούλεψε τον κόσμο να πάμε στην Ελλάδα. Και ετοιμαστήκαμε πριν αρχίσουν οι καταστροφές των Τούρκων εναντίον μας. Εγκαταλείψαμε τα πάντα.
Στις 15 Αυγούστου 1920, μέρα της Παναγίας, χωρίς να θερίσουμε ούτε να αλωνίσουμε, φορτώσαμε πράγματα στ’ αμάξια, τα οποία είχαμε και φύγαμε και ήρθαμε μέσα προς την Ρωσία.
Δεκαπέντε μέρες κάναμε για να φτάσουμε από το χωριό στο Αζάκ. Καθίσαμε εκεί από τον Αύγουστο μέχρι τον άλλο Αύγουστο. Ένα χρόνο. Σε σπίτια αλλωνών Ελλήνων.
Μας προετοίμασαν, μπήκαμε στα τρένα κι από ‘κει κατεβήκαμε στην Τιφλίδα, κι απ’ την Τιφλίδα στο Βατούμ.
Περιμέναμε για τρεις μήνες για να ‘ρθει το πλοίο από την Ελλάδα να μας πάρει. Ήρθανε τα πλοία και μας φορτώσανε.
Όλο το χωριό, 600 οικογένειες, οι Έλληνες. Οι Κούρδοι έμειναν στο χωριό και λεηλατούσαν τα σπίτια μας.
Από το Βατούμ, το πλοίο μάς πήγε Θεσσαλονίκη», συνεχίζει η μαρτυρία.
Από την αρχαιότητα η παρουσία του ελληνισμού στην περιοχή
Σύμφωνα με την Ελένη Ιωαννίδου, ιστορικό του ΙΑΠΕ (το οποίο υπάγεται στην Αντιδημαρχία Ανάδειξης της Προσφυγικής Ταυτότητας της Καλαμαριάς), «η παρουσία του ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου, στην Υπερκαυκασία, ξεκινάει ακόμη και από την αρχαιότητα».
Η ίδια εξηγεί, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ότι «ο ελληνικός πληθυσμός εκεί αυξήθηκε κυρίως κατά τον 19ο αιώνα, όταν μεγαλύτεροι πληθυσμοί, κυρίως ποντιακής καταγωγής, είτε για λόγους διώξεων και μέτρων εναντίον τους που υπήρχαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στην περιοχή του Πόντου, είτε για οικονομικούς λόγους, αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στις περιοχές αυτές και να αναπτύξουν εκεί κοινότητες κυρίως στις περιοχές του Καρς και της Τσάλκας αλλά και στα παράλια της Γεωργίας, κυρίως στο Σοχούμι και το Βατούμ».
«Αυτά ήταν τα κύρια κέντρα όπου εγκαταστάθηκαν και από τα οποία ήρθαν στην Ελλάδα στη συνέχεια», προσθέτει.
Τα γεγονότα της περιόδου του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Η κ. Ιωαννίδου σημειώνει ότι την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο πληθυσμός των ποντιακής καταγωγής Ελλήνων που ζούσαν στις περιοχές αυτές ήταν περίπου 200.000 και ότι τότε άρχισαν να συμβαίνουν κάποιες αλλαγές που οδήγησαν σε αυτή τη μετανάστευση.
Συγκεκριμένα, με την Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917, η νέα κυβέρνηση της Ρωσίας αποφάσισε να αποχωρήσει από τον πόλεμο από την πλευρά των δυνάμεων της Αντάντ.
Το 1919, το Καρς που το κατείχε η Ρωσία δόθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με συνέπεια να υπάρχουν επιθέσεις στα ελληνικά χωριά.
Παράλληλα, οι Μπολσεβίκοι που ακόμη προσπαθούσαν να επικρατήσουν στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε μετά τη ρωσική επανάσταση στράφηκαν κατά του συγκεκριμένου πληθυσμού, λόγω της συμμετοχής της Ελλάδας στο εκστρατευτικό σώμα, που πήγε να ενισχύσει τις δυνάμεις κατά της επανάστασης.
Πώς έγινε η μεταφορά του πληθυσμού
Σύμφωνα με την ιστορικό του ΙΑΠΕ, ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος αποφάσισε να βοηθήσει τον ελληνισμό του Καυκάσου να μετοικήσει στην Ελλάδα, ενώ ο συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης ορίστηκε υπεύθυνος για την οργάνωση σχεδίου διάσωσής του.
«Το αρχικό σχέδιο αφορούσε 150.000 Έλληνες ποντιακής καταγωγής από την περιοχή του Καυκάσου. Εν τέλει γύρω στις 52.000 μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα και μάλιστα μαζί με τα κτηνοτροφικά τους ζώα που ήταν 7.500.
Η μεταφορά αυτή δεν έγινε απρόσκοπτα αλλά με πολύ μεγάλες δυσκολίες και πάρα πολύ μεγάλες απώλειες.
Ακριβώς λόγω της έντασης που υπήρχε μεταξύ της κυβέρνησης των Μπολσεβίκων και της ελληνικής κυβέρνησης, υπήρχε δυσκολία να φύγουν τα καράβια που στάλθηκαν από το ελληνικό κράτος στα λιμάνια της Γεωργίας αλλά και του Νοβοροσίσκ που είναι πιο δυτικά και ανήκει στη Ρωσία.
Πηγή: hellasjournal.com