ΠΟΝΤΟΣ
ΜΟΥ
ΣΙΚΑ
ΟΡΓΑ
ΝΑ
Τα παραδοσιακά μουσικά όργανα του Πόντου είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ιστορία και την ταυτότητα των Ελλήνων της περιοχής. Συγγενικά με αυτά της αρχαίας Ελλάδας, εκστασιακά και με μοναδικά ηχοχρώματα.
Αν και στο παρελθόν τα κατασκεύαζαν οι οργανοπαίχτες, σήμερα υπάρχουν εξειδικευμένοι κατασκευαστές αυτών. Ας τα γνωρίσουμε…
«Και με το τουλουμόπο μου ‘ς σον Άδ’ θα κατηβαίνω,
εκεί παράπονα πολλά έναν βράδον ‘κι μένω».
Ένα κατ’ εξοχήν μουσικό όργανο για εξωτερικούς χώρους και ιδιαίτερα εκστασιακό. Απόγονος του αρχαίου άσκαυλου που είναι γνωστός ως αγγείον, τουλούμ’, τούλουμπαν και τουλούμ’-ζουρνά. Μετά τη λύρα ήταν το πιο διαδεδομένο και το πιο αγαπητό όργανο στους Ποντίους του ανατολικού Πόντου.
Καλός τουλουμτζής θεωρείται αυτός που μπορεί την ώρα που παίζει να κινείται ελεύθερα, να χορεύει και, με προτροπές, να ξεσηκώνει τον κόσμο.
Το αγγείον αποτελείται από το πόστ’, το δέρμα του ζώου (συνήθως από κατσίκα ή πρόβατο)που με την κατάλληλη επεξεργασία γίνεται ο ασκός (αεροθάλαμος), τον στομωτήρα ή φυσερόν, το ξύλινο σημείο με την τρύπα στη μέση όπου ο οργανοπαίχτης φυσάει τον αέρα στον ασκό, και το αγγόξυλον, την ξύλινη σκάφη που περιέχει δύο παράλληλα καλάμια με τρύπες (πέντε για κάθε καλάμι). Στα καλάμια αυτά, τοποθετούνται τα τσιμπόνια (ένα για κάθε καλάμι), τα οποία είναι μικρότερα σε μέγεθος καλάμια, που αφού κοπούν κατάλληλα (σχηματιστούν γλωσσίδια), κουρδίζονται με κερί ή κλωστή και βγάζουν τον ήχο του αγγείου.
«Παίζ’ ο ζουρνάς κρούει το ταούλ’ τη νύφε πάνε παίρ’νε,
τη νύφε την καλόβουλον και ‘ς ση γαμπρού θα φέρ’νε».
Αν και ο ήχος του είναι διαπεραστικός και οξύς, ο ζουρνάς, ή οξύαυλος, όπως ήταν το όνομά του στην αρχαία Ελλάδα, είναι το μεγαλύτερο σε ηχητική ένταση, μαζί με το νταούλι, παραδοσιακό μουσικό όργανο του Πόντου. Λόγω της μεγάλης αυτής ιδιαιτερότητας του οργάνου σπάνια κάποιος καλλιτέχνης θα τον συνοδεύσει στο τραγούδι.
Το μέγεθος του ζουρνά στον Πόντο διαφέρει από περιοχή σε περιοχή.
Στον ανατολικό Πόντο, και κυρίως στην περιοχή της Ματσούκας τον συναντάμε σε μικρό μέγεθος (περίπου 25-30 εκατοστά), με ήχο πολύ οξύ. Στις περισσότερες περιοχές του Πόντου βρίσκουμε το μεσαίο μέγεθος (περίπου 40-45 εκατοστά) ενώ στο δυτικό Πόντο και στην περιοχή της Πάφρας το μεγαλύτερο, που είναι γύρω στα 60 εκατοστά.
Ο ζουρνάς αποτελείται από τον ξύλινο σωλήνα, που καταλήγει σε καμπάνα και έχει εφτά τρύπες (μπορεί να έχει ακόμα και μία τρύπα στο πίσω μέρος του ζουρνά), τον κλέφτε (κλέφτης), ένα κομμάτι ξύλου που μπαίνει μέσα στο ζουρνά για να τοποθετηθεί πάνω του ο λουλάς, δηλαδή ένα μεταλλικό σωληνάκι (2-3 εκατοστά) πάνω στο οποίο δένεται το τσιμπόν’ (τσαμπούνα). Το τσιμπόνι είναι κατασκευασμένο από αγριοκαλαμιά (μεγέθους 1,5-2,5 εκατοστά), και με την κατάλληλη επεξεργασία βγάζει τον ήχο του οργάνου, το οποίο παίζει τον κυρίαρχο ρόλο στην ποιότητα του ήχου. Τέλος, το σπαρέλ’ (φούρλα), είναι ένας δίσκος από ξύλο ή μέταλλο (νόμισμα) που έχει μια τρύπα στη μέση, μέσα από την οποία περνάει το τσιμπόν’ και ακουμπάει μπάνω στον κλέφτη. Στην ουσία ήταν ένα στήριγμα για τα χείλη του ζουρνατζή, ώστε να φυσάει καλύτερα.
«Θα πάω εβγαίνω ‘ς σα ψηλά και τ’ έμορφα ραχία, ν’ ακούω τσοπάν’ σύριγμαν και γαβαλί λαλίαν»
Πνευστό βουκολικό μουσικό όργανο που έπαιζαν οι βοσκοί στα βουνά του Πόντου για να περάσουν ευχάριστα τις ατελείωτες ώρες της μοναξιάς τους. Κατασκευάζεται σε διάφορα μεγέθη (από 25 έως 40 εκατοστά) από καρυδιά, καστανιά, μηλιά, έλατο, οξιά, κρανιά, κέδρο, σφενδάμι κλπ. αλλά και από καλάμι.
Αφού γίνει η κατάλληλη επεξεργασία στο ξύλο ή στο καλάμι, ανοίγονται έξι τρύπες (σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα μία στο πίσω μέρος του γαβαλιού), και το σημείο που θα φυσήξει ο μουσικός ώστε να παραχθεί ο ήχος κόβεται με συγκεκριμένο τρόπο.
Η ιδιομορφία του οργάνου του προσδίδει μια μοναδική ικανότητα. Φυσώντας μαλακά δίνει μια σειρά από χαμηλούς φθόγγγους. Φυσώντας δυνατά, δίνει τους ίδιους φθόγγους αλλά μια οκτάβα ψηλότερα. Φυσώντας ακόμα δυνατά, δίνει λίγους ακόμα φθόγγους υψηλότερα.
Όπως και στα υπόλοιπα παραδοσιακά μουσικά όργανα του Πόντου, έτσι και το γαβάλ’ ο οργανοπαίχτης ήταν και ο κατασκευαστής του οργάνου.
Αν και μοιάζει αρκετά με την ποντιακή λύρα, διαφέρει τόσο από θέμα κατασκευής, ρεπερτορίου, ενώ έχει και μεγαλύτερες τεχνικές δυνατότητες. Ο λόγος για τον κεμανέ, ένα παραδοσιακό μουσικό όργανο των Ελλήνων της Καππαδοκίας και του Ατά Παζάρ’ (Βιθυνία) που έγινε αγαπητό και στον Πόντο, με την ιστορία του να χάνεται στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή.
Έκανε την εμφάνισή του, περίπου τον 7ο αιώνα ως μονόχορδο όργανο. Αργότερα, τον 10ο αιώνα προστέθηκαν άλλες δύο χορδές, για να φτάσει από τον 15ο και μέχρι τις μέρες μας ως οκτάχορδο (τέσσερις κύριες και τέσσερις συμπαθητικές χορδές).
Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του, και σχετίζονται με τον τρόπο κουρδίσματος και παιξίματος.
Αν και σε γενικές γραμμές φτιάχνεται όπως η ποντιακή λύρα, με τα ίδια υλικά (σκληρά ξύλα για το ηχείο, το λαιμό και το κεφάλι και μαλακά για το καπάκι), οι διαφορές του εντοπίζονται στο γεγονός ότι ο κεμανές έχει οκτώ χορδές και το δοξάρι είναι τοξοειδές ώστε να ακουμπάει τρεις ή και τέσσερις χορδές ταυτόχρονα.
Τον κεμανέ τον συναντάμε κυρίως στις περιοχές του Ατά Παζάρ, στην Πουλαντζάκη, στην Κερασούντα, στα Κοτύωρα, στην Τρίπολη, στην περιοχή της Κριμαίας και στον ευρύτερο χώρο της Νικόπολης.
Τα μέρη που αποτελείται:
Το κιφάλ’ (κεφάλι)
Τα ωτία (αυτιά)
Η γούλα (λαιμός)
Η γλώσσα ή το σπαρέλ’
Τα ρωθώνια ή σκωλέκια
Το καπάκ’ (καπάκι)
Ο γάιδιαρον ( γάιδαρος ή καβαλάρης)
Τα κόρδας (οι χορδές)
Το παλικάρ’ (παλικάρι)
Τοξάρι (πολύ κυρτό για να μπορεί ο οργανοπαίχτης να πατάει τρεις και τέσσερις χορδές ταυτόχρονα).
«Τη κεμεντζές -ι- μ’ το τοξάρ’ πάει κι έρται και ρωτά σε,
τα νύχτας τη Καλανταρί μανάχον πως κοιμάσαι»
Αρκεί ένα σύρσιμο του δοξαριού πάνω στις χορδές της για να σε διαπεράσει ένα μεγάλο ρίγος έντονων συναισθημάτων. Η ποντιακή λύρα, η κεμεντζέ όπως είναι το όνομά της, είναι το βασικότερο μουσικό όργανο των Ποντίων.
Είναι ένα όργανο που συνδέει το χθες με το σήμερα, το σώμα με το πνεύμα, τη μνήμη με τον αγώνα.
Ο Όμηρος αναφέρει ως δημιουργό της λύρας τον θεό Ερμή, ο οποίος αφού την κατασκεύασε, τη δώρισε στον θεό Απόλλωνα με σκοπό να τον καλοπιάσει για τα βόδια που του έκλεψε. Αν και η προέλευσή της ανάγεται στη μυθική εποχή, η λύρα όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, φιαλόσχημη και τρίχορδη, έκανε την εμφάνισή της γύρω στον 10ο αιώνα. Από τότε είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας και του πολιτισμού των Ελλήνων του Πόντου.
Οι παλιοί αναφέρουν πως κάθε δέντρο που βγάζει φρούτο μπορεί να γίνει λύρα. Όμως, την τιμητική του έχει το κοκκύμελον, το οποίο θεωρείται το καταλληλότερο ξύλο, καθώς είναι σκληρό και βγάζει δυνατό και γλυκό ήχο. Η κεμεντζέ αποτελείται από το κιφάλ’ (κεφάλι), τα ωτία (αυτιά), που λειτουργούν ως χορτοδέτες και είναι τρία στον αριθμό, όσες και οι χορδές, η γούλα (λαιμός), το σημείο που κρατάει ο οργανοπαίχτης με το ένα χέρι το όργανο, η γλώσσα ή το σπαρέλ‘ (ή το σπαλέρ’), τα τρυπία (τρύπες), που είναι τέσσερις στο καπάκι, δύο στο επάνω μέρος και δύο κάτω δεξιά και αριστερά από τις χορδές, τα μάγ’λα (μάγουλα), που έχουν δύο τρύπες στο επάνω και κάτω μέρος, το καπάκ’ (καπάκι), η ράχια (ράχη), ο γάιδιαρον (γάιδαρος), πάνω στον οποίο ακουμπούν οι χορδές, τα κόρδας (χορδές), τα ρωθώνια ή σκωλέκια (ρουθούνια ή σκουλήκια), το παλληκάρ’ (παλικάρι), πάνω στο οποίο στερεώνονται οι χορδές, το στουλάρ’, που είναι το ξύλο που βρίσκεται μέσα στο σκάφος της λύρας και στηρίζει το καπάκι στο οποίο είναι τοποθετημένο από πάνω του το παλληκάρ’, και το τοξάρι, που είναι ένα κομμάτι επιμηκούς ξύλου σε σχήμα ράβδου που έχει τοποθετημένες τρίχες από αρσενικό άλογο.
Ο ήχος της εξαρτάται από το μήκος, το πλάτος και το βάθος του ηχείου. Έτσι ανάλογα με το μέγεθός της έχουμε το μικρό (ζιλ), το μέτριο (ζιλοκάπανο) και το μεγάλο (καπάν).
«Παίζ’ ο ζουρνάς κρούει το ταούλ’ τη νύφε πάνε παίρ’νε,
τη νύφε την καλόβουλον και ‘ς ση γαμπρού θα φέρ’νε».
Ένα συνοδευτικό παραδοσιακό όργανο, μεγάλης ηχητικής έντασης, γι’ αυτό το προτιμούσαν μαζί με το αγγείο ή το ζουρνά, και σπανιότερα της λύρας, σε εξωτερικούς και λιγότερο σε κλειστούς χώρους. Είναι το όργανο που δίνει ρυθμό στα ποντιακά γλέντια.
Το ταούλ’ κατασκευάζεται από σανίδα –κυρίως καστανιάς–, η οποία αφού με την κατάλληλη επεξεργασία γίνει κύλινδρος, τοποθετούνται στις δύο πλευρές της δέρματα από γίδα ή τράγο, και σπανιότερα προβάτου, περασμένα μέσα από τα στεφάνια. Στα στεφάνια με το δέρμα περνάει διαδοχικά σκοινί, το οποίο τραβώντας το, αυτά σφίγγουν κι έτσι κουρδίζεται το νταούλι. Στον ξύλινο κύλινδρο επίσης υπάρχει μια μικρή τρύπα (1 έως 2 εκατοστά), ώστε να φεύγει ο αέρας κατά το χτύπημα του οργάνου με το κοπάλ’ και τη βίτσα, που είναι τα δύο εξαρτήματα για την πρόκληση του ήχου. Το κοπάλ’ (κόπανος) χτυπώντας το στην πλευρά με το χοντρό δέρμα βγάζει έναν ήχο μπάσο, τους ισχυρούς χρόνους του μέτρου, ενώ η βίτσα (βέργα) χτυπώντας την στην πλευρά με το λεπτό δέρμα, βγάζει έναν ήχο πιο λεπτό, τους αδύνατους χρόνους του μέτρου.
Δεξιοτέχνης είναι ο νταουλτζής που ενώ παίζει, χορεύει και ξεσηκώνει τον κόσμο, κάνωντας ταυτόχρονα διάφορα τσαλίμια στο παίξιμό του.