Τα Χριστούγεννα στον Πόντο γιορτάζονταν με μεγάλη ευλάβεια. Οι κάτοικοι τηρούσαν όλα τα έθιμα και τις παραδόσεις της συγκεκριμένης περιόδου με σεβασμό και προσπαθούσαν να τα μεταλαμπαδεύσουν και στους νεότερους. Ανάμεσα στα έθιμα που τηρούσαν ήταν και αυτό των Μωμόγερων, το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί και ως λαϊκό δρώμενο και το οποίο πραγματοποιούνταν την περίοδο του Δωδεκαημέρου που διαρκούσε από την παραμονή των Χριστουγέννων έως των Φώτων. Οι ρίζες του εθίμου βρίσκοναι στην προ χριστιανική περίοδο, αλλά οι Πόντιοι του έδωσαν αργότερα χριστιανικό χαρακτήρα. Η ονομασία του συγκεκριμένου δρώμενου προέρχεται από τις λέξεις «μίμος» και «γέρος». Άλλοι θεωρούν πως προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό θεό, Μώμο, ο οποίος ήταν θεός της χλεύης, της ειρωνείας και του σαρκασμού και είχε άμεση σχέση με τις γιορτές που ήταν αφιερωμένες στον Θεό Διόνυσο και στις οποίες οι συμμετέχοντες ήταν μεταμφιεσμένοι και φορούσαν μάσκες.
Κεντρικό πρόσωπο του εθίμου ήταν η νύφη, η οποία αντιπροσώπευε τη βλάστηση και τη γονιμότητα της γης. Επίσης κεντρικά προσωπικά ήταν ο γέρον και ο νέος, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του δρώμενου συγκρούονταν, καθώς διεκδικούσαν και οι δυο τη νύφη. Από τη σύγκρουση αυτή νικητής αναδεικνύονταν ο νέος, με τη νίκη αυτή να συμβολίζει την αντικατάσταση του παλιού χρόνου με τον νέο.
Σκοπός του συγκεκριμένου δρώμενου είναι η σάτιρα, αλλά υπήρχαν και περιπτώσεις όπου ήταν πιο σοβαρές, καθώς είχαν σκοπό να δώσουν κάποιο κοινωνικό μήνυμα. Στο έθιμο των Μωμόγερων συμμετείχαν μόνο άνδρες. Εκτός από τη νύφη, το γέρο και τον νέο, υπήρχαν 11 χορευτές, οι οποίοι επιδίδονται σε χορευτικές κινήσεις έπειτα από παράγγελμα που παίρνουν από τον αρχηγό τους.
Η ενδυμασία των Μωμόγερων αποτελούνταν από περικεφαλαία, γιλέκο, φουστανέλα, βράκα, ζώνη, φούντες και ξύλο. Τα χρώματα που επικρατούσαν στη στολή τους ήταν το μπλε και το άσπρο, τα οποία συμβολίζουν την ελληνική σημαία, καθώς και το πράσινο και το κόκκινο για να ξεγελούν τους Τούρκους. Στην περικεφαλαία τους υπήρχαν κορδέλες, κουμπιά και καθρεφτάκια.
Τους Μωμόγερους τους συνόδευαν οργανοπαίκτες, καθώς η μουσική και ο χορός ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της παράστασής του, η οποία δινόταν σε αυλές σπιτιών, διασταυρώσεις δρόμων, καθώς και σε πλατείες. Μετά από κάθε παράσταση ακολουθούσε γλέντι.
Να σημειωθεί ότι για τη διατήρηση του συγκεκριμένου εθίμου και στον Ελλαδικό χώρο σημαντικό ρόλο έπαιξε ο Νικόλαος Ταπαντζίδης, ο οποίος και δημιούργησε ομάδα Μωμόγερων στα Κομνηνά Εορδαίας, όταν αναγκάστηκε, μετά τις βιαιοπραγίες των Τούρκων, να εγκαταλείψει τον Πόντο και να μεταβεί στην μητροπολιτική Ελλάδα.
Τέλος, να αναφέρουμε ότι στα τέλη του 2016 η Διακυβερνητική Επιτροπή της Σύμβασης για την Διαφύλαξη της ‘Αϋλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, ενέκρινε την πρόταση του υπουργείου Πολιτισμού και ενέγραψε το έθιμο των Μωμόγερων στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της ‘Αυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας (Ουνέσκο).