Ο κουκαράς ήταν μια επινόηση των Ποντίων μαμάδων με σκοπό να φοβήσουν τα παιδιά την περίοδο της Σαρακοστής. Έτσι, προκειμένου να τα αποτρέψουν από οποιαδήποτε ατασταλία, δημιούργησαν αυτό το ιδιότυπο σκιάχτρο, το οποίο τα τρόμαζε και τα έκανε να μην υποκύπτουν σε τυχόν παρασπονδίες την περίοδο της νηστείας.
Ο κουκαράς δημιουργούνταν από πατάτα ή κρεμμύδι, το οποίο το ζωγράφιζαν και του κάρφωναν εφτά φτερά, όσες, δηλαδή, και οι εβδομάδες της νηστείας. Το κρεμούσαν στο ταβάνι το βράδυ της τελευταίας Κυριακής της αποκρίας ή τα ξημερώματα της Καθαράς Δευτέρας, με σκοπό το πρωί, όταν ξυπνούσαν τα παιδιά, να τον δουν και να φοβηθούν. Οι μητέρες, οι οποίες χωρίς να γίνουν αντιληπτές από τα παιδιά τον κουνούσαν προκειμένου να φαίνεται πιο τρομακτικός, τους έλεγαν πως αν υποκύψουν σε γευστικούς πειρασμούς, ο κουκαράς θα τους φάει για να τους τιμωρήσει.
Με το τέλος της κάθε εβδομάδας, αφαιρούσαν και από ένα φτερό, ώστε το Μεγάλο Σάββατο να μην έχει απομείνει κανένα, κάτι που σηματοδοτούσε, εκτός από το τέλος της νηστείας και την εξαφάνισή του.
Το ρητό που υπήρχε για τον κουκαρά ήταν, «Ρίζα μ’, ωρία παίρετεν τυρίν για βούτερον και τρώτεν, αμάν θα χολιάσκεται και θα σείεται ο κουκαράς».