Σε ένα μέρος κάθονταν τα παιδιά μαζεμένα. Κάποιος ζητούσε νερό, αλλά δεν υπήρχε προθυμία από κάποιον να πάει. Όταν τελικά του έφερναν νερό και έπινε, οι υπόλοιποι έλεγαν σχεδόν μέσα από τα δόντια τους, ώστε να μην καταλάβει αυτός που έπινε που θα σταματούσαν. Ενόσω, λοιπόν, έπινε νερό έλεγαν, «Πίν΄Αγάς, πίν΄ο σκύλον, πίν΄τ’ Αλή πασά το χτήνον», δηλαδή «πίνει ο Αγάς, πίνει ο σκύλος, πίνει η αγελάδα του Αλή πασά».
Στη λέξη, λοιπόν, που θα σταματούσε να πίνει, αυτό θα ήταν, δηλαδή ή σκύλος, ή Αγάς ή αγελάδα. Θέλοντας, όμως, να πειράξουν αυτόν που έπινε τον «έβγαζαν» «σκύλον» ή «χτήνον» και ποτέ Αγά.
Έτσι, το παιχνίδι κατέληγε σε καβγά και κλάματα, που όμως δεν διαρκούσαν για πολύ.