Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν στο μάτιασμα, στην κακή ενέργεια, δηλαδή, που ένα άτομο μπορεί να μεταδόσει σε κάποιον άλλο. Το λεγόμενο «μάτι», λοιπόν, δεν είναι κάτι στο οποίο πιστεύουν οι άνθρωποι τα τελευταία χρόνια, αλλά κάτι το οποίο υφίσταται από τα αρχαία χρόνια.
Στο μάτιασμα, λοιπόν, πίστευαν —και εξακολουθούν να πιστεύουν— και οι Πόντιοι. Θεωρούσαν πως μεγαλύτερη δυνατότητα να ματιάζουν είχαν αυτοί που είχαν γαλανά μάτια, όσοι είχαν βυζάξει για δεύτερη φορά (αφού είχαν σταματήσει, ξεκινούσαν πάλι να βυζαίνουν), καθώς επίσης οι κακεντρεχείς και αυτοί που είχαν ζήλια μέσα τους. Συνήθως ματιάζονταν τα παιδιά, όσοι είχαν αξιοζήλευτες αρετές και όσοι θεωρούνταν όμορφοι.
Για όσους μάτιαζαν συνήθιζαν να λένε «Λιθάρε σπάν με τ’ ομάτετ», ενώ για όσους ματιάζονταν έλεγαν, «τ’ άστρον ατ’ χαμελόν έν καί ομματέσκεται πολλά». Επίσης, όσοι ματιάζονταν εύκολα, κουβαλούσαν πάνω τους φυλαχτά, κάποιο εικόνισμα, συνήθως του Αγίου Γεωργίου, μπλε χάντρες και σκόρδα.
Τα συμπτώματα όσων ματιάζονταν ήταν πυρετός, πονοκέφαλος, ξαφνικές αδιαθεσίες, ακόμη και εμετός. Για να διώξουν τα συγκεκριμένα συμπτώματα και να βγάλουν το κακό μάτι από πάνω τους, θα έπρεπε κάποιος να τους διαβάσει κάποιες συγκεκριμένες ευχές, να τους θυμιάσει, να τους διαβάσει το πάτερ ημών, καθώς κι άλλες ευχές και ξόρκια. Επιπλέον, ένας ακόμα τρόπος για να διώξουν το μάτι ήταν να βάλουν σε μια χαρτοπετσέτα λίγο αλάτι και να το γυρίσουν τρεις φορές γύρω από το κεφάλι του ματιασμένου και στη συνέχεια να το ρίξουν σε νερό λέγοντας «Άμον ντο λύεται τό άλας, να λύεται και τό οματίαγμαν», δηλαδή, «όπως λιώνει το αλάτι, να λιώσει και το μάτιασμα». Κατά τη διάρκεια του ξεματιάσματος, αυτός που ξεμάτιαζε, αλλά κι αυτός που είχε το μάτι, χασμουριότανε και δάκρυζε.
Συνήθως αυτές που ξεμάτιαζαν ήταν οι γυναίκες της οικογένειας και φυσικά ο παπάς της ενορίας. Πολλές φορές, αυτοί που γνώριζαν να ξεματιάζουν, δεν έλεγαν εύκολα τα λόγια που χρησιμοποιούσαν για να διώξουν το μάτι σε άλλους, γιατί θεωρούσαν πως θα χανόταν η δύναμή τους. Τα λόγια μεταφέρονταν από τη μάνα μόνο στην κόρη, όπου η ίδια με τη σειρά της τα μάθαινε στη δικιά της κόρη.