Το σουμάδεμαν ή αλλιώς ο αρραβώνας, είχε τους δικούς του κανόνες και τα δικά του έθιμα στον Πόντο. Οι γονείς των αγοριών ήταν αυτοί οι οποίοι αποφάσιζαν με ποιά κοπέλα θα στεφανωθεί ο γιος τους. Μπορούσε το αγόρι να πει τη γνώμη του σχετικά με το ποια κοπέλα ήθελε να παντρευτεί, ωστόσο την τελική απόφαση την έπαιρναν οι γονείς του και κυρίως ο πατέρας του.
Όταν, λοιπόν, οι γονείς του γαμπρού αποφάσιζαν ποια κοπέλα ήθελαν για νύφη, έστελναν στο σπίτι της κάποιον φίλο ή συγγενικό πρόσωπο, προκειμένου να μιλήσει με τους γονείς της. Αν ο μέλλον γαμπρός καταγόταν από εύπορη ή γενικά από μια καλή οικογένεια, τότε υποδέχονταν τον διαμεσολαβητή θερμά, ενώ αν ήταν ταπεινής καταγωγής η υποδοχή ήταν ψυχρή και η απάντηση αρνητική. Όταν ο διαμεσολαβητής έπαιρνε θετική απάντηση, ενημέρωνε τους γονείς του αγοριού και τότε εκείνοι, αφού είχαν συνεννοηθεί με τους γονείς της μέλλουσας νύφης τους, πήγαιναν, συνοδεία παραδοσιακών οργάνων, στο σπίτι της για τους επισήμους αρραβώνες.
Στην αρχή, μόλις έμπαιναν στο σπίτι και δέχονταν το καλωσόρισμα, οι συγγενείς της νύφης τους πρόσφεραν κεράσματα, μεταξύ των οποίων και το παραδοσιακό ρόφημα των αρραβώνων, τη σουμάδα. Έπειτα, οι οικογένειες μιλούσαν σχετικά με το γάμο και την προίκα και αφού τα τακτοποιούσαν όλα προχωρούσαν στην ανταλλαγή των δαχτυλιδιών, το λεγόμενο πρωτοβάλεμαν. Τα δαχτυλίδια ήταν πάντα χρυσά και ανταλλάσσονταν υποχρεωτικά με την παρουσία παπά, ο οποίος προηγουμένως τα ευλογούσε. Συνήθιζαν να λένε «χωρίς παπάν σουμάδ’ κι έτον». Αυτός που έβαζε τα δαχτυλίδια στο ζευγάρι ήταν υποχρεωμένος να τους στεφανώσει κιόλας.
Το ίδιο βράδυ όριζαν οι οικογένειες και την ημερομηνία γάμου, η οποία ήταν συνήθως σύντομη. Από την ημέρα του αρραβώνα μέχρι και το γάμο, το ζευγάρι απαγορεύονταν να συναντηθεί. Αφού ο μελλοντικός κουμπάρος έβαζε τα δαχτυλίδια, οι συγγενείς του γαμπρού έδιναν δώρα στη νύφη, τα οποία αποτελούνταν κυρίως από φλουριά και κοσμήματα όπως σταυρός.
Στη συνέχεια ακολουθούσε φαγητό και γλέντι με πολύ χορό και τραγούδι. Επίσης, κατά τη διάρκεια των αρραβώνων, οι συγγενείς του γαμπρού πρόσφεραν στους συγγενείς της νύφης σουμαδόψωμο (ψωμί ζυμωμένο αποκλειστικά για τη συγκεκριμένη μέρα).
Σε περίπτωση που ο αρραβώνας διαλυόταν, πράγμα σπάνιο, συνήθιζαν να λένε «Έκλωσαν τη σουμάδα». Αν τη διάλυση ζητούσε ο γαμπρός, η νύφη δεν ήταν υποχρεωμένη να επιστρέψει τα δώρα, ενώ αν τη ζητούσε η ίδια, τότε έπρεπε οπωσδήποτε να επιστρέψει όλα τα δώρα που έλαβε από τους συγγενείς του γαμπρού την ημέρα του αρραβώνα.