Στον Πόντο οι κάτοικοι έδιναν ιδιαίτερη σημασία στην κηδεία. Τιμούσαν το νεκρό και έδειχναν ιδιαίτερο σεβασμό όχι μόνο στον ίδιο, αλλά και στους οικείους του, στους οποίους συμπαραστέκονταν πολύ.
Όταν, λοιπόν, γίνονταν γνωστός ο θάνατος κάποιου, η καμπάνα της εκκλησίας χτυπούσε πένθιμα, προκειμένου να μάθουν όλοι το τραγικό, αυτό, γεγονός. Τότε όλοι σταματούσαν τις εργασίες τους και πήγαιναν στο σπίτι του νεκρού.
Το σώμα του νεκρού, πριν τη ταφή, έπρεπε να ετοιμαστεί ανάλογα. Συγκεκριμένα, συγγενείς ή και φίλοι του ανθρώπου που έφυγε από τη ζωή, έπλεναν το σώμα του και στη συνέχεια το έντυναν με τα καλά του ρούχα. Το σώμα, μετέπειτα, τοποθετούνταν πάνω σε μια πόρτα, την οποία έβγαζαν από κάποιο δωμάτιο του σπιτιού και το σκέπαζαν μ’ ένα σεντόνι μέχρι τη μέση στην διάρκεια της ημέρας και ολόκληρο στη διάρκεια της νύχτας. Δίπλα του έβαζαν ένα πιάτο με σιτάρι, πάνω στο οποίο άναβαν κεριά.
Στη συνέχεια, οι συγγενείς μοιρολογούσαν το νεκρό και θυμιάτιζαν το λείψανο ανα τακτά χρονικά διαστήματα.
Το φέρετρο, καθώς και το σταυρό, το κατασκεύαζαν οι χωριανοί, οι οποίοι έσκαβαν και τον τάφο. Το φέρετρο από το σπίτι στην εκκλησία και από την εκκλησία στο νεκροταφείο το κουβαλούσαν τέσσερις χωριανοί.
Μετά την κηδεία οι συγγενείς μοίραζαν λαβάσες και κόλλυβα. Έπειτα πήγαιναν όλοι στο σπίτι όπου τους πρόσφεραν καφέ και κονιάκ.
Την επομένη της κηδείας, οι γείτονες πραγματοποιούσαν συλλυπητήρια επίσκεψη στο σπίτι της οικογένειας του νεκρού, η οποία ονομαζόταν χατιρόπαρμαν. Πήγαιναν παρέες αποτελούμενες από δύο ή τρία άτομα προκειμένου να παρηγορήσουν την οικογένεια του νεκρού. Έτρωγαν μαζί τους και φεύγοντας τους έλεγαν λόγια παρηγοριάς, αλλά και ευχές για την ανάπαυση της ψυχής του πεθαμένου.