Μια από τις σημαντικότερες γυναικείες προσωπικότητες στο αντάρτικο του Πόντου ήταν η Πελαγία Οξούζογλου. Η καπετάνισσα Πελαγία, μαζί με τον άνδρα της Αντώνη Χατζηελευθερίου, γνωστό και ως Αντών πασά ή Αντών αγά ή Αντών Καραμπέγ, σπουδαία προσωπικότητα του ποντιακού αντάρτικου στο δυτικό Πόντο, αντιμετώπισαν με θάρρος το τούρκικο στρατό.
Ποια ήταν όμως η καπετάνισσα;
Η Πελαγία Οξούζογλου καταγόταν από το χωριό Κωστανούσαγι της Πάφρας. Το 1915, σε ηλικία 18 ετών, ανεβαίνει στο βουνό μαζί με την οικογένειά της, προσπαθώντας να γλυτώσει από το μένος των Τούρκων. Εκεί γνωρίζει τον Αντώνη Χατζηελευθερίου, με τον οποίο μετέπειτα παντρεύεται. Θέλοντας και ι ίδια να συνεισφέρει στον αγώνα κόντρα στους Τούρκους, γίνεται και η ίδια αντάρτισσα και έτσι αναλαμβάνει πιο ενεργό ρόλο στον αγώνα. Ήταν ντυμένη με τη μαύρη αντάρτικη φορεσιά του Πόντου και συνόδευε έφιππη το σύζυγό της, πολεμώντας μαζί με τους άνδρες αντάρτες.
Στις 24 Μαρτίου του 1916, η καπετάνισσα συλλαμβάνεται από τους Τούρκους, οι οποίοι περικύκλωσαν το μύλο στον οποίο είχαν πάει εκείνη με τον Αντών πασά και τρεις ακόμη άνδρες. Οι Τούρκοι τους ζήτησαν, αρχικά, να παραδοθούν, κάτι φυσικά που αρνήθηκαν. Ο Αντών πασά κατάφερε να ξεφύγει, κάτι όμως που δεν κατάφεραν τόσο η Πελαγία, όσο και οι τρεις άλλοι αντάρτες, οι οποίοι θέλοντας να δώσουν χρόνο στον καπετάνιο να διαφύγει, σκοτώθηκαν από τούρκικα πυρά.
Όταν οι Τούρκοι πλησίασαν στο μύλο, είδαν μόνο έναν άνθρωπο να τους κοιτά περιφρονητικά. Βγάζοντας το πασλούκ, η Πελαγία τους είπε πως ήταν γυναίκα, με τους Τούρκους στρατιώτες να απογοητεύονται, διότι πίστευαν πως είχαν πιάσει τον καπετάν Αντώνη.
Η Πελαγία οδηγήθηκε στο Κιζίλγκιολ, την έδρα των αποσπασμάτων και παραδόθηκε στον Φερίκμπεη. Από το Κιζίλγκιολ οδηγήθηκε στην Πάφρα και από εκεί στην Αμισό, όπου δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Στη συνέχεια, οδηγήθηκε στην Αμάσεια για την εκτέλεση της ποινής.
Μόλις ο καπετάν Αντώνης πληροφορήθηκε ότι η γυναίκα του οδηγήθηκε στην Αμάσεια, μάζεψε πενήντα καπετάνιους και τετρακόσιους αντάρτες και ξεκίνησαν για την Αμάσεια. Φτάνοντας στο χωριό Κελτίκ, έξω από την Αμάσεια, το περικυκλώνουν, συλλαμβάνουν το χότζα του χωριού, τον οποίο και διέταξε να πάει στο διοικητή της Αμάσειας, δίνοντάς του να του παραδώσει ένα γράμμα με τη σφραγίδα του, στο οποίο για πρώτη φορά υπέγραφε ως Αντώνης Καραμπέγ.
Ο αρχικαπετάνιος έγραφε στο διοικητή ότι, αν δεν έστελνε αμέσως την Πελαγία στα λημέρια του στο Νεπιέν, θα έκαιγε το χωριό χωρίς να λυπηθεί κανέναν, και επιπλέον, θα κατέβαινε με τους πέντε χιλιάδες(!) αντάρτες του στην Αμάσεια, για να την κάψει από τα θεμέλια. Διαβάζοντας ο διοικητής το γράμμα, πανικοβλήθηκε και πήγε ο ίδιος προσωπικά στις φυλακές, ώστε να δώσει διαταγή να αποφυλακιστεί η Πελαγία. Μόλις την ελευθέρωσε, την επιβίβασε σε ένα παϊτόνι, της έδωσε προσωπική φρουρά-με επικεφαλής αξιωματικό, που την οδήγησαν στο Καβάκ και από εκεί στο βουνό Νεπιέν.
Έτσι η καπετάνισσα του Πόντου ελευθερώθηκε και επέστρεψε στα λημέρια της, δίπλα στο σύζυγό της, συνεχίζοντας τον αγώνα της μαζί του μέχρι τον θάνατο του τον Αύγουστο του 1917.
Η καπετάνισσα, μετέπειτα, παντρεύτηκε το δεύτερο σύζυγό της στην Τουρκία, τον Ιωάννη Κεσκινίδη, με τον οποίο το 1924 ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Πασχαλιά του νομού Ξάνθης. Στην κατοχή, όμως, χάνει και το δεύτερο σύζυγό της, ο οποίος δολοφονείται.
Το 1943 παντρεύεται το τρίτο σύζυγό της, τον Νικόλαο Ορφανίδη και κατοικεί πλέον μόνιμα στο Ξάγναντο του Παρανεστίου. Αφήνει την τελευταία της πνοή το Νοέμβριου του 1972, σε ηλικία 75 ετών, λίγους μήνες μετά το θάνατο του συζύγου της.
Πληροφορίες πάρθηκαν από το destanea.com