ΠΟΝΤΟΣ
ΕΝΔ
ΥΜΑ
ΣΙΑ
Η ποντιακή ενδυμασία στις αρχές του 19ου αι. χωρίζεται στην αστική και στην καθημερινή, σε αυτήν δηλαδή που φορούσαν οι κάτοικοι των αστικών κέντρων αλλά και αυτή του ορεινού όγκου. Τα ζίπκας και τα ζουπούνας ήταν τα πιο διαδεδομένα και τα φορούσε όλος ο ανατολικός και δυτικός Πόντος.
Τα κύρια στοιχεία που χώριζαν την φορεσιά σε κατηγορίες ήταν το ύφασμα, το πατρόν, η ραφή και το απλικάζ (κέντημα-σχέδιο). Στην επιλογή των υφασμάτων χρησιμοποιούσαν έντονα και φανταχτερά υφάσματα για τις νεαρές κοπέλες και σκουρόχρωμα για τις μεγαλύτερες ηλικίες. Οι άντρες προτιμούσαν τις γήινες αποχρώσεις.
Ενώ οι άντρες, κυρίως στα αστικά κέντρα, λόγω των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους καθώς και της ανάμειξής τους στα κοινά, αφομοιώνουν το ευρωπαϊκό κουστούμι, οι γυναίκες αντιστέκονται και κρατούν την παράδοση της τοπικής ενδυμασίας σε μεγαλύτερο ποσοστό.
• Με πληροφορίες από το βιβλίο Συμβολή στην έρευνα των χορών του Πόντου, του Νίκου Ζουρνατζίδη, εκδ. «Ψωμιάδειον» Πολιτιστικό Κέντρο Ποντιακού Ελληνισμού.
Ζίπκα
Γύρω στο 1910, οι πιο πολλοί άνδρες στον Πόντο, ειδικά στα παράλια και τα μεγάλα αστικά κέντρα, έχουν ήδη υιοθετήσει το ευρωπαϊκό κοστούμι τμηματικά και συνολικά. Στα χωριά αλλά και οι ηλικιωμένοι των πόλεων διατηρούν την παραδοσιακή γιορτινή αμφίεση.
Ζίπκα ονομάζεται το σύνολο της ανδρικής ποντιακής φορεσιάς. Είναι μια ενδυμασία που φορούσαν Αρμένιοι, Τούρκοι (Τσέτες), Γεωργιανοί, Λαζοί κά λαοί και την υιοθέτησαν και οι Έλληνες του Πόντου, λίγο πριν από το 1900· αγαπητή κυρίως στους ένοπλους, διότι τους έδινε μεγαλύτερη άνεση στην κίνηση, ενώ συναντάται σε ολόκληρο τον Πόντο σε διάφορες παραλλαγές. Είναι ενδεχόμενα σύνθετη λέξη, από την ξενική ζιπ (παντελόνι) και την ελληνική κα (κάτω) που θέλει να προσδιορίσει το «παντελόνι που φτάνει μέχρι κάτω».
Η ζίπκα (ή ζίβρα ή ζίφκα): Βράκα, φαρδιά στη μέση με πολλές πτυχές μπροστά και πίσω που στένευε βαθμιαία από τα γόνατα και κάτω μέχρι τον αστράγαλο. Κατασκευαζόταν από εγχώριο μαύρο μάλλινο ύφασμα, τσόχα, ή από καστόρι ή λίπισκαν ή αγγλικό σάλι σε χρώμα καφέ ή ανοιχτό κόκκινο, την οποίαν ονόμαζαν ζαγκαρλίν και την φορούσαν οι νεόνυμφοι. Τα χρώματα που χρησιμοποιούσαν ήταν διάφορα: Μαύρο για τους ένοπλους, μπλε σκούρο ή ραφ για τους νέους, γκρι, σκούρο καφέ, καμηλό και κυπαρισσί για τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Οι άνδρες πέρα από τη ζίπκα φορούσαν την καραβόνα (ή καραβάνα), το ποτούρ’, το τσαγτσίρ’ και το ισρούπασι.
Πασλίκ’ (ή πασλούκ’ ή κουκούλα): Κάλλυμα κεφαλής από λεπτό μαύρο σάλι ή τσόχα με δύο λωρίδες μακριές από το ίδιο ύφασμα, που στα τελειώματα αλλά και στο μέρος του κεφαλιού, μπρος και πίσω, είχαν σιρίτια χρυσοκέντητα ή γαϊτάνια ή τριχύλλια και στα δυο άκρα, κροσσούς από χρυσόνημα οι οποίοι κρέμονταν στην κορυφή του καλλύματος και φόδρα από ατλάζι. Άλλα καλλύματα κεφαλής ήταν το φέσ’ (ή φέζ’ ή φάσ’ ή παπάχι), η κετσέ (ή κιατσά), το καλπάκ’, το παπάκ’ (ή παπάγ’).
Σώβρακον (ή ίστονιν): Ανδρικό εσώρουχο κατασκευασμένο από χασέ ύφασμα, λινό ή δίμιτο, όπως το καμίσ’ που έφτανε από τη μέση μέχρι και τον αστράγαλο.
Καμίσ’: Πουκάμισο από άσπρο πανί χασέ, λινό ή και δίμιτο. Είχε στενό γιακά και μακριά μανίκια συνήθως χωρίς κουμπιά. Τα μαλάζ καμίσια, δηλαδή τα μεταξωτά αλλά και τα κεναρλία, δηλαδή τα λινομέταξα που είχαν μεταξωτό ύφασμα στα τελειώματα, τα φορούσαν οι νιόγαμπροι.
Γελέκ’ (ή τζαμαντάν): Αμάνικο ένδυμα, με φόδρα, μέχρι τη μέση, σταυρωτό ή σχιστό μπροστά, το οποίο φορούσαν πάνω από το πουκάμισο. Κατασκευάζονταν από λευκό βαμβακερό ύφασμα ή από τσόχα, ή λινό, ή γκεζίν.
Καπακλίν (ή ζιπούνα ή ζουπούνα ή ισλούκ’): Σταυρωτό ένδυμα με μανίκια που έφθανε μέχρι τη μέση, όπως το γελέκ’, και φοριόταν πάνω από το πουκάμισο. Ήταν κεντημένο και κατασκευαζόταν από λινό ύφασμα, πασμάν ή καστόρι.
Ζωνάρ’: Ύφασμα μήκους 3-4 μέτρων και πλάτος 40 εκατοστά, με το οποίο τυλίγονταν στη μέση. Οι εύποροι χρησιμοποιούσαν περσικό σάλι σε διάφορα χρώματα και η μη εύποροι εγχώριο μάλλινο λευκό ύφασμα, απλό ή με ραβδώσεις. Οι νέοι χρησιμοποιούσαν διάφορα χρώματα σε βαμβακερά υφάσματα. Επίσης φορούσαν μεταξωτό ζωνάρι, το λεγόμενο τραπολόζ’ (ή ταραπολόζ’ ή ταραπουλούζ’), το οποίο είχε πυκνές οριζόντιες μεταξωτές ραβδώσεις, χρωματιστές, οριζόντιες και κάθετες με κουρσία (φούντες) στα άκρα.
Σελαχλίκ’: Είδος φαρδιάς ζώνης από μαύρο δέρμα που φορούσαν στη μέση, πάνω από τη ζίπκα και κάτω από το ζωνάρ’ (ή το τραπολόζ’). Σε αυτό τοποθετούσαν οι αρματωμένοι την κάμα (είδος σπαθιού), το πιστόφ’ ή την ντάμπατζαν (είδη πιστολιού), ματαράν (μπαρουτοθήκη), την καπνοσακούλα, καθώς και διάφορα άλλα εξαρτήματα.
Κοσμήματα: Τα κοσμήματα που συνήθιζαν οι άντρες να φορούν ήταν το χαμαΐλ’ (ασημένιο φυλαχτό σε σχήμα τριγώνου), η ώρα (ασημένιο ή χρυσό ρολόι στο οποίο είχε πάνω στην πλάκα αραβικούς αριθμούς, και το οποίο κρέμονταν με κορδόνι ή ασημένια ή χρυσή αλυσίδα από το λαιμό πάνω στο στήθος και έμπαινε μέσα στην τσέπη του γιλέκου ή του ισλίκ’ ή στο πάνω μέρος της ζώνης), το εγκόλπιο (κόσμημα σε τετράγωνο σήμα, από ασήμι, το οποίο είχε χαραγμένο διάφορους αγίους όπως τον Άγιο Γεώργιο, τον Άγιο Δημήτριο ή την Παναγία και στο εσωτερικό του ήταν τοποθετημένο το φυλαχτό, και κρεμόταν από αλυσίδες στο ύψος του θώρακα αυτουνού που το φορούσε) και διάφορα κιοστέκια (αλυσίδες).
Μέστια: Περικνημήδες από λεπτό δέρμα, σε μαύρο χρώμα, το οποίο τα φορούσαν πάνω από τα τσάπουλας.
Τσάπουλας: Παπούτσια χωρίς τακούνι, ελαφρώς ρηχά, μακρόστενα και με την άκρη μπροστά, γυρισμένη προς τα πάνω. Φορούσαν επίσης τα τσαρούχια, τα τζαγγία, τα καλόσια (ή καλότσια), τα λαμψία, τα γεμενία, κά.
Ζιπούνα ή ζουπούνα ή εντερή
Παρόλο που η αντρική παραδοσιακή φορεσιά αντικαταστάθηκε πιο γρήγορα με τον δυτικό τρόπο ένδυσης, γύρω στο 1910, δεν έγινε το ίδιο και με τη γυναικεία φορεσιά, η οποία επεκράτησε κάποια χρόνια παραπάνω.
Ζιπούνα ονομάζεται το σύνολο της γυναικείας ποντιακής φορεσιάς. Είναι μια ενδυμασία που έχει στοιχεία από το βυζαντινό κοστούμι και στο δυτικό Πόντο λεγόταν έντερο ή εντερή. Οι διαφοροποιήσεις με τις οποίες τη συναντάμε οφείλονταν στις κλιματολογικές συνθήκες αλλά και στην κοινωνική θέση της κάθε γυναίκας. Η ηλικία έπαιζε σημαντικό ρόλο στην επιλογή των υφασμάτων και των χρωμάτων.
Ζιπούνα: Είδος χιτώνα που έφθανε μέχρι τον αστράγαλο με στενό γιακά. Είχε μανίκια σχιστά στα άκρα, τα οποία ήταν γυρισμένα προς τα πάνω ή κουμπώνονταν με κουμπιά μεταξωτά ή ασημένια, και στο εσωτερικό μέρος είχε φόδρα από βαμβακερό πανί ή σατέν. Φτιαχνόταν συνήθως από μάλλινο ύφασμα, φανέλα ή βαμβακερό πασμάν ή μεταξωτό έντονου χρώματος όπως τσιαμφιάζ, ατλάζ’, μουαρέ, κουτνίν, γκεζίν ή κεζίν, ή και χρυσοκέντητο σεϊβάν. Μεταξωτή ή χρυσοκέντητη ζιπούνα φορούσαν κυρίως οι νεόνυμφες.
Καμίσ’: Πουκάμισο με μακριά και φαρδιά μανίκια και στενό γιακά, όπως το ανδρικό, αλλά ευρύχωρο μπροστά στο στήθος και σχιστό μπροστά στη μέση από το λαιμό μέχρι και τον ομφαλό. Κατασκευαζόταν από άσπρο λεπτό ύφασμα δίμιτο ή λινό ή χασέ ή λινομέταξο ή και ολομέταξο.
Στηθοπάν’ (ή επανωκάμισον ή γιαχαλούχ’): Λεπτό πανί λευκού χρώματος βαμβακερό ή μεταξωτό, το οποίο φορούσαν πάνω από το πουκάμισο και κάτω από τι ζιπούνα για να συγκρατεί το στήθος.
Σπαρέλ’ ή σπαλέρ’: Επιστήθιο ένδυμα από μονόχρωμο ριγωτό ύφασμα, μεταξωτό ή βελούδο φοδραρισμένο με κάποτο ή χασέ και έχει κέντημα γύρω από τον λαιμό. Κάλυπτε μόνο το στήθος από το λαιμό μέχρι τη μέση και στο κάτω μέρος είχε τα σπαλεροδέμια (κορδόνια).
Βρακίν (ή αντζοφόρ’ ή λώμαν): Είδος παντελονιού· ήταν το γυναικείο εσώρουχο, κοντύτερο και στενότερο του ανδρικού. Δενόταν μπροστά με το βρακοζών’ και κατασκευαζόταν από άσπρο λινό ή χασέ και από πασμάν ύφασμα.
Σαλβάρ’ ή σαρβάλ’: Ένδυμα που φοριόταν πάνω από το βρακίν και έφθανε λίγο πιο πάνω από τον αστράγαλο. Ήταν πολύ φαρδύ, είχε το ίδιο πλάτος από το πάνω μέρος έως και το κάτω όπου είχε δύο ποδωνάρια (βρακοπόδια). Κατασκευαζόταν από ύφασμα 7-8 πήχεων έντονου χρώματος, μάλλινο ή φανέλα ή βαμβακερό ή πασμάν ή μερινός ή μεταξωτό ή τζιαμφιάζ’ ή και χρυσοκέντητο, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση και την ηλικία.
Κοντέσ’ (ή σαλταμάρκα ή σάλτα ή κοντογούν’ ή καπότα ή πόλκα): Κοντό πανωφόρι μέχρι τη μέση, το οποίο φορούσαν πάνω από τη ζιπούνα. Κατασκευαζόταν συνήθως από τσόχα ή και από βελούδο (κατιφές ή χατιφέ ή ζατιφιά), είχε εσωτερικά φόδρα, στενό γιακά και μακριά μανίκια.
Λαχώρ’ (ή ζωνάρ’): Πολύχρωμο τετράγωνο λεπτό μάλλινο ύφασμα, που διπλωνόταν τριγωνικά και δενόταν με δύο δέματα στη μέση της γυναίκας. Στα δύο άκρα που σχημάτιζαν γωνία είχε κουρσία (κρόσια). Επίσης, το ταραπολόζ’ (ή ταραπουλούζ’ ή τραπολόζ’ ή τραπολόζι(ν) που ήταν από μεταξωτό ύφασμα.
Φοτά: Είδος ποδιάς από τετράγωνο ύφασμα βαμβακερό ή μεταξωτό με πλατιές ραβδώσεις κάθετε ή οριζόντιες. Φοριόταν στη μέση, πάνω από τη ζιπούνα και το λαχώρ’ και δενόταν πίσω από τα δύο πάνω άκρα. Επίσης, φορούσαν το πισταμπάλ‘ (ή την εμποδέα), κατασκευασμένο από λεπτό, μάλλινο εγχώριο ύφασμα σε σκούρο βυσσινί, μαύρο ή γαλάζιο χρώμα ή και από καλή αγγλική τσόχα σε ανοικτό βυσσινί, καθώς και την κοκνέτσα, ένα τετράπλευρο μάλλινο λευκό ύφασμα, το οποίο έβαφαν σε σκούρο κεραμιδί. Ποδιές φορούσαν οι γυναίκες μετά το γάμο και την απόκτηση παιδιών.
Τάπλα (ή τεπελίκ’ ή τεπελίκι ή κουρσίν): Στρογγυλό δισκοειδές κάλλυμα κεφαλής, κατασκευασμένο από φέσι, το οποίο είχε ραμμένο στην εσωτερική πλευρά λεπτό στρογγυλό έλασμα ασημένιο ή επίχρυσο και ήταν διακοσμημένο με τουρκικά φλουριά. Πάνω από το κάλυμμα κεφαλής φορούσαν συνήθως μαντίλι, το τσίτ’ οι νεαρές κοπέλες και το λετζέκ’ οι ηλικιωμένες. Τάπλα μπορούσαν να φορέσουν οι γυναίκες από τα 16 τους χρόνια. Νωρίτερα από αυτή την ηλικία, σε κάποιες περιοχές, κάλυπταν τα μαλλιά τους με λευκό λεπτό μαντίλι, το ντουλμπάνι ή με άσπρη ή κίτρινη μαντίλα, το γιαζμάν.
Κουντούρας: Υποδήματα με τακούνι από ευρωπαϊκό δέρμα ή εγχώριο στο κάτω μέρος και αδιάβροχο ευρωπαϊκό στο πάνω μέρος, μαύρου χρώματος. Επίσης φορούσαν τσαρούχια, τζαγγία, ποτίνια, καλόσια (ή καλότσια), μέστια, ποστάλια, ναλία. Κόκκινο χρώμα είχαν τα νυφιάτικα παπούτσια που χάριζε ο γαμπρός στη νύφη. Στα πόδια φορούσαν μάλλινα ορτάρια και κάλτζαι ενώ στα χέρια χερότια, γάντια πλεχτά άσπρα ή χρωματιστά.
Κοσμήματα: Τα κοσμήματα που συνήθιζαν να φορούσαν οι γυναίνες ήταν το χιλάλ’ (πλεκτή κορδέλα από χρυσό νήμα το οποίο είχε πάνω σειρά φλουριών), το ζιντζίρ’ (σειρά από χρυσά ή επίχρυσα φλουριά τα οποία ήταν κρεμασμένα σε λεπτές αλυσίδες και τα φορούσαν απλωμένα στο στήθος), τα σκουλαρίκια, το γκερντανλούκ’ ή γκερντανλίκ’ ή γκερνταλούγ’ (περιδέραιο με φλουριά, χάντρες και νομίσματα ασημένια ή χρυσά στην περίμετρο), το κουστίν (σειρά φλουριών τα οποία ήταν τρυπημένα και ραμμένα το ένα μετά το άλλο), η μπογαζσκιστή (χρυσό κόσμημα ή ασημένιο για το λαιμό που έκλεινε μπροστά με το μονόγραμμα της γυναίκας που το φορούσε), τα βραχάλια (βραχιόλια, κρίκοι ασημένιοι ή χρυσοί ή πλεκτοί από λεπτές ασημένιες αλυσίδες, επίχρυσες ή και χρυσές), η καρδίτσα (χρυσό στρογγυλό κόσμημα σε σχήμα καρδιάς με κορδόνι μεταξωτό ή χρυσή αλυσίδα), το σταυρόν (ασημένιος ή χρυσός σταυρός με ασημένια ή χρυσή αλυσίδα), η ώρα (χρυσό ή επίχρυσο ρολόι με λεπτό μαύρο μεταξωτό κορδόνι ή αλυσίδα χρυσή ή επίχρυση), το κιοστέκ’ (αλυσίδα), το κοχλίδ’ (χρυσή ή ασημένια αλυσίδα σε σχήμα κομπολογιού, η οποία τυλιγόταν στο λαιμό), τα δαχτυλίδια, τα τσαγκάλια (ασημένιο κόσμημα αποτελούμενο από δυο κομμάτια με το ένα να μπαίνει μέσα στο άλλο και να συγκρατείται από γάντζο ή πόρπη), τα τετίκια (κόσμημα από επτά ασημένιες αλυσίδες που διακοσμούσαν τις πλεξούδες), το τσάφ’ (διπλή σειρά από ασημένιες αλυσίδες), το τουλπίρ’ (είδος ασημένιας αλυσίδας με πόρπη κάτω από το ασημένιο στρογγυλό διάκοσμο από τον οποίον κρεμόταν μικρές αλυσίδες και καρφωνόταν πάνω από τα καλλύματα κεφαλής), τα μαλλοδέματα (μεταξωτά γαϊτάνια και αργότερα ασημένιες αλυσίδες οι οποίες είχαν πάνω διάφορα ασημένια διακοσμητικά, για τα μαλλιά), τα σαμσιάδας (μικρές ασημένιες αλυσίδες πάνω στις οποίες έβαζαν ασημένια νομίσματα και ‘ματοζίνιχα) και τα ματοζίνιχα (μεταλλικά στρογγυλά διακοσμητικά κρεμασμένα σε λεπτές αλυσίδες με έναν κρίκο μεταλλικό, που έμπαινε στα μαλλιά και απλωνόταν στο μέτωπο).