Συγκλόνισε την ελληνόφωνη κοινότητα της ευρύτερης περιοχής της Τραπεζούντας, η είδηση του θανάτου του 67χρονου Γιουσούφ Εζτούρκ, ο οποίος κηδεύτηκε την περασμένη Τρίτη στη γενέτειρά του, το χωριό Φουτσάνη του Πενταχωρίου Σουρμένων.
Ο Γιουσούφ Εζτούρκ, αγαπητός καβαλτζής (έπαιζε φλογέρα) στην περιοχή, ήταν νοσηλευόμενος στην μονάδα εντατικής θεραπείας σε νοσοκομείο της Σαμψούντας, ύστερα από σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα που είχε σημειωθεί στις 11 Νοεμβρίου. Κι ενώ είχε τελειώσει και κατευθυνόταν προς το σπίτι του στα Σούρμενα —από έναν γάμο που είχε πάει να παίξει στη Σαμψούντα—, ένα διερχόμενο όχημα τον παρέσυρε και τον τραυμάτισε σοβαρά.
Ο άτυχος 67χρονος μουσικός υπέκυψε στα τραύματά του, τη Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου, μετά από 29 μέρες νοσηλείας στο νοσοκομείο.
Πολύ αγαπητό πρόσωπο στην τοπική κοινωνία αναφέρει στο ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ.gr ο Μαχμούτ Γκιοκσάλ, φίλος του θύματος. «Στο παρχάρι όλο αυτόν ήξεραν και φωνάζανε στις εκδηλώσεις του» μας λέει, τονίζοντας ότι για πενήντα περίπου χρόνια μεγάλωσαν όλοι με τους ήχους της φλογέρας του στα αυτιά τους.
Η γνωριμία μου με τον θείο Γιουσούφ
Τον περασμένο Αύγουστο επισκέφθηκα την πατρίδα των προγόνων μου για δεύτερη φορά με το ποδήλατο από τις Αχαρνές. Όταν έφτασα στο Κατωχώρι του Όφεως Τραπεζούντας, οι φίλοι που είχα αποκτήσει τα προηγούμενα χρόνια, με προέτρεψαν να επισκεφθώ το παρχάρι Σουλτάν Μουράτ, σε υψόμετρο 2.100 μ., διότι γινόταν ένα μεγάλο πανηγύρι.
Εκεί, μεταξύ άλλων, είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ κι ένα διάσημο καφενείο για τους ντόπιους, αυτό του Γιουσούφ Εζτούρκ. «Εδώ, κάθε βράδυ κάνουμε μουχαπέτια», μου έλεγαν όλοι. Παντού έβλεπες αφίσες και φωτογραφίες από εκδηλώσεις που είχε συμμετάσχει.
Κι αν έξω έκανε κρύο, λόγο υψόμετρου, μέσα στο καφενείο έκανε ζέστη μόνο που άκουγες ολουνούς να εκφράζονται με τη μητρική τους γλώσσα, την ποντιακή διάλεκτο. Ναι! Αυτό ήταν το μέσω επικοινωνίας μας, η μητρική γλώσσα γι’ αυτούς και η «σπάνια» δική μου.
Μπαίνοντας μέσα, ο θείος Γιουσούφ έπαιζε ήδη με το καβάλι του πλαισιωμένος από κόσμο. Τόσα όμορφα είχα ακούσει γι’ αυτό τον άνθρωπο. Με έπιανε και μένα δέος, ακούγοντας όλα αυτά τα όμορφα πράγματα γι’ αυτόν. Μέχρι που οι ντόπιοι φίλοι μου με προέτρεψαν να παίξω αγγείο (τουλούμ’). Ο θείος σταμάτησε να παίζει φλογέρα και με προέτρεψε κι αυτός.
Ο ενθουσιασμός του και μόνο, αλλά και όλων όσων ήταν εκεί, να απαθανατίσουν τις στιγμές με τα κινητά, για έναν «δικό τους μακρινό» συγγενή, ενώ ετσούμιζα το τουλούμ’ η καρδία μ’ απές ατέ πα ετσούμιζεν ας σα συναισθήματα. Τι όμορφες και μοναδικές ζούσα πάλι…. Η τιμή δε να χορέψει την ώρα που έπαιζα ακόμα μεγαλύτερη.
Τα κεράσματά του… το τσάι… Ούτε εγώ δε θυμάμαι πόσα ποτήρια κεράστηκα.
Τώρα όμως θα πιω ένα από το σπίτι μου, στη μνήμη του.
Είθε ο Θεόν ν’ αναπαύ’ την ψή σ’ θείο Γιουσούφ…
Βασίλης Καρυοφυλλίδης