Εις ποπάς εχάσεν την ομπρέλαν ατ’. Επίασεν τον καντηλανάφτεν και είπεν ατόν: «΄ς σο χωρίο μουν κάποιος έκλεψεν την ομπρέλα μ’. Την Κερεκήν μάξους, θα λέω τα δέκα εντολάς. Εσύ να έ’εις το νου σ’. Όντας θα λέω “ου κλέψεις”, εσύ θα τερείς ποίος ελατάρτσεν. Ίντσαν θα λαταρίζ’, ατός έκλεψεν τ’ εμόν την ομπρέλαν».
Την Κερεκήν η εγγκλησία τίγκαν γομάτον κόσμον. Ο καντηλανάφτες επίασεν τόπον ‘ς σο δεσποτικόν τον θρόνον, για να επορεί κι ελέπ’ ούλτς, ασ’ έναν την άκραν ίσαμε τ’ άλλο.
Ο ποπάς εξέβεν ‘ς σο Άγιεν Βήμα κι ερχίνεσεν να λέει τα δέκα εντολάς.
Είπεν τα εννέα εντολάς, το “ου κλέψεις” ‘κ’ είπεν ατό και εκλώστε εσέβεν απέσ’ ‘ς σο ιερόν. Τη καντηλανάφτε τ’ ομμάτεα εξέβαν έξ’, για να επορεί κι ελέπ’ ποίος ελατάρτσεν. Τρέχ’ ο καντηλανάφτες απέσ’ ‘ς σο ιερόν και λέει τον ποπάν: «Όλαν ποπά, τ’ εμόν τ’ ομμάτεα εξέβαν έξ’ να πιάνω ίντιναν θα ελατάριζεν, άμαν εσύ το “ου κλέψεις” ‘κ’ είπες ατό».
Ο ποπάς πα εκλώστεν είπεν ατόν: «Γιάβρου μ’, όντας είπα το “ου μοιχεύσεις”, εντόκε ‘ς σο νού μ’, μέρ’ εφήκα την ομπρέλα μ’».
Απόδοση στη νέα ελληνική
Ένας παπάς έχασε την ομπρέλα του. Έπιασε τον καντηλανάφτη και του λέει: «Κάποιος από το χωριό μου έκλεψε την ομπρέλα. Την Κυριακή επίτηδες θα πω τις δέκα εντολές. Εσύ να έχεις το νου σου. Όταν θα πω “ου κλέψεις”, εσύ κοίτα ποιος θα κουνηθεί. Αυτός που θα κουνηθεί, αυτός έκλεψε την ομπρέλα μου».
Την Κυριακή η εκκλησία ήταν γεμάτη από κόσμο. Ο καντηλανάφτης κάθισε στον δεσποτικό θρόνο ώστε να βλέπει από τη μία άκρη μέχρι την άλλη.
Ο παπάς βγήκε από το Ιερό Βήμα κι άρχισε να λέει τις δέκα εντολές.
Είπε τις εννέα εντολές, το “ου κλέψεις” δεν το είπε, και μπήκε πάλι μέσα στο Ιερό. Τα μάτια του καντηλανάφτη «βγήκαν« στο να ψάχνει ποιος θα κουνηθεί. Τρέχει ο καντηλανάφτης μέσα στο ιερό και λέει στον παπά: «Μωρέ παπά, εμένα μου βγήκαν τα μάτια να ψάχνω ποιος θα κουνηθεί, αλλά εσύ το “ου κλέψεις” δεν το είπες».
Ο παπάς γύρισε και του είπε: «Παιδί μου, όταν είπα το “ου μοιχεύσεις”, θυμήθηκα που άφησα την ομπρέλα μου».
*Από το βιβλίο Ανέκδοτα του ποντιακού λαού, απ’ αδά κι απ’ εκεί, του Γιώργου Ανδρεάδη, εκδ. Ερωδιός