Η περίοδος των αποκριών ξεκινά τρεις εβδομάδες πριν την Καθαρά Δευτέρα. Οι μέρες αυτές προδιαθέτουν τον κόσμο να γλεντήσει, να μασκαρευτεί και γενικά να έχει μια πιο χαλαρή διάθεση. Έτσι γίνονταν και στον Πόντο τα εμπονέστα (αποκριά, από τη λέξη «απονήστια»). Οι κάτοικοι ήταν πιο ευδιάθετοι, γλεντούσαν και μεταμφιέζονταν. Φυσικά δεν έλειπαν τα πειράγματα, ο χορός και τα τραγούδια.
Συνήθως, τα παιδιά και γενικότερα τα πιο νεαρά άτομα, ντύνονταν το τελευταίο Σαββατοκύριακο της αποκριάς με στολές που αποτελούνταν από παλιά ρούχα των γιαγιάδων και των παππούδων τους, τα οποία, μάλιστα, τα φορούσαν ανάποδα. Επίσης, κάλυπταν το πρόσωπό τους με ένα τσεμπέρι. Ντυμένοι έτσι, κρατώντας μια κουδούνα και συνοδευόμενοι από λυράρη, πήγαιναν στα σπίτια της γειτονιάς τους χορεύοντας και τραγουδώντας. Φεύγοντας, οι νοικοκυραίοι τους έδιναν καραμέλες. Όταν γυρνούσαν στο σπίτι, μετά την περιπλάνησή τους, πήγαιναν στο παππού και τη γιαγιά τους, όπου ζητούσαν συγχώρευση, καθώς την επομένη ξεκινούσε η νηστεία του Πάσχα.
Επίσης, την περίδο των αποκριών, οι Πόντιοι έκαναν πλουσοπάροχα τραπέζια, ιδιαιτέρως τη τελευταία Κυριακή της αποκριάς. Τα περισσεύματα των φαγητών από αυτά τα τραπέζια τα έδιναν στις φτωχές Τουρκάλες, οι οποίες τριγυρνούσαν στις ελληνικές γειτονιές, ρωτώντας τις νοικοκυρές, «κόγκσου, αρτούχ’ μαρτούχ γιόκμου;», δηλαδή «γειτόνισσα, περισσεύματα, ξεπερισσεύματα δεν έχει;». Οι Πόντιες τις έδιναν ό,τι είχαν, σχολιάζοντας, «οσήμερον οι τουρξάδες ‘α έχ’νε μπαιράμ», δηλαδή, « σήμερα οι Τουρκάλες θα έχουν Πάσχα».
Επιπλέον, την τελευταία Κυριακή της αποκριάς, μια μέρα δηλαδή πριν από την Καθαρά Δευτέρα, το τελευταίο μη αρτήσιμο φαγητό που έτρωγαν ήταν ένα αυγό. Τρώγοντάς το έλεγαν, «με τ’ ωβόν εβούλωσά το, με τ’ ωβόν θ’ ανοίγ’ ατό», δηλαδή «με αυτό το αυγό σφαγίζω το στόμα μου και με το αυγό θα το ανοίξω».
Η περίοδος της νηστείας και ιδιαιτέρως του Πάσχα, ήταν πολύ σημαντική για τους Πόντιους και τη τηρούσαν με ευλάβεια μικροί και μεγάλοι.